ἐνεός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 45: Line 45:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':™nneÒj 恩-尼哦士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':在內-點頭<br />'''字義溯源''':啞口的,說不出話來,無言的,無聲的;源自([[ἐννεύω]])=點點頭);由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[νεύω]])*=點頭)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 說不出話來(1) 徒9:7
|sngr='''原文音譯''':™nneÒj 恩-尼哦士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':在內-點頭<br />'''字義溯源''':啞口的,說不出話來,無言的,無聲的;源自([[ἐννεύω]])=點點頭);由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[νεύω]])*=點頭)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 說不出話來(1) 徒9:7
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[ἐννεός]] (=[[ἄλαλος]]). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του.
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεός Medium diacritics: ἐνεός Low diacritics: ενεός Capitals: ΕΝΕΟΣ
Transliteration A: eneós Transliteration B: eneos Transliteration C: eneos Beta Code: e)neo/s

English (LSJ)

(in codd. sometimes ἐννεός Act.Ap.9.7, etc.), ά, όν, A dumb, speechless, freq. joined with κωφός, as Pl.Tht.206d, Arist.HA536b4, Pr. 961b14, Sens.437a16; without κωφός, ἐνεοῖς ἀνθρώποις ὁμοίους Epicur. Fr.356, cf. LXXIs.56.10, Plu.Num.8, D.C.62.16: acc. to Hsch., ὃς οὔτε ἀκούει οὔτε λαλεῖ deaf and dumb, as in X.An.4.5.33. Adv. -εῶς dub.l. in Orac. ap. Polyaen.6.53. 2 senseless, stupid, ἀπείρους καὶ ἐ. Pl.Alc.2.140d. 3 of things, useless, Hp.Off.8; ἐς τὸ ἐ. κεῖσθαι ibid. 4 dumbfounded, astonished, εἱστήκεισαν ἐ. Act.Ap.l.c.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
• Alolema(s): ἐννεός Hsch.H.Hom.20.21.6
I de pers. o anim.
1 que no puede hablar, mudo εἰ φωνὴν μὴ εἴχομεν μηδὲ γλῶτταν ... ὥσπερ οἱ ἐνεοί Pl.Cra.422e, οἱ δὲ ἐνεοὶ λαλοῦσι διὰ τῶν ῥινῶν Arist.Pr.899a5, ἐνεὸν δέ τις ἑαυτὸν ποιήσας δόξει φρόνιμος εἶναι LXX Pr.17.28, cf. Plu.Num.8, D.C.62.16.5, frec. unido a κωφός Pl.Tht.206d, Arist.HA 536b4, Pr.961b14, Sens.437a16
de perros mudo, que no puede ladrar πάντες κύνες ἐνεοί, οὐ δυνήσονται ὑλακτεῖν LXX Is.56.10, cf. PMich.723.8 (IV d.C.)
Ἐνεά la Muda tít. de una comedia de Antífanes, Phot.ε 887, y prob. tb. de Apolodoro, Caristio, Poll.10.152 (cód.).
2 sordomudo τοῖς παισὶν ἐδείκνυσαν ὥσπερ ἐνεοῖς ὅ τι δέοι ποιεῖν X.An.4.5.34, cf. Hsch.
II fig.
1 de cosas inútil, inservible del nudo de un vendaje τὸ δὲ ἅμμα μήτε ἐν τρίβῳ ... μήτε ἐκεῖσε ὅπου ἐνεόν Hp.Off.8, ἐς τὸ ἐνεὸν κείσεσθαι Hp.Off.8.
2 de pers. estúpido ἄκακοι καὶ ἄπειροι καὶ ἐνεοί Pl.Alc.2.140c
como accidente temporal mudo de estupor, estupefacto, atónito οἱ δὲ ἄνδρες ... εἱστήκεισαν ἐνεοί Act.Ap.9.7, ὑμεῖς δὲ ἐνεοῖς προσεοικότες Hld.4.19.2, ἀκούσαντες ἐταράχθησαν καὶ ἐγένοντο ἐννεοί, λαλῆσαι μὴ δυνάμενοι Hsch.H.l.c.
3 voluntariamente mudo, callado ἐνεὸς κάτασχε quédate mudo, e.d., contente Ach.Tat.5.19.3, ὁ δὲ Ναυσικλῆς ἐνεὸς ἐγεγόνει Hld.5.11.2.

