υποδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποδέχομαι]], ΝΜΑ και ιων. τ. [[ὑποδέκομαι]] και [[ὑποδέχνυμαι]], Α<br /><b>1.</b> [[δέχομαι]], [[συγκεντρώνω]] [[κάτι]] που πέφτει ή που ρέει από [[πάνω]] (α. «η [[δεξαμενή]] υποδέχεται τα λύματα του εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ [[μέλλον]] ὑποδέξεσθαι τὸ [[ὕδωρ]]», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] με [[ευχαρίστηση]], [[καλωσορίζω]] κάποιον (α. «μέ υποδέχθηκε με [[ευγένεια]]» β. «χαῑρε δ' Ὀδυσσεὺς [[ὅττι]] μιν ὣς [[ὑπέδεκτο]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ταφή]]) [[ανοίγω]] για να δεχθώ, για να σκεπάσω (α. «η πατρική του γη θα τον υποδεχθεί» β. «αἰθὴρ μὲν ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώματα δὲ [[χθών]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προϋπαντώ]], [[καλωσορίζω]] τιμητικά («οι αρχές τον υποδέχθηκαν στην είσοδο της πόλης»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[προίκα]] ή προγαμιαία [[δωρεά]]<br /><b>2.</b> (ως απρόσ.) <i>ὑποδέχεται</i><br />[[είναι]] παραδεκτό, [[είναι]] αποδεκτό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] [[παιδί]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με τη Θεία Ευχαριστία) [[δέχομαι]], [[παίρνω]] με τον πρέποντα σεβασμό και στην καθορισμένη [[στάση]] («ὡς [[μέλλων]] [[βασιλέα]] ὑποδέχεσθαι, [[μετὰ]] πολλοῦ φόβου τὸ [[σῶμα]] τοῦ Χριστοῦ ὑποδέχου», Ιωάνν. Χρυσ.)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[άσυλο]] σε δούλο ή σε φυγάδα<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] κάποιον σε [[γεύμα]], [[φιλοξενώ]] («τὸ [[πλῆθος]] λαμπρῶς ὑπεδέξατο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>4.</b> [[δέχομαι]], [[σηκώνω]] [[φορτίο]] («ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ [[φορτίο]] τοῦτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπομένω]], [[υποφέρω]] με [[καρτερία]] («βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναλαμβάνω]] [[δέσμευση]], [[υπόσχομαι]] («[[ὥσπερ]] ὑπεδέξασθε, βοηθήσατε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τροφούς, αξιωματούχους, εμπόρους) [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[δέχομαι]] με τη [[σειρά]] μου, [[μετά]] από άλλον («τὴν εἰς τὸ [[στόμα]] φορὰν τῶν περιττωμάτων δέχεται [[στόμαχος]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[περιμένω]] την [[επίθεση]] κάποιου, [[είμαι]] [[έτοιμος]] να τον αντικρούσω («ὁ μὲν... ἐπόρουσεν, ὁ δ' [[ἐμμαπέως]] [[ὑπέδεκτο]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ενεδρεύω]], [[περιμένω]] να πέσει στην [[ενέδρα]] μου [[κάποιος]]<br /><b>11.</b> [[αρχίζω]] να [[τραγουδώ]] στο [[σημείο]] που σταμάτησε ο προηγούμενος («ὑποδέξασθαι δ' ὀπαδοὶ [[μέλος]], [[αἶνος]] δὲ πόλιν τόνδε Πελασγῶν ἐχέτω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διαδέχομαι]], βρίσκομαι [[δίπλα]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ πρὸς τὴν ἠῶ... [[θάλασσα]] ὑποδέκεται καὶ τενάγεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεστ.) <i>ὁ ὑποδεχόμενος</i>·ο [[οικοδεσπότης]], αυτός που προσφέρει το [[γεύμα]]<br /><b>14.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ.) <i>ὁ ὑποδεξάμενος</i><br />ο [[κλεπταποδόχος]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑποδέχομαι]] φρουράν» — [[δέχομαι]] φιλικά στρατιωτική [[μονάδα]] εχθρικής πόλης (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «[[ὑποδέχομαι]] λῃστάς [ή πειρατάς]» — [[προσφέρω]] [[κρησφύγετο]], [[καταφύγιο]] σε ληστές <b>επιγρ.</b><br />γ) «[[πόλις]] ὑποδέχεταί τινα»<br />(για [[πόλη]]) [[δέχομαι]] κάποιον ως φίλο, [[χωρίς]] να προβάλω [[αντίσταση]] (<b>Ξεν.</b>)<br />δ) «[[ὑποδέχομαι]] λόγους [ή εὐχάς]» — [[εισακούω]]<br />στ) «[[ὑποδέχομαι]] [[μέτρον]]» — [[δέχομαι]], [[αναγνωρίζω]] ένα [[μέτρο]] ως γνήσιο <b>πάπ.</b><br />ζ) «[[ὑποδέχομαι]] μεγάλα τινί» — [[δίνω]] μεγάλες υποσχέσεις σε κάποιον (<b>Ηρόδ.</b>)<br />η) «οὐκ [[ὑποδέχομαι]]» — [[αρνούμαι]] να παραδεχθώ (<b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ὑποδέχομαι]], ΝΜΑ και ιων. τ. [[ὑποδέκομαι]] και [[ὑποδέχνυμαι]], Α<br /><b>1.</b> [[δέχομαι]], [[συγκεντρώνω]] [[κάτι]] που πέφτει ή που ρέει από [[πάνω]] (α. «η [[δεξαμενή]] υποδέχεται τα λύματα του εργοστασίου» β. «ἀγγεῖον τὸ [[μέλλον]] ὑποδέξεσθαι τὸ [[ὕδωρ]]», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] με [[ευχαρίστηση]], [[καλωσορίζω]] κάποιον (α. «μέ υποδέχθηκε με [[ευγένεια]]» β. «χαῑρε δ' Ὀδυσσεὺς [[ὅττι]] μιν ὣς [[ὑπέδεκτο]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ταφή]]) [[ανοίγω]] για να δεχθώ, για να σκεπάσω (α. «η πατρική του γη θα τον υποδεχθεί» β. «αἰθὴρ μὲν ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώματα δὲ [[χθών]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προϋπαντώ]], [[καλωσορίζω]] τιμητικά («οι αρχές τον υποδέχθηκαν στην είσοδο της πόλης»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[προίκα]] ή προγαμιαία [[δωρεά]]<br /><b>2.</b> (ως απρόσ.) <i>ὑποδέχεται</i><br />[[είναι]] παραδεκτό, [[είναι]] αποδεκτό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] [[παιδί]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με τη Θεία Ευχαριστία) [[δέχομαι]], [[παίρνω]] με τον πρέποντα σεβασμό και στην καθορισμένη [[στάση]] («ὡς [[μέλλων]] [[βασιλέα]] ὑποδέχεσθαι, [[μετὰ]] πολλοῦ φόβου τὸ [[σῶμα]] τοῦ Χριστοῦ ὑποδέχου», Ιωάνν. Χρυσ.)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[άσυλο]] σε δούλο ή σε φυγάδα<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] κάποιον σε [[γεύμα]], [[φιλοξενώ]] («τὸ [[πλῆθος]] λαμπρῶς ὑπεδέξατο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>4.</b> [[δέχομαι]], [[σηκώνω]] [[φορτίο]] («ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ [[φορτίο]] τοῦτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπομένω]], [[υποφέρω]] με [[καρτερία]] («βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναλαμβάνω]] [[δέσμευση]], [[υπόσχομαι]] («[[ὥσπερ]] ὑπεδέξασθε, βοηθήσατε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τροφούς, αξιωματούχους, εμπόρους) [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[δέχομαι]] με τη [[σειρά]] μου, [[μετά]] από άλλον («τὴν εἰς τὸ [[στόμα]] φορὰν τῶν περιττωμάτων δέχεται [[στόμαχος]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[περιμένω]] την [[επίθεση]] κάποιου, [[είμαι]] [[έτοιμος]] να τον αντικρούσω («ὁ μὲν... ἐπόρουσεν, ὁ δ' [[ἐμμαπέως]] [[ὑπέδεκτο]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ενεδρεύω]], [[περιμένω]] να πέσει στην [[ενέδρα]] μου [[κάποιος]]<br /><b>11.</b> [[αρχίζω]] να [[τραγουδώ]] στο [[σημείο]] που σταμάτησε ο προηγούμενος («ὑποδέξασθαι δ' ὀπαδοὶ [[μέλος]], [[αἶνος]] δὲ πόλιν τόνδε Πελασγῶν ἐχέτω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διαδέχομαι]], βρίσκομαι [[δίπλα]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ πρὸς τὴν ἠῶ... [[θάλασσα]] ὑποδέκεται καὶ τενάγεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεστ.) <i>ὁ ὑποδεχόμενος</i>·ο [[οικοδεσπότης]], αυτός που προσφέρει το [[γεύμα]]<br /><b>14.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ.) <i>ὁ ὑποδεξάμενος</i><br />ο [[κλεπταποδόχος]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑποδέχομαι]] φρουράν» — [[δέχομαι]] φιλικά στρατιωτική [[μονάδα]] εχθρικής πόλης (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «[[ὑποδέχομαι]] λῃστάς [ή πειρατάς]» — [[προσφέρω]] [[κρησφύγετο]], [[καταφύγιο]] σε ληστές <b>επιγρ.</b><br />γ) «[[πόλις]] ὑποδέχεταί τινα»<br />(για [[πόλη]]) [[δέχομαι]] κάποιον ως φίλο, [[χωρίς]] να προβάλω [[αντίσταση]] (<b>Ξεν.</b>)<br />δ) «[[ὑποδέχομαι]] λόγους [ή εὐχάς]» — [[εισακούω]]<br />στ) «[[ὑποδέχομαι]] [[μέτρον]]» — [[δέχομαι]], [[αναγνωρίζω]] ένα [[μέτρο]] ως γνήσιο <b>πάπ.</b><br />ζ) «[[ὑποδέχομαι]] μεγάλα τινί» — [[δίνω]] μεγάλες υποσχέσεις σε κάποιον (<b>Ηρόδ.</b>)<br />η) «οὐκ [[ὑποδέχομαι]]» — [[αρνούμαι]] να παραδεχθώ (<b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α
1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα του εργοστασίου» β. «ἀγγεῖον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων)
2. δέχομαι με ευχαρίστηση, καλωσορίζω κάποιον (α. «μέ υποδέχθηκε με ευγένεια» β. «χαῑρε δ' Ὀδυσσεὺς ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο», Ομ. Οδ.)
