μειλίσσω: Difference between revisions
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μειλίσσω:''' атт. [[μειλίττω]] (fut. μειλίξω)<br /><b class="num">1)</b> [[умиротворять]]: πυρὸς [[μειλισσέμεν]] (sc. νέκυας) Hom. предать сожжению мертвецов;<br /><b class="num">2)</b> [[радушно принимать]], [[угощать]] (τινὰ τραπέζῃ Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[животворить]], [[оплодотворять]] (χεύμασι γαίας [[οὖδας]] Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> утолять, умерять, смягчать ([[ὀργάς]] τινος Eur.): τοῦ δ᾽ οὐ μειλίσσετο [[θυμός]] HH но душа его не успокоилась;<br /><b class="num">5)</b> med. обращаться с ласковой речью, смягчать выражения ([[μηδέ]] τί με μειλίσσεο, ἀλλ᾽ εὖ μοι κατάλεξον Hom.);<br /><b class="num">6)</b> med. склонять к себе, кротостью подчинять (ἔθνη [[καθάπερ]] ζῷα Plut.). | |elrutext='''μειλίσσω:''' атт. [[μειλίττω]] (fut. μειλίξω)<br /><b class="num">1)</b> [[умиротворять]]: πυρὸς [[μειλισσέμεν]] (sc. νέκυας) Hom. предать сожжению мертвецов;<br /><b class="num">2)</b> [[радушно принимать]], [[угощать]] (τινὰ τραπέζῃ Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[животворить]], [[оплодотворять]] (χεύμασι γαίας [[οὖδας]] Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[утолять]], [[умерять]], [[смягчать]] ([[ὀργάς]] τινος Eur.): τοῦ δ᾽ οὐ μειλίσσετο [[θυμός]] HH но душа его не успокоилась;<br /><b class="num">5)</b> med. обращаться с ласковой речью, смягчать выражения ([[μηδέ]] τί με μειλίσσεο, ἀλλ᾽ εὖ μοι κατάλεξον Hom.);<br /><b class="num">6)</b> med. склонять к себе, кротостью подчинять (ἔθνη [[καθάπερ]] ζῷα Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μειλίσσω]], [[μείλια]]<br />to make [[mild]], to [[appease]], [[propitiate]], πυρὸς μειλισσέμεν to [[appease]] [the [[dead]] by [[fire]], i. e. by [[funeral]] rites, Il.; [[ὀργὰς]] μ. Eur.:—Mid. to use [[soothing]] words, [[μηδέ]] τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων [[extenuate]] not [[aught]] from [[respect]] or [[pity]] to me, Od. | |mdlsjtxt=[[μειλίσσω]], [[μείλια]]<br />to make [[mild]], to [[appease]], [[propitiate]], πυρὸς μειλισσέμεν to [[appease]] [the [[dead]] by [[fire]], i. e. by [[funeral]] rites, Il.; [[ὀργὰς]] μ. Eur.:—Mid. to use [[soothing]] words, [[μηδέ]] τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων [[extenuate]] not [[aught]] from [[respect]] or [[pity]] to me, Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 19 August 2022
English (LSJ)
fut. μειλίξω A.R.4.416: Ep. aor. Med. A μειλίξατο Id.1.650: —make mild, soothe, treat kindly, τινα Theoc.16.28; esp. appease, propitiate: rarely c. gen., πυρὸς μειλισσέμεν (like πυρὸς χαρίζεσθαι) to appease [the dead] by fire, i.e. funeral rites, Il.7.410; of rivers, λιπαροῖς χεύμασι γαίας… μειλίσσοντες οὖδας gladdening the soil with rich streams, A.Supp.1029 (lyr.); ὀργὰς μ. E.Hel.1339 (lyr.); μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις, Lyc.542, A.R.4.708. 2 implore, ἐγὼ κεῖνόν γε τεὰς ἐς χεῖρας ἱκέσθαι μειλίξω ib.416. II Pass., μειλίσσομαι to be soothed, grow calm, h. Cer. 290; to be subdued, πυρὸς μειλίσσετ' ἀϋτμή A.R.3.531. III Med., use soothing words, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων extenuate not aught from respect or pity, Od. 3.96. 2 propitiate, Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε A.R.1.860; συκοφάντας ἀπομαγδαλιᾷ Philostr.VA7.23; soften, subdue, ἔθνη… καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Plu.2.330b. 3 implore, A.R.3.985, 4.1012.
German (Pape)
[Seite 115] mild, angenehm machen, erheitern, bes. freundlich behandeln, Einem zu Gefallen Etwas thun, πυρὸς μειλίσσειν ὦκα, Il. 7, 410, = χαρίζεσθαι, den Todten einen Gefallen thun, indem man ihnen die Verbrennung, ihren Antheil am Feuer gewährt, τινὰ τραπέζῃ, bewirthen, Theocr. 16, 28; auch bitten, ἱκέσθαι, Ap. Rh. 4, 416; übh. besänftigen, ὀργάς, Eur. Hel. 1339; τινὰ χύτλοις, Ap. Rh. 4, 708; übertr., λιπαροῖς χεύμασιν γαίας οὖδας μειλίσσειν, Aesch. Suppl. 1010, durch reichliche Überschwemmungen den Erdboden erfreuen, befruchten; στυγίους μητρὸς ὀργάς, besänftigen, Eur. Hel. 1355. – Pass. erheitert werden, sich erheitern, H. h. Cer. 291. – Med. μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο, μηδ' ἐλεαίρων, Od. 3, 96. 4, 326, aus Achtung gegen mich rede mir nicht zum Munde, schone, mildre Nichts; versöhnen, Ap. Rh. 1, 860 u. oft, u. a. Sp., auch in Prosa, ἔθνη τιθασσεύων καὶ μειλισσόμενος, Plut. Alex. fort. 1, 8. – Vgl. μέλι, μειλίχιος, mulceo, mild.
Greek (Liddell-Scott)
μειλίσσω: μέλλ. -ξω· (Ἐκ τῆς √ΜΕΙΛ παράγονται ὡσαύτως αἱ μείλια, μείλιχος καὶ -ίχιος, κτλ., μειλεῖν = ἀρέσκειν (Ἡσύχ.), καὶ ἴσως μέλε (ὦ μέλε)· πρβλ. Σανσκρ. mard (= marl), m.ri.l-âmi (faveo), m.ril-îkam (gratia)· Γοτθ. milds (φιλόστοργος)· Ἀρχ. Γερμ. mil-ti (mild)· Σλαυ. mil-u (ἐλεεινός)· Λιθ. myl-iu (amo), κτλ.· ― ἡ ῥίζα τοῦ μέλι, δηλ. μέλιτ, ἀντίκειται εἰς τὴν πρὸς τὸ μείλια, κτλ. σχέσιν). Περιποιοῦμαι, φιλοξενῶ τινα, τραπέζῃ μειλίξαντ’ ἀποπέμψαι Θεόκρ. 16. 28· ἰδίως καταπραΰνω, ἐξιλεώνω, σπανίως μετὰ γεν., πυρὸς μειλισσέμεν (ὡς τὸ πυρὸς χαρίζεσθαι), καταπραΰνειν, ἐξιλεοῦν [τοὺς νεκροὺς] διὰ τοῦ πυρός, δηλ. δι’ ἐπικηδείων τελετῶν καὶ τιμῶν, Ἰλ. Η. 410· ἐπὶ ποταμῶν, λιπαροῖς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες οὖδας, εὐεργετοῦντες, χαροποιοῦντες τὸ ἔδαφος διὰ λιπαρῶν ῥευμάτων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1030· ὀργὰς μ. Εὐρ. Ἑλ. 1339· μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις Λυκόφρ. 542, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 708. ΙΙ. Παθ., μειλίσσομαι, πραΰνομαι, γίνομαι πραότερος, ἡσυχώτερος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 291. ΙΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι γλυκεῖς καὶ πραϋντικοὺς λόγους, μηδέ τί μ’ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ’ ἐλεαίρων, μὴ μείλιχα καὶ προσηνῆ λέγε χαριζόμενος ἢ ἐλεῶν, ἀλλ’ εἰπέ μοι δηλ. τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, Ὀδ. Γ. 96., Δ. 326. 2) ἐξευμενίζω, ἐξιλεώνω, Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 860, πρβλ. Φιλόστρ. 304, κτλ.· δαμάζω, ὑποτάσσω, ἔθνη..., καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Πλούτ. 2. 330B· ἀϋτμὴν πυρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 531. 3) ἐπικαλοῦμαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 985, πρβλ. Δ. 1012· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἐγὼ κεῖνόν γε τεὰς ἐς χεῖρας ἱκέσθαι μειλίξω Δ. 416.
