ποιμενικός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poimenikos
|Transliteration C=poimenikos
|Beta Code=poimeniko/s
|Beta Code=poimeniko/s
|Definition=ή, όν, (ποιμήν) of or for a [[shepherd]], θῶκος <span class="bibl">Theoc.1.23</span>; πίλημα <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>125</span>; ἀγγεῖον Nic. ap. <span class="bibl">Ath.11.475d</span>, etc.: <b class="b3">-κή</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>345d</span>.
|Definition=ποιμενική, ποιμενικόν, ([[ποιμήν]]) of or for a [[shepherd]], θῶκος Theoc.1.23; πίλημα Call.''Fr.''125; ἀγγεῖον Nic. ap. Ath.11.475d, etc.: ἡ [[ποιμενική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 345d.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποιμενικός --όν [ποιμήν] herders-:. ποιμενικός θῶκος herderszetel Theocr. Id. 1.23; ἡ ποιμενική ( ''[[sc.]]'' τέχνη ) vak van herder Plat. Resp. 345d.
|elnltext=ποιμενικός -ή -όν [ποιμήν] herders-:. ποιμενικός θῶκος herderszetel Theocr. Id. 1.23; ἡ ποιμενική ( ''[[sc.]]'' τέχνη ) vak van herder Plat. Resp. 345d.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμενικός Medium diacritics: ποιμενικός Low diacritics: ποιμενικός Capitals: ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ
Transliteration A: poimenikós Transliteration B: poimenikos Transliteration C: poimenikos Beta Code: poimeniko/s

English (LSJ)

ποιμενική, ποιμενικόν, (ποιμήν) of or for a shepherd, θῶκος Theoc.1.23; πίλημα Call.Fr.125; ἀγγεῖον Nic. ap. Ath.11.475d, etc.: ἡ ποιμενική (sc. τέχνη) Pl.R. 345d.

German (Pape)

[Seite 651] hirtlich, zum Hirten od. Hirtenleben gehörig; ἡ ποιμενική, die Hirtenkunst, Plat. Rep. I, 345 d; ein Hirtenleben führend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de berger, pastoral ; ἡ ποιμενική (τέχνη) PLAT l'art de faire paître les troupeaux.
Étymologie: ποιμήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιμενικός -ή -όν [ποιμήν] herders-:. ποιμενικός θῶκος herderszetel Theocr. Id. 1.23; ἡ ποιμενική ( sc. τέχνη ) vak van herder Plat. Resp. 345d.

Russian (Dvoretsky)

ποιμενικός: пастушеский (θῶκος Theocr.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποιμενικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποιμήν, -μένος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό
α) η βουκολική ποίηση
β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση της μουσικής τών ποιμένων
2. φρ. α) «ποιμενική ποίηση» — ποιητικό είδος που αντλεί τα θέματά του από τη ζωή και τον συναισθηματικό βίο τών βουκόλων, με κορυφαίο εκπρόσωπὀ του τον Σικελό ποιητή Θεόκριτο και το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ως αντίδραση τόσο εναντίον της αστικής ζωής τών μεγάλων πόλεων όσο και εναντίον της καταπιεσμένης ζωής του ατόμου αλλά και ως μία προσπάθεια δημιουργίας κάποιων διεξόδων με την προβολή ως ιδανικού την επιστροφή στην αγαθότητα και πληρότητα της μητέρας φύσης, αλλ. η βουκολική ποίηση
β) «ποιμενική ράβδος» — η γκλίτσα
γ) «ποιμενικός κύων» — οικοδίαιτος σκύλος ρωμαλέας κατασκευής, δασύτριχος και μαχητικός, με μεγάλο κεφάλι, μακριά ουρά και ανυψωμένα αφτιά, κατάλληλος για τη φύλαξη τών ποιμνίων, τσοπανόσκυλο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμενική
η τέχνη του ποιμένα, του βουκόλου.
επίρρ...
ποιμενικώς / ποιμενικῶς ΝΜ
όπως οι ποιμένες.

Greek Monotonic

ποιμενικός: -ή, -όν (ποιμήν), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ποιμένα, σε Θεόκρ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμενικός: -ή, -όν, (ποιμήν) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ποιμένα, θῶκος Θεόκρ. 1. 23˙ πίλημα Καλλ. Ἀποσπ. 125˙ ἀγγεῖον Ἀθήν. 475D˙ κτλ.˙ ― ἡ ποιμενικὴ (ἐξυπ. τέχνη) Πλάτ. Πολ. 345D. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 110.

Middle Liddell

ποιμενικός, ή, όν ποιμήν
of or for a shepherd, Theocr.: —ἡ -κή (sc. τέχνἠ, Plat.