κοπή: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incision;<br /><b>2</b> choc;<br /><b>3</b> action de piler dans un mortier;<br /><b>4</b> meurtre, carnage.<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[incision]];<br /><b>2</b> [[choc]];<br /><b>3</b> [[action de piler dans un mortier]];<br /><b>4</b> meurtre, carnage.<br />'''Étymologie:''' [[κόπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:55, 28 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A cutting, χόρτος εἰς κοπὴν καὶ ἐπινομήν POxy.499.15 (ii A. D.). 2 cutting in pieces, slaughter, LXX Jo.10.20, Ep.Hebr.7.1. 3 κ. τριχός, tax levied on γερδιοραβδισταί, PAmh.2.119.4 (200 A. D.), cf. PFay.58.7 (ii A. D.). 4 breaking up, (νεφῶν) Arist.Mu. 394a34. 5 pounding in a mortar, Alex.Aphr.Pr.1.67. 6 dressing of stone, CPHerm.127 (iii A. D.). 7 striking, minting, νομίσματος Inscr.Délos 461 Aa76 (ii B. C.). 8 divorce, Aq.De.24.3 (1). II = κόπος 11, φλοίσβου μετὰ κοπήν S.Fr.479 codd. Eust. (sed leg. κόπον).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 incision;
2 choc;
3 action de piler dans un mortier;
4 meurtre, carnage.
Étymologie: κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπή -ῆς, ἡ [κόπτω] slachting, vernietiging.
Russian (Dvoretsky)
κοπή: ἡ
1 удар, столкновение (τῶν νεφῶν Arst.);
2 поражение, разгром (τῶν βασιλέων NT).
English (Strong)
from κόπτω; cutting, i.e. carnage: slaughter.
English (Thayer)
κοπῆς, ἡ (κόπτω);
1. properly, several times in Greek writings the act of cutting, a cut.
2. in Biblical Greek a cutting in pieces, slaughter: Judith 15:7.
Greek Monolingual
η (ΑM κοπή) κόπτω
τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων»)
νεοελλ.
1. ποίμνιο, κοπάδι
2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό
μσν.
1. σχήμα, κατατομή
2. περικοπή, μείωση
μσν.-αρχ.
σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα ἕως εἰς τέλος», ΠΔ)
αρχ.
1. κόψιμο μεταλλ. νομισμάτων, νομισματοκοπία
2. σύντριψη, κοπάνισμα σε γουδί
3. μόχθος, κόπος, ταλαιπωρία
4. χτύπημα, κρούση, σύγκρουση
5. διακοπή σχέσεων, διαζύγιο
6. λαβή ξίφους.
Greek Monotonic
κοπή: ἡ (κόπτω), κομμάτιασμα, σφαγή, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κοπή: ἡ, κτύπος, κτύπημα, σύγκρουσις, τῶν νεφῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 7. 2) σύντριψις, κοπάνισμα ἐντὸς ἰγδίου, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 67. 3) τομή, κατατομή, φόνος, σφαγή, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 1. ΙΙ. = κόπος ΙΙ, φλοίσβου μετὰ κοπὴν Σοφ. Ἀποσπ. 380.
Middle Liddell
κοπή, ἡ, κόπτω
a cutting in pieces, slaughter, NTest.
Chinese
原文音譯:kop» 可胚
詞類次數:名詞(1)
原文字根:打擊 相當於: (נָכָה)
字義溯源:殺戳,切割,屠殺,殺,殺敗;源自(κόπτω)*=砍)。比較: (σφαγή)=屠宰
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 殺敗(1) 來7:1
German (Pape)
ἡ, das Hauen, Stoßen, der Stoß, Hieb, Arist. mund. 4 und einzeln bei Sp. – Auch = ein abschüssiger Ort, Strab. X.452, f.l. für σκοπή. – Auch = das Gemetzel, NT.