κατακονά: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κατᾰκονά, ἡ, [[κατακαίνω]] = [[διαφθορά]],]<br />[[destruction]], Eur. | |mdlsjtxt=κατᾰκονά, ἡ, [[κατακαίνω]] = [[διαφθορά]],]<br />[[destruction]], Eur. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[destruction]]=== | |||
Arabic: تَدْمِير, هَدْم, تَلَف; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: [[vernietiging]]; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: [[destruction]]; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: [[Zerstörung]], [[Vernichtung]]; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[καταστροφή]], [[συντριβή]], [[αφανισμός]], [[χαλασμός]], [[κατεδάφιση]], [[κατάλυση]]; Ancient Greek: [[ἅλωσις]], [[ἀμαύρωσις]], [[ἀναίρεσις]], [[ἀναστασία]], [[ἀνάστασις]], [[ἀναστάτωσις]], [[ἀπόλειψις]], [[ἀποτυμπανισμός]], [[ἀποφθορά]], [[ἀποφθορή]], [[ἀπώλεια]], [[ἄρσις]], [[ἀφάνεια]], [[ἀφανία]], [[ἀφάνισις]], [[ἀφανισμός]], [[δανοτής]], [[δαπάνη]], [[δῄωσις]], [[διακοπή]], [[διάλυσις]], [[διασκέδασις]], [[διαφθορά]], [[διαφθορή]], [[διαφορά]], [[εἴσπτωσις]], [[ἐκρίζωσις]], [[ἐκτριβή]], [[ἔκτριψις]], [[ἐξάλειψις]], [[ἔξαρσις]], [[ἐξαφάνισις]], [[ἐξαφανισμός]], [[ἐξολέθρευμα]], [[ἐξολέθρευσις]], [[ἐξώλεια]], [[ἐπαναίρεσις]], [[ἔπαρσις]], [[ἐπιτριβή]], [[ἐρήμωσις]], [[θραῦμα]], [[θραῦσις]], [[καθαίρεσις]], [[κατακονή]], [[κατάλυσις]], [[καταστροφή]], [[καταφθορά]], [[κοπή]], [[λοιγός]], [[ὀλέθρευσις]], [[ὄλεθρος]], [[σύγχυσις]], [[σύντριψις]], [[τὸ δαπανητικόν]], [[φθαρσία]], [[φθορά]], [[φθορή]], [[φθόρος]]; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה, הרס, הַשְׁמָדָה, חֻרְבָּן; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: [[distruzione]]; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن, وێرانی; Latin: [[exitium]], [[clades]]; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: [[destruição]]; Romanian: distrugere; Russian: [[разрушение]], [[уничтожение]]; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: [[destrucción]]; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 21 January 2024
English (LSJ)
ἡ, (κατακαίνω) destruction, κατακονὰ ἀβίοτος βίου E.Hipp. 821 (lyr.).—The v.l., supported by Sch. (cf. EM50.25, Eust.381.22), κατακονᾷ… βίος, implies a Verb κατ-ᾰκονάω, wear away, as is done in whetting steel.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
ruine.
Étymologie: κατακαίνω.
German (Pape)
ἡ, nur Eur. Hipp. 821, κατακονὰ μὲν οὖν ἀβίωτος βίου, von den Alten διαφθορά erkl.; doch hat schon der Schol. die von Valcken verteidigte Lesart κατακονᾷ μὲν οὖν ἀβίωτος βίος, was καταθήγειν erkl. wird, also von ἀκονάω, eigtl. abschleifen, aufreiben, zu Grunde richten, Schol. μαραίνει με ἡ δυστυχία τοῦ βίου.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰκονά: ἡ гибель, разрушение (βίου Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰκονά: ἡ, (κατακαίνω), διαφθορά, καταστροφή, κατακονὰ ἀβίοτος βίου Εὐρ. Ἱππ. 821.― Ὁ Σχολ. (πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 50. 25, Εὐστ. 381. 22) πρέπει νὰ εἶχεν ἀναγνώσει κατακονᾷ... βίος, ἐκ τοῦ κατακονάω, φθείρω καὶ λεπτύνω, κατατρίβω (ὅπως ὅταν τις ἀκονᾷ χάλυβα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως·― τὸ ῥῆμα κατακονάω (ἐκ τοῦ ἀκόνη) ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 295. 44· μεταφορ., ἴδε ἐν λέξει καλλύνω.
Greek Monolingual
κατακονά, ἡ (Α) κατακαίνω
διαφθορά, καταστροφή.
Greek Monotonic
κατᾰκονά: ἡ (κατακαίνω), = διαφθορά, καταστροφή, σε Ευρ.
Middle Liddell
κατᾰκονά, ἡ, κατακαίνω = διαφθορά,]
destruction, Eur.
Translations
destruction
Arabic: تَدْمِير, هَدْم, تَلَف; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύγχυσις, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה, הרס, הַשְׁמָדָה, חֻרְבָּן; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن, وێرانی; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום