στήριγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> soutien, appui;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[στῆριγξ]].<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> soutien, appui;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[στῆριγξ]].<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στήριγμα -ατος, τό [στηρίζω] steun, ondersteuning; Eur. IA 617; van een vork (om de disselboom van een wagen op te leggen). Plut. Cor. 24.10.
}}
{{elru
|elrutext='''στήριγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[подпора]], [[поддержка]] (ὁ κιττὸς δεῖται στηρίγματος Plut.): χερὸς στηρίγματα ἐνδοῦναί τινι Eur. дать кому-л. опереться на свою руку;<br /><b class="num">2)</b> Plut. [[varia lectio|v.l.]] = [[στῆριγξ]] 2.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στήριγμα:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[βάση]], [[έδρα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[στῆριγξ]] 2, σε Πλούτ.
|lsmtext='''στήριγμα:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[υποστήριγμα]], [[έρεισμα]], [[βάση]], [[έδρα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[στῆριγξ]] 2, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=στήριγμα -ατος, τό [στηρίζω] steun, ondersteuning; Eur. IA 617; van een vork (om de disselboom van een wagen op te leggen). Plut. Cor. 24.10.
}}
{{elru
|elrutext='''στήριγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[подпора]], [[поддержка]] (ὁ κιττὸς δεῖται στηρίγματος Plut.): χερὸς στηρίγματα ἐνδοῦναί τινι Eur. дать кому-л. опереться на свою руку;<br /><b class="num">2)</b> Plut. [[varia lectio|v.l.]] = [[στῆριγξ]] 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στήριγμα]], ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> a [[support]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> = [[στῆριγξ]] 2, Plut.
|mdlsjtxt=[[στήριγμα]], ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> a [[support]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> = [[στῆριγξ]] 2, Plut.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στήριγμα Medium diacritics: στήριγμα Low diacritics: στήριγμα Capitals: ΣΤΗΡΙΓΜΑ
Transliteration A: stḗrigma Transliteration B: stērigma Transliteration C: stirigma Beta Code: sth/rigma

English (LSJ)

ατος, τό,
A support, foundation, χερὸς . . στηρίγματα the support of one's hand, E.IA617; στηρίγματ' οἴκου = pillar of the house, of children, Trag.Adesp.427; θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7; περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος = it needs a base around which it can be woven Plu.2.649c, cf. Ph.1.644: in plural, of a tower, J.BJ2.17.8.
2 = στῆριγξ 2, Nicostr.Com.39 (στήριγγα cj. Kock), Plu.Cor. 24.
3 = στεῖρα (A), στερέωμα 3, Nonn.D.40.451.
4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509.
5 τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος = the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11.
6 pl., στηρίγματα = surgical supports = ἀποστηρίγματα, distinguished from ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.

German (Pape)

[Seite 942] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 soutien, appui;
2 c. στῆριγξ.
Étymologie: στηρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στήριγμα -ατος, τό [στηρίζω] steun, ondersteuning; Eur. IA 617; van een vork (om de disselboom van een wagen op te leggen). Plut. Cor. 24.10.

Russian (Dvoretsky)

στήριγμα: ατος τό
1) подпора, поддержка (ὁ κιττὸς δεῖται στηρίγματος Plut.): χερὸς στηρίγματα ἐνδοῦναί τινι Eur. дать кому-л. опереться на свою руку;
2) Plut. v.l. = στῆριγξ 2.

Greek (Liddell-Scott)

στήριγμα: τό, ὑποστήριγμα, θεμέλιον, χερὸς στ., ἔρεισμα, ὑποστήριξις, Εὐρ. Ι. Α. 617· θνητῶν στ. κραταιὸν Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· στηρίγματος δεῖσθαι Πλούτ. 2. 649Β. 2) = στῆριγξ 2, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 11, Πλουτ. Κοριολ. 24. 3) = στεῖρα (Α), στερέωμα, Νόνν. Δ. 40. 451.

Spanish

firmamento

Greek Monolingual

-ίγματος, το, ΝΜΑ στηρίζω
1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα της καρέκλας» β. «καί μοι χερός τις ἐνδότω στηρίγματα, θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω καλῶς», Ευρ.)
2. μτφ. πρόσωπο στο οποίο μπορεί να βασιστεί κανείς για υλική ἡ ηθική βοήθεια, προστάτης, βοηθός (α. «ο γιος της ήταν το μόνο στήριγμά της» β. «ὡς στήριγμα πιστῶν δεδομένη, Παρθένε», Μηναί.
γ. «στηρίγματ' οἴκου, Τραγ. Αδέσπ.)
νεοελλ.
1. στρ. μικρό τμήμα ειδικά διατεθειμένο για την υπεράσπιση μιας μονάδας πυροβολικού που εκτελεί βολή εναντίον του εχθρού
2. μτφ. α) ηθική προστασία, βοήθεια
β) βάση, αρχή
3. (μυκητ.) καθεμιά από τις τέσσερεις, συνήθως, προεκβολές στην κορυφή ενός βασιδίου οι οποίες φέρουν στην κορυφή από ένα βασιδιοσπόριο
4. φρ. «στήριγμα διανύσματος»
μαθ. η απεριόριστη ευθεία πάνω στην οποία φέρεται ένα διάνυσμα
αρχ.
1. παρακερκίς
2. η στείρα του πλοίου
3. ουρανός, στερέωμα
4. (με περιληπτ. σημ.) ομάδα φρουρών, φυλάκων ή υπηρετών που διατελούν σε υπηρεσία άρχοντα ή δημόσιου ιδρύματος («τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδάν», ΠΔ.)
5. στον πληθ. τὰ στηρίγματα
χειρουργικά υποστηρίγματα.

Greek Monotonic

στήριγμα: τό,
1. υποστήριγμα, έρεισμα, βάση, έδρα, σε Ευρ.
2. = στῆριγξ 2, σε Πλούτ.

Middle Liddell

στήριγμα, ατος, τό,
1. a support, Eur.
2. = στῆριγξ 2, Plut.