ὀχυρός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochyros
|Transliteration C=ochyros
|Beta Code=o)xuro/s
|Beta Code=o)xuro/s
|Definition=ά, όν, ([[ἔχω]]) [[ἐχυρός]],<br><span class="bld">A</span> [[firm]], [[lasting]], [[stout]], of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewhere A. uses [[ἐχυρός]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">2</span> of places, [[strong]], [[secure]], παρθενῶνες E.IA738; esp. as [[military]] term, of a [[stronghold]] or [[position]], [[strong]], ὄρος X.An.1.2.22; [[χωρίον]] ib.1.2.24, Isoc.9.30 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐχ-]]) ; πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. [[ὀχυρῶς]] = [[powerfully]] E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.
|Definition=ά, όν, ([[ἔχω]]) [[ἐχυρός]],<br><span class="bld">A</span> [[firm]], [[lasting]], [[stout]], of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewhere A. uses [[ἐχυρός]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">2</span> of places, [[strong]], [[secure]], παρθενῶνες E.IA738; esp. as [[military]] term, of a [[stronghold]] or [[position]], [[strong]], ὄρος X.An.1.2.22; [[χωρίον]] ib.1.2.24, Isoc.9.30 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐχυρός]]); πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. [[ὀχυρῶς]] = [[powerfully]] E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0431.png Seite 431]] = [[ἐχυρός]], fest, haltbar; [[ξύλον]] ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν [[ζεῦγος]] Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος [[τόπος]], Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0431.png Seite 431]] = [[ἐχυρός]], fest, haltbar; [[ξύλον]] ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν [[ζεῦγος]] Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος [[τόπος]], Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />fort, ferme ; <i>particul.</i> fort par la position naturelle <i>ou</i> fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχυρός:''' [[ἔχω]]<br /><b class="num">1</b> [[крепкий]], [[прочный]] ([[ξύλον]] Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[сильный]], [[неодолимый]] ([[ζεῦγος]] Ἀτρειδῶν Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[неприступный]], [[укрепленный]] (παρθενῶνες Eur.; [[ὄρος]] Xen.; [[πόλις]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχῠρός''': -ά, -όν, ([[ἔχω]]) ὡς τὸ [[ἐχυρός]], [[στερεός]], [[διαρκής]], [[δυνατός]], ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, [[αὐτόθι]] 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, [[ἰσχυρός]], [[ἀσφαλής]], παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ [[κυρίως]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, [[ἀσφαλής]], [[ἐχυρός]], [[ὄρος]] Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ [[χωρίον]] [[αὐτόθι]] 24, Ἰσοκρ. 194D· [[πόλις]] Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
|lstext='''ὀχῠρός''': -ά, -όν, ([[ἔχω]]) ὡς τὸ [[ἐχυρός]], [[στερεός]], [[διαρκής]], [[δυνατός]], ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, [[αὐτόθι]] 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, [[ἰσχυρός]], [[ἀσφαλής]], παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ [[κυρίως]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, [[ἀσφαλής]], [[ἐχυρός]], [[ὄρος]] Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ [[χωρίον]] [[αὐτόθι]] 24, Ἰσοκρ. 194D· [[πόλις]] Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />fort, ferme ; <i>particul.</i> fort par la position naturelle <i>ou</i> fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχῠρός:''' -ά, -όν ([[ἔχω]]) όπως το [[ἐχυρός]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σταθερός]], [[ανθεκτικός]], [[ισχυρός]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[ισχυρός]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] για τόπους από στρατιωτική [[άποψη]] ή για στρατηγικές θέσεις, [[ισχυρός]], [[δύσβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[απόκρημνος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀχῠρός:''' -ά, -όν ([[ἔχω]]) όπως το [[ἐχυρός]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σταθερός]], [[ανθεκτικός]], [[ισχυρός]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], [[ισχυρός]], [[ασφαλής]], σε Ευρ.· [[ιδίως]] για τόπους από στρατιωτική [[άποψη]] ή για στρατηγικές θέσεις, [[ισχυρός]], [[δύσβατος]], [[δυσπρόσιτος]], [[απόκρημνος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχυρός:''' [[ἔχω]]<br /><b class="num">1)</b> крепкий, прочный ([[ξύλον]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> сильный, неодолимый ([[ζεῦγος]] Ἀτρειδῶν Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> неприступный, укрепленный (παρθενῶνες Eur.; [[ὄρος]] Xen.; [[πόλις]] Polyb.).
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 37: Line 37:
|ftr='''ὀχυρός''': {okhurós}<br />'''See also''': s. [[ἐχυρός]].<br />'''Page''' 2,458
|ftr='''ὀχυρός''': {okhurós}<br />'''See also''': s. [[ἐχυρός]].<br />'''Page''' 2,458
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{mantoulidis
|woodrun=[[strong]]
|mantxt=(=[[δυνατός]], [[ἀσφαλισμένος]]). Ἀπό τό [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 19 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρός Medium diacritics: ὀχυρός Low diacritics: οχυρός Capitals: ΟΧΥΡΟΣ
Transliteration A: ochyrós Transliteration B: ochyros Transliteration C: ochyros Beta Code: o)xuro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ἔχω) ἐχυρός,
A firm, lasting, stout, of wood, Hes.Op. 429 (Sup.); of persons, διθρόνου Διόθεν . . τιμῆς ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρείδαιν A.Ag.44 (anap.): but elsewhere A. uses ἐχυρός (q.v.).
2 of places, strong, secure, παρθενῶνες E.IA738; esp. as military term, of a stronghold or position, strong, ὄρος X.An.1.2.22; χωρίον ib.1.2.24, Isoc.9.30 (v.l. ἐχυρός); πόλεις Plb.7.15.2; τὰ ὀ. X.Cyr.6.1.15, etc. Adv. ὀχυρῶς = powerfully E.Med.124 (anap.), Charito 7.2.

German (Pape)

[Seite 431] = ἐχυρός, fest, haltbar; ξύλον ὀχυρώτατον, Hes. O. 431; ὀχυρὸν ζεῦγος Ἀτρειδῶν, Aesch. Ag. 44, vgl. Pers. 78; ὀχυροῖσι παρθενῶσι, Eur. I. A. 738; bes. von festen Plätzen, Festungen, die sich gegen den Feind halten können, Xen. Cyr. 6, 3, 25; ὀχυρώτατος τόπος, Pol. 7, 15, 3, öfter; auch πρόνοιαν ποιεῖσθαι τὴν ὀχυρωτάτην, 2, 6, 5; Folgde, wie Plut. Demetr. 47 Luc. Dem. enc. 48.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, ferme ; particul. fort par la position naturelle ou fortifié ; τὰ ὀχυρά, lieux fortifiés.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχυρός: ἔχω
1 крепкий, прочный (ξύλον Hes.);
2 сильный, неодолимый (ζεῦγος Ἀτρειδῶν Aesch.);
3 неприступный, укрепленный (παρθενῶνες Eur.; ὄρος Xen.; πόλις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρός: -ά, -όν, (ἔχω) ὡς τὸ ἐχυρός, στερεός, διαρκής, δυνατός, ἐπὶ ξύλου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 427 (ἐν τῷ ὑπερθ. ὀχυρώτατος)˙ ὀχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν (Κῶδ. Μεδ. ἐχυροῖς) Αἰσχύλ. Πέρσ. 90˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, αὐτόθι 78, Ἀγ. 44. 2) ἐπὶ τόπων, ἰσχυρός, ἀσφαλής, παρθενῶνες Εὐρ. Ι. Α. 738˙ κυρίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἐπὶ φρουρίου ἢ ἀσφαλοῦς στρατηγικῆς θέσεως, ἀσφαλής, ἐχυρός, ὄρος Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 22˙ χωρίον αὐτόθι 24, Ἰσοκρ. 194D· πόλις Πολύβ. 7. 15˙ 2˙ τὰ ὀχυρὰ Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 15, κτλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐρ. Μήδ. 124.

Greek Monolingual

-ή, -ό
ὀχυρός, -ά, -ό)
1. (για τόπο) ασφαλής, ισχυρός («ὀχυροῖσι παρθενῶσι φρουροῦνται», Ευρ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ισχυρή αμυντική θέση, που κυριεύεται δύσκολα από τον εχθρό, δυσπροσπέλαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το οχυρό
θέση εδάφους συνήθως ύψωμα, η οποία, με έργα εκσκαφής και οικοδομικής, οργανώνεται και ενισχύεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό αμυντικό σημείο.
επίρρ...
οχυρώς (Α ὀχυρῶς)
με οχυρό τρόπο, ασφαλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ἐχυρός, με φωνήεν ο- (βλ. λ. εχυρός)].

Greek Monotonic

ὀχῠρός: -ά, -όν (ἔχω) όπως το ἐχυρός·
I. 1. σταθερός, ανθεκτικός, ισχυρός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
2. λέγεται για τόπο, ισχυρός, ασφαλής, σε Ευρ.· ιδίως για τόπους από στρατιωτική άποψη ή για στρατηγικές θέσεις, ισχυρός, δύσβατος, δυσπρόσιτος, απόκρημνος, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ρῶς, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἐχυρός.

Middle Liddell

ὀχῠρός, ή, όν [ἔχω]
I. like ἐχυρός, firm, lasting, stout, Hes., Aesch.
2. of places, strong, secure, Eur.: especially of a stronghold or position, strong, tenable, Xen.
II. adv. -ρῶς, Eur.

Frisk Etymology German

ὀχυρός: {okhurós}
See also: s. ἐχυρός.
Page 2,458

Mantoulidis Etymological

(=δυνατός, ἀσφαλισμένος). Ἀπό τό ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.