μάσθλης: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0098.png Seite 98]] ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], Soph. frg. 137 bei E. M.; Schol. zu Ar. erkl. τὸν μεμαλαγμένον [[λῶρον]]. – Übertr., ein verschmitzter, schlauer Mensch, der sich zu schmiegen weiß, Ar. Equ. 269 Nubb. 448; nach Phryn. in B. A. p. 51, 27 ein Feigling od. Weichling. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0098.png Seite 98]] ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], Soph. frg. 137 bei E. M.; Schol. zu Ar. erkl. τὸν μεμαλαγμένον [[λῶρον]]. – Übertr., ein verschmitzter, schlauer Mensch, der sich zu schmiegen weiß, Ar. Equ. 269 Nubb. 448; nach Phryn. in B. A. p. 51, 27 ein Feigling od. Weichling. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> cuir travaillé ; lanière <i>ou</i> cordon de cuir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> souple comme une lanière, <i>càd</i> plat, rusé.<br />'''Étymologie:''' [[μάσθλη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάσθλης''': -ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., [[πανοῦργος]], ὀλισθηρὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάσθλη]] καὶ [[μάσθλης]]· δέρμα καὶ [[ὑπόδημα]] φοινικοῦν. καὶ [[ἡνία]]. [[διφθέρα]]». | |lstext='''μάσθλης''': -ητος, ὁ, = [[μάσθλη]], δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., [[πανοῦργος]], ὀλισθηρὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάσθλη]] καὶ [[μάσθλης]]· δέρμα καὶ [[ὑπόδημα]] φοινικοῦν. καὶ [[ἡνία]]. [[διφθέρα]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ητος, ὁ, A = ἱμάσθλη, leather, Hp.Morb.2.59; Aeol.μάσλης, perhaps leather shoe, Sapph. 19; thong of a whip, φοίνιον μάσθλητα δίγονον S.Fr.129: μάσθλη is dub., cf. ib.571, Hsch. II metaph., supple, slippery knave, Ar.Eq.269, Nu.449 (anap.), Aristid.Or.34(50).61.
German (Pape)
[Seite 98] ητος, ὁ, = μάσθλη, Soph. frg. 137 bei E. M.; Schol. zu Ar. erkl. τὸν μεμαλαγμένον λῶρον. – Übertr., ein verschmitzter, schlauer Mensch, der sich zu schmiegen weiß, Ar. Equ. 269 Nubb. 448; nach Phryn. in B. A. p. 51, 27 ein Feigling od. Weichling.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 cuir travaillé ; lanière ou cordon de cuir;
2 fig. souple comme une lanière, càd plat, rusé.
Étymologie: μάσθλη.
Greek (Liddell-Scott)
μάσθλης: -ητος, ὁ, = μάσθλη, δέρμα κατειργασμένον, Ἱππ. 482. 28· Αἰολ. μάσλης, Σαπφὼ 22· ὁ ἱμὰς μάστιγος, φόνιον μάσθλητα δίγονον, ὡς τὸ διπλῆν μάραγναν, Σοφ. Ἀποσπ. 137. ΙΙ. μεταφ., πανοῦργος, ὀλισθηρὸς ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 270, Νεφ. 449. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσθλη καὶ μάσθλης· δέρμα καὶ ὑπόδημα φοινικοῦν. καὶ ἡνία. διφθέρα».
Greek Monolingual
μάσθλης, -ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α)
1. κατεργασμένο δέρμα
2. ο ιμάντας της μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.)
3. μτφ. πανούργος, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση του αρκτικού ι- κατά το μάστιξ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τα μάστιξ, μαίομαι, ενώ το ι- του ἰμάσθλη είναι αναλογικό προς το ι- του ἰμάς. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αρχαίοι ετυμολόγοι επινόησαν έναν αμάρτυρο τ. μάσθλη (γλώσσα που παραδίδει και ο Ησύχ.) για να συνδέσουν τη λ. με την ἰμάσθλη, ενώ πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. λυδικής προέλευσης. Η αρχική σημασία της λ. πρέπει να ήταν «δέρμα». Για το επίθημα πρβλ. λέβης, τάπης. Ο αιολ. τ. μάσλης < μάσθλης (πρβλ. ἐσλός < ἐσθλός)].
Greek Monotonic
μάσθλης: -ητος, ὁ, = ἱμάσθλη, δερμάτινη λωρίδα, είδος δερμάτινου σανδαλιού, σε Σοφ.· μεταφ., πολυμήχανος απατεώνας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μάσθλης: ητος ὁ
1) плеть, ремень Soph.;
2) плут, мошенник Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: leather, name of leather objects (cf. διφθέρα) like leather shoe, strap (Sapph., Hp., S.); also metaph. of a flexible and flattering man (Ar.);
Other forms: Aeol. μάσλης (with loss of the θ), -ητος; μάσθλη f. S. Fr. 571, H.
Derivatives: -ήτινος leatherlike (Cratin., Eup.). μασθλήματα pl. n. leatherware (Ctes.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like τάπης, λέβης etc. (cf. Schwyzer 499); explanation uncertain. Against the traditional derivation from ἱμάσθλη with loss of the anlaut after μάστιξ (Bq, Chantraine Form. 375, Strömberg Wortstudien 44; cf. Curtius 394 and on ἱμάς) tells the slightly deviating meaning, insofar as it is not dependent on the τ-enlargement. Reverse proposal by Schwyzer 533 and 725 n. 3 (s. also Belardi Doxa 3, 213): μάσθλης to μάστιξ, μαίομαι; from there ἱμάσθλη with secondary adaptation to ἱμάς. -- Extensively on μάσθλης Hamm Glotta 32, 43ff. - Poss. Pre-Greek (Fur. 172 n. 118.
Middle Liddell
μάσθλης, ητος, ὁ, = ἱμάσθλη
a leather strap, thong, Soph.:—metaph. a supple knave, Ar.
Frisk Etymology German
μάσθλης: {másthlēs}
Forms: äol. μάσλης (mit Schwund des θ), -ητος
Grammar: m. (μάσθλη f. S. Fr. 571, H.)
Meaning: Leder, Ben. lederner Gegenstände (vgl. διφθέρα) wie lederner Schuh, Riemen (Sapph., Hp., S.). auch übertr. von einem biegsamen und einschmeichelnden Menschen (Ar.);
Derivative: -ήτινος lederähnlich (Kratin., Eup.). Daneben μασθλήματα pl. n. Lederwaren (Ktes.).
Etymology: Bildung wie τάπης, λέβης u.a. (vgl. Schwyzer 499); Erklärung sonst strittig. Gegen die herkömmliche Herleitung aus ἱμάσθλη mit Schwund des Anlauts nach μάστιξ (Bq, Chantraine Form. 375, Strömberg Wortstudien 44; vgl. Curtius 394 und zu ἱμάς) spricht einigermaßen die etwas abweichende Bedeutung, insofern diese nicht mit der τ-Erweiterung zusammenhängt. Umgekehrter Vorschlag bei Schwyzer 533 und 725 A. 3 (s. auch Belardi Doxa 3, 213 m. Lit.): μάσθλης zu μάστιξ, μαίομαι; daraus ἱμάσθλη mit sekundärer Anlehnung an ἱμάς. — Ausführlich über μάσθλης Hamm Glotta 32, 43ff.
Page 2,180