σωφρονικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(13_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sofronikos | |Transliteration C=sofronikos | ||
|Beta Code=swfroniko/s | |Beta Code=swfroniko/s | ||
|Definition= | |Definition=σωφρονική, σωφρονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[naturally temperate]], [[self-controlled]], of persons, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.9, Arist.''Rh.''1390a14, ''EN''1144b5, etc.; <b class="b3">οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι</b> (ironically) ''Stoic.''1.100; σ. τὴν ἀναβολήν Luc.''Tim.''54. Adv. [[σωφρονικῶς]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''545, Sor.1.33: Comp. σωφρονικώτερον Ath.10.426c.<br><span class="bld">2</span> of things, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 307a; σεμνότης Plb. 22.20.2, etc.; σωφρονικωτέρα τροφή Muson.''Fr.''18Bp.104 H.; <b class="b3">τὸ σ.</b> [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.10.5, cf. Metrod.''Herc.''831.15; τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.''Mus.'' p.50 K. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1062.png Seite 1062]] ή, όν, von Natur besonnen, mäßig, enthaltsam, der gewöhnlich besonnen, mäßig, enthaltsam ist; Plat. Polit. 307 a; Xen. Mem. 1, 3, 9; Arist. eth. Nic. 6, 13 u. Sp., wie Pol. 23, 18, 2; adv., Ar. Equ. 543. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1062.png Seite 1062]] ή, όν, von Natur besonnen, mäßig, enthaltsam, der gewöhnlich besonnen, mäßig, enthaltsam ist; Plat. Polit. 307 a; Xen. Mem. 1, 3, 9; Arist. eth. Nic. 6, 13 u. Sp., wie Pol. 23, 18, 2; adv., Ar. Equ. 543. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[porté à la modération]].<br />'''Étymologie:''' [[σώφρων]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σωφρονικός -ή -όν [σώφρων] geneigd tot matiging, beheerst, ingetogen:; σ. ἄνθρωποι ingetogen mensen Xen. Mem. 1.3.9; σ. τὴν ἀναβολὴν bescheiden van kleding Luc. 25. 54; subst.. τὸ σωφρονικόν de gematigdheid Xen. Mem. 3.10.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωφρονικός:''' [[благоразумный]], [[умеренный]], [[сдержанный]], [[уравновешенный]], [[скромный]] Xen., Arst., Polyb.; σ. τὴν ἀναβολήν Luc. скромно одетый. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> ο εκ φύσεως [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει [[σωφροσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωφρονικόν</i><br />η [[σωφροσύνη]], η [[φρονιμάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωφρονικῶς</i> Α<br />με [[σωφροσύνη]], με [[φρονιμάδα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σωφρονικός:''' -ή, -όν ([[σώφρων]]), αυτός που είναι [[σώφρων]] από τη [[φύση]] του, [[μετριοπαθής]], [[φρόνιμος]], [[νηφάλιος]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σωφρονικός''': -ή, -όν, ὁ φύσει [[σώφρων]], [[μέτριος]], [[νηφάλιος]], ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· [[σεμνότης]], [[ἔθος]] Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σωφρονικός]], ή, όν [[σώφρων]]<br />[[naturally]] [[temperate]], [[moderate]], [[sober]], Xen., etc.:—adv. -κῶς, Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
σωφρονική, σωφρονικόν,
A naturally temperate, self-controlled, of persons, X.Mem.1.3.9, Arist.Rh.1390a14, EN1144b5, etc.; οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι (ironically) Stoic.1.100; σ. τὴν ἀναβολήν Luc.Tim.54. Adv. σωφρονικῶς Ar.Eq.545, Sor.1.33: Comp. σωφρονικώτερον Ath.10.426c.
2 of things, Pl.Plt. 307a; σεμνότης Plb. 22.20.2, etc.; σωφρονικωτέρα τροφή Muson.Fr.18Bp.104 H.; τὸ σ. X.Mem.3.10.5, cf. Metrod.Herc.831.15; τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.Mus. p.50 K.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, von Natur besonnen, mäßig, enthaltsam, der gewöhnlich besonnen, mäßig, enthaltsam ist; Plat. Polit. 307 a; Xen. Mem. 1, 3, 9; Arist. eth. Nic. 6, 13 u. Sp., wie Pol. 23, 18, 2; adv., Ar. Equ. 543.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à la modération.
Étymologie: σώφρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρονικός -ή -όν [σώφρων] geneigd tot matiging, beheerst, ingetogen:; σ. ἄνθρωποι ingetogen mensen Xen. Mem. 1.3.9; σ. τὴν ἀναβολὴν bescheiden van kleding Luc. 25. 54; subst.. τὸ σωφρονικόν de gematigdheid Xen. Mem. 3.10.5.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονικός: благоразумный, умеренный, сдержанный, уравновешенный, скромный Xen., Arst., Polyb.; σ. τὴν ἀναβολήν Luc. скромно одетый.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σώφρων, -ονος]
1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός
2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν
η σωφροσύνη, η φρονιμάδα.
επίρρ...
σωφρονικῶς Α
με σωφροσύνη, με φρονιμάδα.
Greek Monotonic
σωφρονικός: -ή, -όν (σώφρων), αυτός που είναι σώφρων από τη φύση του, μετριοπαθής, φρόνιμος, νηφάλιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονικός: -ή, -όν, ὁ φύσει σώφρων, μέτριος, νηφάλιος, ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· σεμνότης, ἔθος Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.
Middle Liddell
σωφρονικός, ή, όν σώφρων
naturally temperate, moderate, sober, Xen., etc.:—adv. -κῶς, Ar.