3. (σχετικά με ταφή) ανοίγω για να δεχθώ, για να σκεπάσω (α. «η πατρική του γη θα τον υποδεχθεί» β. «αἰθὴρ μὲν ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώματα δὲ χθών», επιγρ.)
νεοελλ.
προϋπαντώ, καλωσορίζω τιμητικά («οι αρχές τον υποδέχθηκαν στην είσοδο της πόλης»)
μσν.
1. παίρνω προίκα ή προγαμιαία δωρεά
2. (ως απρόσ.) ὑποδέχεται
είναι παραδεκτό, είναι αποδεκτό
μσν.-αρχ.
1. (για γυναίκα) συλλαμβάνω, πιάνω παιδί
2. (σχετικά με τη Θεία Ευχαριστία) δέχομαι, παίρνω με τον πρέποντα σεβασμό και στην καθορισμένη στάση («ὡς μέλλων βασιλέα ὑποδέχεσθαι, μετὰ πολλοῦ φόβου τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὑποδέχου», Ιωάνν. Χρυσ.)
(αρχ)
1. προσφέρω άσυλο σε δούλο ή σε φυγάδα
2. δέχομαι κάποιον σε γεύμα, φιλοξενώ («τὸ πλῆθος λαμπρῶς ὑπεδέξατο», Διόδ.)
3. παραδέχομαι, αποδέχομαι
4. δέχομαι, σηκώνω φορτίο («ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ φορτίο τοῦτο», Ξεν.)
5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία («βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.)
6. αναλαμβάνω δέσμευση, υπόσχομαιὥσπερ ὑπεδέξασθε, βοηθήσατε», Θουκ.)
7. (για τροφούς, αξιωματούχους, εμπόρους) αναλαμβάνω την ευθύνη για κάτι
8. δέχομαι με τη σειρά μου, μετά από άλλον («τὴν εἰς τὸ στόμα φορὰν τῶν περιττωμάτων δέχεται στόμαχος», Γαλ.)
9. περιμένω την επίθεση κάποιου, είμαι έτοιμος να τον αντικρούσω («ὁ μὲν... ἐπόρουσεν, ὁ δ' ἐμμαπέως ὑπέδεκτο», Ησίοδ.)
10. ενεδρεύω, περιμένω να πέσει στην ενέδρα μου κάποιος
11. αρχίζω να τραγουδώ στο σημείο που σταμάτησε ο προηγούμενος («ὑποδέξασθαι δ' ὀπαδοὶ μέλος, αἶνος δὲ πόλιν τόνδε Πελασγῶν ἐχέτω», Αισχύλ.)
12. διαδέχομαι, βρίσκομαι δίπλα από κάτι άλλο («τὸ πρὸς τὴν ἠῶ... θάλασσα ὑποδέκεται καὶ τενάγεα», Ηρόδ.)
13. (το αρσ. της μτχ. ενεστ.) ὁ ὑποδεχόμενος·ο οικοδεσπότης, αυτός που προσφέρει το γεύμα
14. (το αρσ. της μτχ. αορ.) ὁ ὑποδεξάμενος
ο κλεπταποδόχος
15. φρ. α) «ὑποδέχομαι φρουράν» — δέχομαι φιλικά στρατιωτική μονάδα εχθρικής πόλης (Δημοσθ.)
β) «ὑποδέχομαι λῃστάς [ή πειρατάς]» — προσφέρω κρησφύγετο, καταφύγιο σε ληστές επιγρ.
γ) «πόλις ὑποδέχεταί τινα»
(για πόλη) δέχομαι κάποιον ως φίλο, χωρίς να προβάλω αντίσταση (Ξεν.)
δ) «ὑποδέχομαι λόγους [ή εὐχάς]» — εισακούω
στ) «ὑποδέχομαι μέτρον» — δέχομαι, αναγνωρίζω ένα μέτρο ως γνήσιο πάπ.
ζ) «ὑποδέχομαι μεγάλα τινί» — δίνω μεγάλες υποσχέσεις σε κάποιον (Ηρόδ.)
η) «οὐκ ὑποδέχομαι» — αρνούμαι να παραδεχθώ (Ηρόδ.).