ἔνιοι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enioi
|Transliteration C=enioi
|Beta Code=e)/nioi
|Beta Code=e)/nioi
|Definition=αι, α, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">some;</b> never in Ep., Lyr., or Att. Poets before Men., exc. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>867</span> (cf. however <b class="b3">ἐνίοτε</b>); first used in Ion. Prose, as <span class="bibl">Hdt.1.120</span>, <span class="bibl">8.56</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Praec.</span>6</span>; πολλοὶ μὲν . . ἔνιοι δὲ . . <span class="bibl">Lys.25.19</span>; ἔνιοι μὲν . . ἔνιοι δὲ . . <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>151a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.2.38</span>; ἔνιοι μὲν . . οἱ δὲ . . <span class="bibl">Pl. <span class="title">Mx.</span>238e</span>; ἔνιοί τινες <span class="bibl">Isoc.15.258</span>: later in sg., οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>884b13</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vert.</span>1</span>; περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1026a5</span>: neut. pl. as Adv., συμμανῆναι ἔνια δεῖ <span class="bibl">Men.421</span>; ἔστι καὶ ταὐτόματον ἔνια χρήσιμον <span class="bibl">Id.486</span>.</span>
|Definition=αι, α,<br><span class="bld">A</span> [[some]]; never in Ep., Lyr., or Att. Poets before Men., exc. Ar.Pl.867 (cf. however [[ἐνίοτε]]); first used in Ion. Prose, as [[Herodotus|Hdt.]]1.120, 8.56, Hp.Praec.6; πολλοὶ μὲν . . ἔνιοι δὲ . . Lys.25.19; ἔνιοι μὲν . . ἔνιοι δὲ . . Pl.Tht.151a, X.Mem.4.2.38; ἔνιοι μὲν . . οἱ δὲ . . Pl. Mx.238e; ἔνιοί τινες Isoc.15.258: later in sg., οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει Arist.Pr.884b13, cf. Thphr.Vert.1; περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Arist.Metaph.1026a5: neuter plural as adverb, συμμανῆναι ἔνια δεῖ Men.421; ἔστι καὶ ταὐτόματον ἔνια χρήσιμον Id.486.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] αι, α, einige; Ar. Plut. 867; Hippocr.; Her. 8, 56; Thuc. u. Folgde; ἔνιαί τινες αὐτῶν Plat. Polit. 302 a; [[ἔνιοι]] μὲν – [[ἔνιοι]] δέ Theaet. 151 a Crat. 431 c; [[ἔνιοι]] μὲν – οἱ δέ Menex. 238 e. Selten im sing., wie Arist. probl. 5, 36. Es scheint nicht unmittelbar von εἷς, ἕν abgeleitet, sondern aus ἔστιν οἵ, ἔνι οἵ entstanden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] αι, α, einige; Ar. Plut. 867; Hippocr.; Her. 8, 56; Thuc. u. Folgde; ἔνιαί τινες αὐτῶν Plat. Polit. 302 a; [[ἔνιοι]] μὲν – [[ἔνιοι]] δέ Theaet. 151 a Crat. 431 c; [[ἔνιοι]] μὲν – οἱ δέ Menex. 238 e. Selten im sing., wie Arist. probl. 5, 36. Es scheint nicht unmittelbar von εἷς, ἕν abgeleitet, sondern aus ἔστιν οἵ, ἔνι οἵ entstanden.
}}
{{bailly
|btext=αι, α;<br />quelques-uns ; [[ἔνιοι]] μὲν…, [[ἔνιοι]] [[δέ]] XÉN les uns…, les autres.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνι]] [[οἵ]], p. ἔστιν [[οἵ]] ; p.-ê. apparenté au <i>lat.</i> [[alius]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνιοι:''' (редко Arst. sing.) некоторые: ἔ. μὲν …, ἔ. (или οἱ) δέ … Xen., Plat. одни …; другие … ἔ. τινες Plat. некоторые люди; ἔ. τῶν πολιτειῶν Arst. некоторые государства.