ἀναισθησία: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀνοησία, ἀσυνεσία, βλακεία;" to "Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀεσιφροσύνη...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀεσιφροσύνη, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἀναισθησία, ἀναισθησίη, [[ἀ...) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[stupidity]]=== | |trtx====[[stupidity]]=== | ||
Arabic: غَبَاء, غَبَاوَة, بَلَاهَة; Hijazi Arabic: غباء, تَخَلُّف, بلاهة, هبالة; Armenian: հիմարություն; Belarusian: дурасць, глупства; Bengali: মূর্খতা; Bulgarian: глупост; Catalan: estupidesa; Chinese Mandarin: 愚蠢; Czech: hloupost; Dutch: [[stomheid]], [[domheid]]; Esperanto: stulteco sg; Finnish: typeryys, älyttömyys; French: [[stupidité]]; German: [[Dummheit]]; Greek: [[ανοησία]], [[βλακεία]], [[ηλιθιότητα]], [[κουταμάρα]], [[μωρία]], [[μωρότητα]], [[χαζομάρα]]; Ancient Greek: [[ἀασιφρονία]], [[ἀασιφροσύνη]], [[ἀβελτερία]], [[ἀβελτηρία]], [[ἀεσιφροσύνη]], [[ἀμαθία]], [[ἀμαθίη]], [[ἀναισθησία]], [[ἀναισθησίη]], [[ἀνοησία]], [[ἄνοια]], [[ἀνοίη]], [[ἀξυνεσία]], [[ἀξυνεσίη]], [[ἀπαιδευσία]], [[ἀπαιδευσίη]], [[ἀπαρακολουθησία]], [[ἁπλότης]], [[ἀσοφία]], [[ἀσοφίη]], [[ἀσυνεσία]], [[ἀφραδίη]], [[ἀφρόνευσις]], [[ἀφρόνη]], [[ἀφρόνησις]], [[ἀφροσύνα]], [[ἀφροσύνη]], [[ἀχαριότης]], [[βλακεία]], [[ἐμπληξία]], [[ἐνεότης]], [[ἐξηχία]], [[ἐρεσχελία]], [[ἠλιθιότης]], [[ἡλιθιότης]], [[κακοφροσύνη]], [[κόρυζα]], [[μωρία]], [[τὸ ἀναίσθητον]], [[τὸ ἄφρον]], [[φλυαρία]], [[φλύαρος]], [[φλύος]]; Hungarian: butaság; Italian: [[asinata]], [[stupidaggine]], [[fesseria]]; Latvian: stulbums, stulbība, muļķība; Macedonian: глупост; Malay: kebodohan; Malayalam: വിഡ്ഢിത്തം; Navajo: diigis; Occitan: estupiditat; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: [[estupidez]], [[burrice]]; Romanian: stupiditate, prostie, tâmpenie; Russian: [[глупость]], [[тупость]], [[дурость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: глупост; Roman: glupost; Slovak: hlúposť; Slovene: neumnost; Spanish: [[estupidez]], [[burricie]], [[tontería]], [[idiotez]], [[cretinez]], [[bobada]], [[necedad]], [[simpleza]], [[memez]], [[bobería]], [[estulticia]], [[majadería]], [[sandez]]; Swahili: ujinga; Swedish: dumhet, enfald; Telugu: జడత్వము, మూర్ఖత్వం, తెలివితక్కువతనం; Ukrainian: дурість, глупство, глупота; Volapük: stup | Arabic: غَبَاء, غَبَاوَة, بَلَاهَة; Hijazi Arabic: غباء, تَخَلُّف, بلاهة, هبالة; Armenian: հիմարություն; Belarusian: дурасць, глупства; Bengali: মূর্খতা; Bulgarian: глупост; Catalan: estupidesa; Chinese Mandarin: 愚蠢; Czech: hloupost; Dutch: [[stomheid]], [[domheid]]; Esperanto: stulteco sg; Finnish: typeryys, älyttömyys; French: [[stupidité]]; German: [[Dummheit]]; Greek: [[ανοησία]], [[βλακεία]], [[ηλιθιότητα]], [[κουταμάρα]], [[μωρία]], [[μωρότητα]], [[χαζομάρα]]; Ancient Greek: [[ἀασιφρονία]], [[ἀασιφροσύνη]], [[ἀβελτερία]], [[ἀβελτηρία]], [[ἀεσιφροσύνη]], [[ἀμαθία]], [[ἀμαθίη]], [[ἀναισθησία]], [[ἀναισθησίη]], [[ἀνοησία]], [[ἀνοητία]], [[ἄνοια]], [[ἀνοίη]], [[ἀξυνεσία]], [[ἀξυνεσίη]], [[ἀπαιδευσία]], [[ἀπαιδευσίη]], [[ἀπαρακολουθησία]], [[ἁπλότης]], [[ἀποπληξία]], [[ἀσοφία]], [[ἀσοφίη]], [[ἀσυνεσία]], [[ἀφραδίη]], [[ἀφρόνευσις]], [[ἀφρόνη]], [[ἀφρόνησις]], [[ἀφροσύνα]], [[ἀφροσύνη]], [[ἀχαριότης]], [[βλακεία]], [[ἐμβροντησία]], [[ἐμπληξία]], [[ἐνεότης]], [[ἐξηχία]], [[ἐρεσχελία]], [[ἠλιθιότης]], [[ἡλιθιότης]], [[κακοφροσύνη]], [[κόρυζα]], [[μωρία]], [[τὸ ἀναίσθητον]], [[τὸ ἄφρον]], [[φλυαρία]], [[φλύαρος]], [[φλύος]]; Hungarian: butaság; Italian: [[asinata]], [[stupidaggine]], [[fesseria]]; Latvian: stulbums, stulbība, muļķība; Macedonian: глупост; Malay: kebodohan; Malayalam: വിഡ്ഢിത്തം; Navajo: diigis; Occitan: estupiditat; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: [[estupidez]], [[burrice]]; Romanian: stupiditate, prostie, tâmpenie; Russian: [[глупость]], [[тупость]], [[дурость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: глупост; Roman: glupost; Slovak: hlúposť; Slovene: neumnost; Spanish: [[estupidez]], [[burricie]], [[tontería]], [[idiotez]], [[cretinez]], [[bobada]], [[necedad]], [[simpleza]], [[memez]], [[bobería]], [[estulticia]], [[majadería]], [[sandez]]; Swahili: ujinga; Swedish: dumhet, enfald; Telugu: జడత్వము, మూర్ఖత్వం, తెలివితక్కువతనం; Ukrainian: дурість, глупство, глупота; Volapük: stup | ||
}} | }} |
Revision as of 16:31, 25 January 2024
English (LSJ)
ἡ,
A lack of sensation, Pl.Ti.74e, Epicur.Fr.495; μετ' ἀναισθησίας without the aid of sense-perception, Pl.Ti.52b; unconsciousness, Ax.365d; insensibility to pleasure or pain, Arist.EN1109a4, 1119a7; insensibility under surgical treatment, Dsc.5.140.
2 mental obtuseness, D.22.64.
3 stupor, Aret.SA1.5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀναισθησίη Aret.SA 1.5
1 insensibilidad Pl.Ti.74e, Ax.365d, Epicur.Ep.[2] 81, μετ' ἀναισθησίας sin necesidad de la sensación Pl.Ti.52b
•insensibilidad al placer o a lo desagradable, Arist.EN 1119a7
•en buen sent. μακάριός ἐστιν ὁ νοῦς, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς τελείαν ἀναισθησίαν κτησάμενος Euagr.Pont.Or.M.79.1193B
•de un árbol δένδρον ... ἄψυχον ... ἔχει πάντα πρὸς ἀναισθησίαν Plu.2.992d.
2 falta de percepción mental, moral o espiritual, c. gen. obj. ἔχοντος ... ἀναισθησίαν δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος Dion.Alex. en Eus.HE 7.6
•c. gen. subjet. ψυχῆς Chrys.M.51.56
•en una lista de ψυχικὰ πάθη Io.D.M.95.88B.
3 estado de inconsciencia καταπίπτουσιν οἱ ἄνθρωποι μετ' ἀναισθησίας caen inconscientes los hombres Arist.HA 514a7, cf. Hyp.Lyc.7, M.Ant.3.3
•estado de estupor, torpor Hp.Coac.466, Aret.l.c.
4 anestesia Dsc.5.140.
5 fig. insensatez Isoc.7.9, D.18.128, 22.64, Ph.2.545
•locura Hp.Ep.10.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, Unempfindlichkeit, Plat. Phil. 34 a; oft Gefühllosigkeit, Stumpfsinn, Tim. 74 e; εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προελθεῖν Dem. 24, 182; Sp. Vgl. Theophr. char. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 insensibilité;
2 stupidité, inconscience.