French (Bailly abrégé)
f. μειλίξω, ao. ἐμείλιξα, pf. inus.
1 adoucir, calmer, apaiser ; avec le gén. d’instrument : πυρὸς νέκυας IL apaiser les morts en les brûlant (propr. par le feu);
2 p. ext. engraisser, féconder, acc.;
Moy. μειλίσσομαι adresser de bonnes paroles à, acc..
Étymologie: R. Μιλ, être favorable ; cf. skr. mrlâmi « je suis favorable ».
English (Autenrieth)
inf. μειλισσέμεν, mid. imp. μειλίσσεο: appease the dead with fire (πυρός, cf. constr. w. λαγχάνειν), Il. 7.410; mid., ‘extenuate,’ Od. 3.96 (‘try to make it pleasant’ for me).
Greek Monolingual
μειλίσσω (Α)
1. ευφραίνω, γλυκαίνω
2. φιλοξενώ κάποιον
3. καταπραΰνω, καθησυχάζω, εξιλεώνω («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», Ευρ.)
4. παρακαλώ
5. μτφ. (για ποταμό) καθιστώ καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῖς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες οὖδας», Αισχύλ.)
6. (το μέσ.) μειλίσσομαι
α) γίνομαι πιο πράος, πιο ήσυχος, καταπραΰνομαι, καθησυχάζω
β) εξευμενίζω, εξιλεώνω
γ) μεταχειρίζομαι γλυκά και πραϋντικά λόγια, μιλώ με φιλικό τρόπο («μηδὲ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων», Ομ. Οδ.)
δ) δαμάζω, καταβάλλω, υποτάσσω
ε) επικαλούμαι κάποιον ενώπιον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειλίχ-jω < μείλιχος.
Greek Monotonic
μειλίσσω: (μείλια), Επικ. απαρ. μειλισσέμεν, μέλ. -ξω, καταπραΰνω, κατευνάζω, εξευμενίζω, πυρὸς μειλισσέμεν, εξευμενίζω τους νεκρούς με ιερά πυρά, δηλ. με ταφικές τελετουργίες, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀργὰς μειλίσσω, σε Ευρ. — Μέσ., μεταχειρίζομαι κατευναστικά λόγια, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων, κανένα απολύτως ελαφρυντικό δεν μου αναγνωρίζεις από σεβασμό ή από έλεος για μένα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μειλίσσω: атт. μειλίττω (fut. μειλίξω)
1) умиротворять: πυρὸς μειλισσέμεν (sc. νέκυας) Hom. предать сожжению мертвецов;
2) радушно принимать, угощать (τινὰ τραπέζῃ Theocr.);
3) животворить, оплодотворять (χεύμασι γαίας οὖδας Aesch.);
4) утолять, умерять, смягчать (ὀργάς τινος Eur.): τοῦ δ᾽ οὐ μειλίσσετο θυμός HH но душа его не успокоилась;
5) med. обращаться с ласковой речью, смягчать выражения (μηδέ τί με μειλίσσεο, ἀλλ᾽ εὖ μοι κατάλεξον Hom.);
6) med. склонять к себе, кротостью подчинять (ἔθνη καθάπερ ζῷα Plut.).
Middle Liddell
μειλίσσω, μείλια
to make mild, to appease, propitiate, πυρὸς μειλισσέμεν to appease [the dead by fire, i. e. by funeral rites, Il.; ὀργὰς μ. Eur.:—Mid. to use soothing words, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων extenuate not aught from respect or pity to me, Od.