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνιοι''': -αι, -α, τινές, τινά, μερικοί, [[οὐδέποτε]] παρ’ Ἐπικ., Λυρ. ἢ Ἀττ. ποιηταῖς πρὸ τοῦ Μενάνδρου, εἰμὴ [[ἅπαξ]] ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 867 (ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. τὸ [[ἐνίοτε]])· παρὰ τοῖς πεζογράφοις πρῶτον ἀπαντᾷ ἡ [[λέξις]] παρ’ Ἡροδ. 1. 120., 2. 96., 8. 56 (διάφ. γραφ. ἐν 7. 187), καὶ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] παρὰ Πλάτ. καὶ Ξεν.: [[ἔνιοι]] μέν... [[ἔνιοι]] δέ..., Πλάτ. Θεαίτ. 151Α, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 38· [[ἔνιοι]] μέν... οἱ δέ... Πλάτ. Μενέξ. 238Ε: - Βραδύτερον, [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ ἑνικῷ, οὐ πᾶσα [[κίνησις]] θερμαίνει, ἐνία δὲ ψύχει Ἀριστ. Προβλ. 5. 36, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 1· περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 7, «σημειωτέον δ’ ὅτι καὶ ἐν τῷ κυνηγετικῷ τοῦ Ξενοφῶντος κεφ. 5, 18 ἀντὶ τοῦ διωκόμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι [[μάλιστα]] μὲν διὰ γῆς κεκινημένης, ἐὰν ἔχωσιν [[ἔνιοι]] [[ἐρύθημα]] καὶ διὰ καλάμης διὰ τὴν ἀνταναύγειαν ἐξέδωκεν ὁ Λ. Δινδόρφιος (Xenoph. Opusc. σ. 214) ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον [[ἐρύθημα]] Κ. Κόντου Φιλ. Ποικίλ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 57: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. = [[ἐνίοτε]], καὶ συμμανῆναι δ’ ἔνια δεῖ Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2, ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 6. (Ἡ πιθανωτέρα [[ἐτυμολογία]] τῆς λέξεως, ἣν οἱ πλεῖστοι παραδέχονται, [[εἶναι]] ἡ ἐκ τοῦ ἔνι οἳ = ἔστιν οἵ, ὡς τὸ [[ἐνίοτε]] ἐκ τοῦ ἕνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 10. 1: - ἀλλ’ ὁ Κούρτιος παραβάλλει αὐτὴν πρὸς τὸ Σανσκρ. anyas (alius), κτλ.· πρβλ. ἕνος).
|lstext='''ἔνιοι''': -αι, -α, τινές, τινά, μερικοί, [[οὐδέποτε]] παρ’ Ἐπικ., Λυρ. ἢ Ἀττ. ποιηταῖς πρὸ τοῦ Μενάνδρου, εἰμὴ [[ἅπαξ]] ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 867 (ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. τὸ [[ἐνίοτε]])· παρὰ τοῖς πεζογράφοις πρῶτον ἀπαντᾷ ἡ [[λέξις]] παρ’ Ἡροδ. 1. 120., 2. 96., 8. 56 (διάφ. γραφ. ἐν 7. 187), καὶ μετὰ [[ταῦτα]] παρὰ Πλάτ. καὶ Ξεν.: [[ἔνιοι]] μέν... [[ἔνιοι]] δέ..., Πλάτ. Θεαίτ. 151Α, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 38· [[ἔνιοι]] μέν... οἱ δέ... Πλάτ. Μενέξ. 238Ε: - Βραδύτερον, [[ἐνίοτε]] ἐν τῷ ἑνικῷ, οὐ πᾶσα [[κίνησις]] θερμαίνει, ἐνία δὲ ψύχει Ἀριστ. Προβλ. 5. 36, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 1· περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 7, «σημειωτέον δ’ ὅτι καὶ ἐν τῷ κυνηγετικῷ τοῦ Ξενοφῶντος κεφ. 5, 18 ἀντὶ τοῦ διωκόμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι [[μάλιστα]] μὲν διὰ γῆς κεκινημένης, ἐὰν ἔχωσιν [[ἔνιοι]] [[ἐρύθημα]] καὶ διὰ καλάμης διὰ τὴν ἀνταναύγειαν ἐξέδωκεν ὁ Λ. Δινδόρφιος (Xenoph. Opusc. σ. 214) ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον [[ἐρύθημα]] Κ. Κόντου Φιλ. Ποικίλ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 57: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. = [[ἐνίοτε]], καὶ συμμανῆναι δ’ ἔνια δεῖ Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2, ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 6. (Ἡ πιθανωτέρα [[ἐτυμολογία]] τῆς λέξεως, ἣν οἱ πλεῖστοι παραδέχονται, [[εἶναι]] ἡ ἐκ τοῦ ἔνι οἳ = ἔστιν οἵ, ὡς τὸ [[ἐνίοτε]] ἐκ τοῦ ἕνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 10. 1: - ἀλλ’ ὁ Κούρτιος παραβάλλει αὐτὴν πρὸς τὸ Σανσκρ. anyas (alius), κτλ.· πρβλ. ἕνος).