Étymologie: ἀναίσθητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναισθησία: ἡ
1 нечувствительность, невосприимчивость Plat., Arst., Plut.;
2 бесчувственность, безразличие или тупость, тупоумие Isocr., Plat., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισθησία: ἡ, ἔλλειψις αἰσθήσεως ἢ ἀντιλήψεως, Πλάτ. Τίμ. 52B (ἴδε ἐν. λ. ἀποκναίω): ἔλλειψις αἰσθήσεως πρὸς τὰς ἡδονὰς ἢ τὰς ἀλγηδόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 6., 3. 11, 7. 3) ἀπονάρκωσις, κῶμα, ἀναισθησία, Πλάτ. Τίμ. 74E, Ἀρετ. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5: ἔλλειψις συνειδήσεως ἢ ἐξωτερικῆς αἰσθήσεως, Πλάτ. Ἀξ. 365D.
Greek Monolingual
η (Α ἀναισθησία)
1. έλλειψη αισθήσεως, μερική ή ολική απώλεια της αισθητικότητας ολόκληρου του σώματος ή ενός τμήματος του
2. αμβλύτητα προς τις ηδονές και τους πόνους, ασυγκινησία
3. έλλειψη συναισθήσεως, απάθεια, αδιαφορία, ασπλαχνία
4. απώλεια τών σωματικών αισθήσεων, λιποθυμία, κώμα
αρχ.
νωθρότητα κατά την αντίληψη, βραδύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθησιακός, αναισθησιτικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθησιολόγος].
Greek Monotonic
ἀναισθησία: ἡ, έλλειψη αίσθησης ή αντίληψης· αναισθησία ως προς την ευχαρίστηση ή τον πόνο, σε Αριστ.
Middle Liddell
want of feeling or perception; insensibility to pleasure or pain, Arist.
English (Woodhouse)
dullness, dulness, insensibility, stupor, dullness, dulness of mind, want of sensation
Translations
stupidity
Arabic: غَبَاء, غَبَاوَة, بَلَاهَة; Hijazi Arabic: غباء, تَخَلُّف, بلاهة, هبالة; Armenian: հիմարություն; Belarusian: дурасць, глупства; Bengali: মূর্খতা; Bulgarian: глупост; Catalan: estupidesa; Chinese Mandarin: 愚蠢; Czech: hloupost; Dutch: stomheid, domheid; Esperanto: stulteco sg; Finnish: typeryys, älyttömyys; French: stupidité; German: Dummheit; Greek: ανοησία, βλακεία, ηλιθιότητα, κουταμάρα, μωρία, μωρότητα, χαζομάρα; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβελτερία, ἀβελτηρία, ἀεσιφροσύνη, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἀναισθησία, ἀναισθησίη, ἀνοησία, ἀνοητία, ἄνοια, ἀνοίη, ἀξυνεσία, ἀξυνεσίη, ἀπαιδευσία, ἀπαιδευσίη, ἀπαρακολουθησία, ἁπλότης, ἀποπληξία, ἀσοφία, ἀσοφίη, ἀσυνεσία, ἀφραδίη, ἀφρόνευσις, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, ἀχαριότης, βλακεία, ἐμβροντησία, ἐμπληξία, ἐνεότης, ἐξηχία, ἐρεσχελία, ἠλιθιότης, ἡλιθιότης, κακοφροσύνη, κόρυζα, μωρία, τὸ ἀναίσθητον, τὸ ἄφρον, φλυαρία, φλύαρος, φλύος; Hungarian: butaság; Italian: asinata, stupidaggine, fesseria; Latvian: stulbums, stulbība, muļķība; Macedonian: глупост; Malay: kebodohan; Malayalam: വിഡ്ഢിത്തം; Navajo: diigis; Occitan: estupiditat; Plautdietsch: Domheit; Polish: głupota; Portuguese: estupidez, burrice; Romanian: stupiditate, prostie, tâmpenie; Russian: глупость, тупость, дурость; Serbo-Croatian Cyrillic: глупост; Roman: glupost; Slovak: hlúposť; Slovene: neumnost; Spanish: estupidez, burricie, tontería, idiotez, cretinez, bobada, necedad, simpleza, memez, bobería, estulticia, majadería, sandez; Swahili: ujinga; Swedish: dumhet, enfald; Telugu: జడత్వము, మూర్ఖత్వం, తెలివితక్కువతనం; Ukrainian: дурість, глупство, глупота; Volapük: stup