German (Pape)

[Seite 838] (vgl. ἄνεως), auch ἐννεός geschr, sprachlos, stumm; neben κωφός Plat. Theaet. 206 d, wie Arist. sens. 1 probl. 33, 1; vgl. H. A. 4, 9 ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐννεοὶ γίνονται, also taubstumm, wie Xen. An. 4, 5, 33. – Auch = dumm, εὐήθεις – ἄκακοι καὶ ἄπειροι καὶ ἐνεοί Plat. Alc. II, 140 d; B. A. 251 ἐνεὸς ὁ διὰ μωρίαν λήθαργος καὶ ἀμνήμων. – Adv., Orac. Polyaen. 6, 53.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
muet de naissance.
Étymologie: DELG aucune étym.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεός: v.l. ἐννεός 3
1) немой Xen., Plat., Arst., Plut.;
2) тупоумный (ἄπειρος καὶ ἐ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεός: -ά, -όν, (γράφεται καὶ διὰ δύο ν, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς), ἄλαλος, «ὃς οὔτε ἀκούει οὔτε λαλεῖ» (Ἡσύχ.), παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνδυάζεται μετὰ τοῦ κωφός, ὁ μὴ ἐνεὸς ἢ κωφὸς ἀπ’ ἀρχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ὅσοι δὲ κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται· φωνὴν μὲν οὖν ἀφιᾶσι, διάλεκτον δ’ οὐδεμίαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16, Προβλ. 33. 1, π. Αἰσθ. 1. 12· τοῖς δὲ παισὶν ἐδείκνυσαν, ὥσπερ ἐνεοῖς, ὅ,τι δέοι ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 33. 2) ὡς τὸ νήπιος, εὐήθης, Πλάτ. Ἀλκ. Δεύτερος 140D· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 782 ὁ Ἕρμ. ἀποδέχεται τὴν εἰκασίαν τοῦ Μeineke ἐνεὸς ὢν ἐνεὰ φρονεῖ, ἀντὶ τοῦ: νέος ἐὼν νέα φρονεῖ τῶν κωδίκ., ὅπερ ὁ Turneb. διώρθωσεν: ὢν νέος νέα φρονεῖ: - Ἐπίρρ. ἐνεῶς, «εὐήθως, μωρῶς» (Κοραῆς), Χρησμ. παρὰ Πολυαίνῳ 6. 53. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἄχρηστος, Ἱππ. 743C· πρβλ. ἄνεω, ἄναυδος.

English (Thayer)

(ἐννεός) more correctly ἐνεός (L T Tr WH (cf. the preceding word)), ἐννεου, ὁ (it seems to be identical with ἀνεως equivalent to unused ἀναυος, ἀναος, from ἄω, αὔω to cry out, hence, without sound, mute), dumb, mute, destitute of the power of speech (Plato, Aristotle): ἐνεόν μή δυνάμενον λαλῆσαι, of an idol, unable to speak for terror, struck dumb, astounded: so εἱστήκεισαν ἐνεοί, stood speechless (Vulg. stabant stupefacti), Hesychius ἐμβροντηθεντες. ἐνεοί γενόμενοι. Cf. Alberti, Glossary in N. T., p. 69. In the same sense ἀπηνεώθη, Theod., from ἀπενεόω.

Greek Monolingual

-ά, -όν (Α ἐνεός και ἐννεός, -ά, -όν)
κατάπληκτος, εμβρόντητος («εἱστήκεισαν ἐνεοί», ΚΔ)
μσν.
σιωπηλός, άφωνος
αρχ.
1. άλαλος» μουγκός («ό μὴ ἐνεός ἤ κωφὸς ἀπ' ἀρχῆς», Πλάτ.)
2. βλάκας, ηλίθιος
3. (για πράγμ.) άχρηστος, μάταιος.

Greek Monotonic

ἐνεός: ή ἐννεός, -ά, -όν, άλαλος, βουβός, κωφάλαλος, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: speechless, dumb, stupid (Ion.-Att.);
Other forms: Also ἐννεός.
Compounds: as 1. member e. g. in ἐνεο-στασίη speechlessness (A. R. 3, 76);
Derivatives: ἐνεότης dumbness (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Recalls κενεός, but without etymology. Acc. to Brugmann Festschrift Vilh. Thomsen 1ff. to εὖνις etc.; rightly rejected by Kretschmer Glotta 6, 305. Fur. 392 recalls νενός εὐήθης H. and further νενίηλος (also ἐνίηλος), but does it prove Gre-Greek origin?

Middle Liddell

dumb, deaf and dumb, Xen.

Frisk Etymology German

ἐνεός: {eneós}
Meaning: sprachlos, stumm, taubstumm (ion. att.);
Composita: als Vorderglied z. B. in ἐνεοστασίη sprachloser Zustand (A. R. 3, 76);
Derivative: Ableitung ἐνεότης Stummheit (Arist.).
Etymology: Der Form nach an κενεός erinnernd, aber ohne Etymologie. Nach Brugmann Festschrift Vilh. Thomsen 1ff. zu εὖνις usw.; dagegen mit Recht Kretschmer Glotta 6, 305.
Page 1,514

Chinese

原文音譯:™nneÒj 恩-尼哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-點頭
字義溯源:啞口的,說不出話來,無言的,無聲的;源自(ἐννεύω)=點點頭);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(νεύω)*=點頭)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 說不出話來(1) 徒9:7

Mantoulidis Etymological

ἐννεός (=ἄλαλος). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.