}}
{{bailly
|btext=αι, α;<br />quelques-uns ; [[ἔνιοι]] μὲν…, [[ἔνιοι]] [[δέ]] XÉN les uns…, les autres.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνι]] [[οἵ]], p. ἔστιν [[οἵ]] ; p.-ê. apparenté au <i>lat.</i> alius.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσν -α (Α [[ἔνιοι]], -αι, -α)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» <br />β) «[[ἔνιοι]] τῶν στρατηγῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον [[ἐρύθημα]]» — κάποια [[κοκκινίλα]] (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «οὐ πᾱσα [[κίνησις]] θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει» — δεν προκαλεί [[θερμότητα]] [[κάθε]] [[κίνηση]], [[αλλά]] κάποια [[κίνηση]] προκαλεί [[ψύχος]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔνια</i><br />[[ενίοτε]], [[καμιά]] [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., άγνωστη στους ποιητές [[πριν]] από τον Μένανδρο, που απαντά στον πληθυντικό αριθμό. Υπετέθη ότι προήλθε από τη [[συνεκφορά]] <i>ἔνι οἵ</i>, όπως και το [[ἐνίοτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔνι ὅτε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εἴσιν οἵ</i>, <i>ἔστίν ὅτε</i>). Η [[υπόθεση]] αυτή δεν έχει ισχυρή [[βάση]], [[διότι]] το <i>ενι</i> ως [[παράλληλος]] τ. του <i>εστί</i> μαρτυρείται μόνον στον 5ο-6ο αιώνα, [[μολονότι]] το <i>ενι</i> στη [[θέση]] του <i>ἔνεστι</i> χρησιμοποιούνταν ήδη στους Αττικούς. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[ἔνιοι]] εμφανίζει θ. <i>ἕν</i>- που απαντά στο <i>εἷς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> γερμ. <i>einige</i> «μερικοί» <span style="color: red;"><</span> <i>ein</i> «[[ένας]], ενώ η [[ψίλωση]] θεωρήθηκε ιωνικής προελεύσεως].
|mltxt=-εσν -α (Α [[ἔνιοι]], -αι, -α)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» <br />β) «[[ἔνιοι]] τῶν στρατηγῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον [[ἐρύθημα]]» — κάποια [[κοκκινίλα]] (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «οὐ πᾶσα [[κίνησις]] θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει» — δεν προκαλεί [[θερμότητα]] [[κάθε]] [[κίνηση]], [[αλλά]] κάποια [[κίνηση]] προκαλεί [[ψύχος]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔνια</i><br />[[ενίοτε]], [[καμιά]] [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., άγνωστη στους ποιητές [[πριν]] από τον Μένανδρο, που απαντά στον πληθυντικό αριθμό. Υπετέθη ότι προήλθε από τη [[συνεκφορά]] <i>ἔνι οἵ</i>, όπως και το [[ἐνίοτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔνι ὅτε</i> ([[πρβλ]]. <i>εἴσιν οἵ</i>, <i>ἔστίν ὅτε</i>). Η [[υπόθεση]] αυτή δεν έχει ισχυρή [[βάση]], [[διότι]] το <i>ενι</i> ως [[παράλληλος]] τ. του <i>εστί</i> μαρτυρείται μόνον στον 5ο-6ο αιώνα, [[μολονότι]] το <i>ενι</i> στη [[θέση]] του <i>ἔνεστι</i> χρησιμοποιούνταν ήδη στους Αττικούς. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[ἔνιοι]] εμφανίζει θ. <i>ἕν</i>- που απαντά στο <i>εἷς</i> ([[πρβλ]]. γερμ. <i>einige</i> «μερικοί» <span style="color: red;"><</span> <i>ein</i> «[[ένας]], ενώ η [[ψίλωση]] θεωρήθηκε ιωνικής προελεύσεως].