πωλεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δαμάζω]], μερώνω πουλαράκι). Ἀπό τό [[πῶλος]] (=πουλάρι) πού [[ἴσως]] νά [[ἔχει]] σχέση μέ τή λέξη [[παῖς]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[πωλεία]], [[πώλευμα]], [[πώλευσις]], [[πωλευτής]], [[πωλευτικός]], [[πωλικός]], [[πωλίον]] (ὑποκορ.), πωλοδαμνῶ.
|mantxt=(=[[δαμάζω]], μερώνω πουλαράκι). Ἀπό τό [[πῶλος]] (=[[πουλάρι]]) πού [[ἴσως]] νά [[ἔχει]] σχέση μέ τή λέξη [[παῖς]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[πωλεία]], [[πώλευμα]], [[πώλευσις]], [[πωλευτής]], [[πωλευτικός]], [[πωλικός]], [[πωλίον]] (ὑποκορ.), πωλοδαμνῶ.
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλεύω Medium diacritics: πωλεύω Low diacritics: πωλεύω Capitals: ΠΩΛΕΥΩ
Transliteration A: pōleúō Transliteration B: pōleuō Transliteration C: poleyo Beta Code: pwleu/w

English (LSJ)

break in a young horse, X.Eq.2.1, Poll.1.182, Him.Ecl.13.36:—Pass., ib.21.4: generally, to be trained, of elephants, ὀσμῇ πωλευθησόμενοι Ael.NA13.8; ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι ib.16.36.

German (Pape)

[Seite 827] ein junges Pferd bändigen, zureiten, Xen. Hipp. 2, 1; übh. ein junges Thier abrichten, z. B. Elephanten, ὀσμῇ, Ael. H. A. 13, 8. 16, 36.

French (Bailly abrégé)

dresser de jeunes chevaux, ou en gén. de jeunes animaux.
Étymologie: πῶλος.

Russian (Dvoretsky)

πωλεύω: объезжать молодых лошадей Xen.

Greek (Liddell-Scott)

πωλεύω: (πῶλος) πωλοδαμνέω, δαμάζω, ἐκπαιδεύω, ἡμερώνω, γυμνάζω νέον ἵππον, ὅπως γε μὴν δεῖ πωλεύειν δοκεῖ ἡμῖν μὴ γραπτέον εἶναι κτλ. Ξεν. Ἱππ. 2, 1, Πολυδ. Α´, 182· ἐπὶ ἐλεφάντων, ὀσμῇ πωλευθησόμενοι Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι αὐτόθι 16. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεύειν· παιδεύειν πώλους».

Greek Monolingual

Α πῶλος
1. δαμάζω, εκγυμνάζω πουλάρι («πωλεύειν
παιδεύειν πώλους», Ησύχ.)
2. (γενικά) εκγυμνάζω νεαρό ζώο σε κάτι («ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι», Αιλ.).

Greek Monotonic

πωλεύω: μέλ. -σω (πῶλος), δαμάζω, ημερώνω, εκπαιδεύω, γυμνάζω νεαρό άλογο, σε Ξεν.

Middle Liddell

πωλεύω, fut. -σω πῶλος
to break in a young horse, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=δαμάζω, μερώνω πουλαράκι). Ἀπό τό πῶλος (=πουλάρι) πού ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τή λέξη παῖς.
Παράγωγα: πωλεία, πώλευμα, πώλευσις, πωλευτής, πωλευτικός, πωλικός, πωλίον (ὑποκορ.), πωλοδαμνῶ.