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνιοι:''' -αι, -α, μερικοί, Λατ. [[aliqui]] = <i>ἔστιν οἵ</i>, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἔνιοι:''' -αι, -α, μερικοί, Λατ. [[aliqui]] = <i>ἔστιν οἵ</i>, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[some]], [[a few]],<br />Derivatives: [[ἐνίοτε]] [[sometimes]], [[ἐνιαχῆ]], <b class="b3">-οῦ</b> [[in some places]], [[sometimes]], orig. Ion. words (only in prose), that were taken up in Attic; late Dorianising reshaping [[ἐνίοκα]] (Archyt.), also [[ἐνιάκις]] [[sometimes]] (Sor.; after [[πολλάκις]] a. o.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [319] <b class="b2">*h₁eno-</b> [[that]]<br />Etymology: Uncertain. The explanation by Ebel KZ 5, 70f. (taken over by Schwyzer 614 n. 4) from <b class="b3">ἔνι οἵ</b>, <b class="b3">ἔνι ὅτε</b> = <b class="b3">ἔστιν οἵ</b>, [[ἔσθ]]' [[ὅτε]] must be given up, as [[ἔνι]] as [[is]], [[are]] is certain only since V-VIp ([[s]]. [[ἔν]]). Best seems the idea of Benfey, futher argumented by Wackernagel Hellenistica 6 n. 1 (= Kl. Schr. 2, 1037 n. 1) as [[ἕν]] [[one]] (like [[einige]] to [[eins]]); the psilosis would be Ion. For the ending cf. [[μύριοι]], [[χίλιοι]]; [[ἐνίοτε]], [[ἐνιαχῆ]], <b class="b3">-οῦ</b> like [[ὅτε]], [[πότε]], [[πολλαχῆ]], <b class="b3">-οῦ</b> etc. - Improbable Brugmann IF 28, 355ff. (to the demonstr. <b class="b3">*ἐνος</b> in [[ἔνη]] [[the third day]], [[ἐκεῖνος]] etc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[some]], Lat. [[aliqui]], = ἔστιν οἵ, Hdt., Xen., etc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἔνιοι''': {énioi}<br />'''Meaning''': [[einige]],<br />'''Derivative''': [[ἐνίοτε]] [[einigemal]], [[zuweilen]], [[ἐνιαχῆ]], -οῦ [[an einigen Orten]], [[bisweilen]], urspr. ion. Wörter (nur Prosa), die ins Attische aufgenommen wurden; dazu als späte dorisierende Nachbildung [[ἐνίοκα]] (Archyt.), außerdem [[ἐνιάκις]] [[bisweilen]] (Sor.; nach [[πολλάκις]] u. a.).<br />'''Etymology''': Nicht sicher erklärt. Die von Ebel KZ 5, 70f. stammende und noch von Schwyzer 614 A. 4 mit gewissem Vorbehalt empfohlene Herleitung aus [[ἔνι]] οἵ, [[ἔνι]] [[ὅτε]] = ἔστιν οἵ, ἔσθ’ [[ὅτε]] ist aufzugeben, da [[ἔνι]] im Sinn von [[ist]], [[sind]] erst seit V-VI<sup>p</sup> sicher steht (''s''. ἔν). Am meisten für sich hat die auf Benfey zurückgehende und von Wackernagel Hellenistica 6 A. 1 (= Kl. Schr. 2, 1037 A. 1) näher begründete Anknüpfung an ἕν [[eins]] (wie ''einige'' zu ''eins''); die Psilose stimmt zum ion. Ursprung. Zum Ausgang vgl. [[μύριοι]], [[χίλιοι]]; [[ἐνίοτε]], [[ἐνιαχῆ]], -οῦ wie [[ὅτε]], [[πότε]], [[πολλαχῆ]], -οῦ usw. — Unwahrscheinlich Brugmann IF 28, 355ff.: zu dem in [[ἔνη]] [[der dritte Tag]], [[ἐκεῖνος]] usw. enthaltenen Demonstrativ *[[ἔνος]].<br />'''Page''' 1,518-519
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[some]], [[a few]], [[some people]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=αι, α (=[[μερικοί]]). Σύνθετο ἀπό τό ἔνι (ἔνεστι) + οἵ = ἔστιν + οἵ.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνιοι Medium diacritics: ἔνιοι Low diacritics: ένιοι Capitals: ΕΝΙΟΙ
Transliteration A: énioi Transliteration B: enioi Transliteration C: enioi Beta Code: e)/nioi

English (LSJ)

αι, α,
A some; never in Ep., Lyr., or Att. Poets before Men., exc. Ar.Pl.867 (cf. however ἐνίοτε); first used in Ion. Prose, as Hdt.1.120, 8.56, Hp.Praec.6; πολλοὶ μὲν . . ἔνιοι δὲ . . Lys.25.19; ἔνιοι μὲν . . ἔνιοι δὲ . . Pl.Tht.151a, X.Mem.4.2.38; ἔνιοι μὲν . . οἱ δὲ . . Pl. Mx.238e; ἔνιοί τινες Isoc.15.258: later in sg., οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει Arist.Pr.884b13, cf. Thphr.Vert.1; περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Arist.Metaph.1026a5: neuter plural as adverb, συμμανῆναι ἔνια δεῖ Men.421; ἔστι καὶ ταὐτόματον ἔνια χρήσιμον Id.486.

German (Pape)

[Seite 844] αι, α, einige; Ar. Plut. 867; Hippocr.; Her. 8, 56; Thuc. u. Folgde; ἔνιαί τινες αὐτῶν Plat. Polit. 302 a; ἔνιοι μὲν – ἔνιοι δέ Theaet. 151 a Crat. 431 c; ἔνιοι μὲν – οἱ δέ Menex. 238 e. Selten im sing., wie Arist. probl. 5, 36. Es scheint nicht unmittelbar von εἷς, ἕν abgeleitet, sondern aus ἔστιν οἵ, ἔνι οἵ entstanden.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
quelques-uns ; ἔνιοι μὲν…, ἔνιοι δέ XÉN les uns…, les autres.
Étymologie: ἔνι οἵ, p. ἔστιν οἵ ; p.-ê. apparenté au lat. alius.

Russian (Dvoretsky)

ἔνιοι: (редко Arst. sing.) некоторые: ἔ. μὲν …, ἔ. (или οἱ) δέ … Xen., Plat. одни …; другие … ἔ. τινες Plat. некоторые люди; ἔ. τῶν πολιτειῶν Arst. некоторые государства.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνιοι: -αι, -α, τινές, τινά, μερικοί, οὐδέποτε παρ’ Ἐπικ., Λυρ. ἢ Ἀττ. ποιηταῖς πρὸ τοῦ Μενάνδρου, εἰμὴ ἅπαξ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 867 (ἀλλ’ ὅμως πρβλ. τὸ ἐνίοτε)· παρὰ τοῖς πεζογράφοις πρῶτον ἀπαντᾷ ἡ λέξις παρ’ Ἡροδ. 1. 120., 2. 96., 8. 56 (διάφ. γραφ. ἐν 7. 187), καὶ μετὰ ταῦτα παρὰ Πλάτ. καὶ Ξεν.: ἔνιοι μέν... ἔνιοι δέ..., Πλάτ. Θεαίτ. 151Α, Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 38· ἔνιοι μέν... οἱ δέ... Πλάτ. Μενέξ. 238Ε: - Βραδύτερον, ἐνίοτε ἐν τῷ ἑνικῷ, οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἐνία δὲ ψύχει Ἀριστ. Προβλ. 5. 36, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 1· περὶ ψυχῆς ἐνίας θεωρῆσαι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 7, «σημειωτέον δ’ ὅτι καὶ ἐν τῷ κυνηγετικῷ τοῦ Ξενοφῶντος κεφ. 5, 18 ἀντὶ τοῦ διωκόμενοι δέ εἰσι κατάδηλοι μάλιστα μὲν διὰ γῆς κεκινημένης, ἐὰν ἔχωσιν ἔνιοι ἐρύθημα καὶ διὰ καλάμης διὰ τὴν ἀνταναύγειαν ἐξέδωκεν ὁ Λ. Δινδόρφιος (Xenoph. Opusc. σ. 214) ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα Κ. Κόντου Φιλ. Ποικίλ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 57: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. = ἐνίοτε, καὶ συμμανῆναι δ’ ἔνια δεῖ Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2, ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 6. (Ἡ πιθανωτέρα ἐτυμολογία τῆς λέξεως, ἣν οἱ πλεῖστοι παραδέχονται, εἶναι ἡ ἐκ τοῦ ἔνι οἳ = ἔστιν οἵ, ὡς τὸ ἐνίοτε ἐκ τοῦ ἕνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 10. 1: - ἀλλ’ ὁ Κούρτιος παραβάλλει αὐτὴν πρὸς τὸ Σανσκρ. anyas (alius), κτλ.· πρβλ. ἕνος).

Greek Monolingual

-εσν -α (Α ἔνιοι, -αι, -α)
νεοελλ.-αρχ.
μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων»
β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» — κάποια κοκκινίλα (Ξεν.)
β) «οὐ πᾶσα κίνησις θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει» — δεν προκαλεί θερμότητα κάθε κίνηση, αλλά κάποια κίνηση προκαλεί ψύχος, Αριστοτ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔνια
ενίοτε, καμιά φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., άγνωστη στους ποιητές πριν από τον Μένανδρο, που απαντά στον πληθυντικό αριθμό. Υπετέθη ότι προήλθε από τη συνεκφορά ἔνι οἵ, όπως και το ἐνίοτε < ἔνι ὅτε (πρβλ. εἴσιν οἵ, ἔστίν ὅτε). Η υπόθεση αυτή δεν έχει ισχυρή βάση, διότι το ενι ως παράλληλος τ. του εστί μαρτυρείται μόνον στον 5ο-6ο αιώνα, μολονότι το ενι στη θέση του ἔνεστι χρησιμοποιούνταν ήδη στους Αττικούς. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. ἔνιοι εμφανίζει θ. ἕν- που απαντά στο εἷς (πρβλ. γερμ. einige «μερικοί» < ein «ένας, ενώ η ψίλωση θεωρήθηκε ιωνικής προελεύσεως].

Greek Monotonic

ἔνιοι: -αι, -α, μερικοί, Λατ. aliqui = ἔστιν οἵ, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: some, a few,
Derivatives: ἐνίοτε sometimes, ἐνιαχῆ, -οῦ in some places, sometimes, orig. Ion. words (only in prose), that were taken up in Attic; late Dorianising reshaping ἐνίοκα (Archyt.), also ἐνιάκις sometimes (Sor.; after πολλάκις a. o.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [319] *h₁eno- that
Etymology: Uncertain. The explanation by Ebel KZ 5, 70f. (taken over by Schwyzer 614 n. 4) from ἔνι οἵ, ἔνι ὅτε = ἔστιν οἵ, ἔσθ' ὅτε must be given up, as ἔνι as is, are is certain only since V-VIp (s. ἔν). Best seems the idea of Benfey, futher argumented by Wackernagel Hellenistica 6 n. 1 (= Kl. Schr. 2, 1037 n. 1) as ἕν one (like einige to eins); the psilosis would be Ion. For the ending cf. μύριοι, χίλιοι; ἐνίοτε, ἐνιαχῆ, -οῦ like ὅτε, πότε, πολλαχῆ, -οῦ etc. - Improbable Brugmann IF 28, 355ff. (to the demonstr. *ἐνος in ἔνη the third day, ἐκεῖνος etc.

Middle Liddell


some, Lat. aliqui, = ἔστιν οἵ, Hdt., Xen., etc.

Frisk Etymology German

ἔνιοι: {énioi}
Meaning: einige,
Derivative: ἐνίοτε einigemal, zuweilen, ἐνιαχῆ, -οῦ an einigen Orten, bisweilen, urspr. ion. Wörter (nur Prosa), die ins Attische aufgenommen wurden; dazu als späte dorisierende Nachbildung ἐνίοκα (Archyt.), außerdem ἐνιάκις bisweilen (Sor.; nach πολλάκις u. a.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Die von Ebel KZ 5, 70f. stammende und noch von Schwyzer 614 A. 4 mit gewissem Vorbehalt empfohlene Herleitung aus ἔνι οἵ, ἔνι ὅτε = ἔστιν οἵ, ἔσθ’ ὅτε ist aufzugeben, da ἔνι im Sinn von ist, sind erst seit V-VIp sicher steht (s. ἔν). Am meisten für sich hat die auf Benfey zurückgehende und von Wackernagel Hellenistica 6 A. 1 (= Kl. Schr. 2, 1037 A. 1) näher begründete Anknüpfung an ἕν eins (wie einige zu eins); die Psilose stimmt zum ion. Ursprung. Zum Ausgang vgl. μύριοι, χίλιοι; ἐνίοτε, ἐνιαχῆ, -οῦ wie ὅτε, πότε, πολλαχῆ, -οῦ usw. — Unwahrscheinlich Brugmann IF 28, 355ff.: zu dem in ἔνη der dritte Tag, ἐκεῖνος usw. enthaltenen Demonstrativ *ἔνος.
Page 1,518-519

English (Woodhouse)

some, a few, some people

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

αι, α (=μερικοί). Σύνθετο ἀπό τό ἔνι (ἔνεστι) + οἵ = ἔστιν + οἵ.