θεν: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> old termin. of the gen., as in [[ἐμέθεν]], [[σέθεν]], [[Διόθεν]], [[θεόθεν]]; [[sometimes]] [[after]] Preps., ἀπὸ [[Τροίηθεν]] Od.; ἐξ [[οὐρανόθεν]] Il.<br /><b class="num">II.</b> as insep. Particle, denoting [[motion]] from a [[place]], opp. to -δε, as in [[ἄλλοθεν]], [[οἴκοθεν]], from [[another]] [[place]], from [[home]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 3 March 2024
English (LSJ)
old termin. of the gen., as in ἐμέθεν, Διόθεν, etc.: freq. with Ablatival sense, denoting motion from a place, as in Λεσβόθεν, Ἀβυδόθεν, ἄλλοθεν, οἴκοθεν, etc.: so with Preps., ἀπὸ Τροίηθεν Od.9.38; ἐξ οὐρανόθεν Il.8.19, cf. A.D.Adv.184.12 sq: most of the forms in -οθεν were parox., exc. οἴκοθεν, ἄλλοθεν, πάντοθεν (sts. παντόθεν), ἔκτοθεν, ἔνδοθεν, ib.191.27 sq. (other exceptions in Hdn.Gr.1.500).
German (Pape)
[Seite 1195] Suffixum, an Nomina gehängt, die Bewegung von einem Orte her, weg bezeichnend, οἴκοθεν, οὐρανόθεν, vom Hause, vom Himmel her, vgl. πόθεν; seltener von Personen, Διόθεν, θεόθεν, von Zeus, von den Göttern. Bei den Dichtern tritt auch noch ἐκ u. ἀπό dazu, z. B. ἐξ οὐρανόθεν, Il. 8, 19, ἀπὸ Τροίηθεν, Od. 9, 38. – In einigen Wörtern steht dafür auch θε, ἔντοσθε, ὄπισθε, πάροιθε.
Greek (Liddell-Scott)
θεν: ἀρχαία κατάληξις τῆς γενικῆς, οἷον ἐμέθεν, σέθεν, Διόθεν, θεόθεν, κτλ.· οὕτω καὶ ἔν τισιν ὀνόμασιν ἡγουμένης προθέσεως, ἀπὸ Τροιήθεν Ὀδ. Ι. 38· ἐξ οὐρανόθεν Ἰλ. Θ. 19. ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον εἰς οὐσιαστ. ἢ ἐπίθετα καὶ δεικνύον ὡς ἡ πρόθεσις ἐκ τὴν ἀπὸ τόπου κίνησιν. κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ -δε. ὡς ἄλλοθεν, οἴκοθεν, κτλ., ἐξ ἄλλου μέρους, ἐκ τοῦ οἴκου. Ἔν τισι λέξεσι τὰ φωνήεντα μηκύνονται πρὸ τοῦ -θεν, ὡς ἀμφοτέρωθεν, ἑτέρωθεν. Ἀλλαχοῦ, ὡς ἔνερθε, ἔκτοσθε, ἔντοσθε, ὄπισθε, πάροιθε, οἱ ποιηταὶ παρέλειπον τὸ ν χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἐκτὸς τῶν Ὁμηρικῶν τούτων τύπων ἡ ἄδεια αὕτη ἦτο σπανία ἔτι καὶ παρὰ μεταγενεστέροις.
English (Autenrieth)
a suffix forming an ablatival genitive; of place, Τροίηθεν, οἴκοθεν, ἄλλοθεν, ‘from Troy,’ ‘from home,’ ‘from elsewhere,’ and with prepositions, ἀπὸ Τροίηθεν, Od. 9.38; ἐξ ἁλόθεν, Il. 21.335; less often of persons, Διόθεν, θεόθεν, ‘from Zeus,’ ‘from a god.’
Greek Monotonic
θεν:I. αρχ. κατάληξη της γεν., όπως στο ἐμέθεν, σέθεν, Διόθεν, θεόθεν· μερικές φορές μετά από πρόθ., ἀπὸ Τροίηθεν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐξ οὐρανόθεν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως αχώριστο μόριο, που υποδηλώνει κίνηση από έναν τόπο, αντίθ. ως προς το -δε, όπως στο ἄλλοθεν, οἴκοθεν, από άλλο τόπο, από το σπίτι.
Greek Monolingual
(AM -θε και -θεν)
κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν»)
αρχ.
κατάληξη της γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή («σέθεν», «θεόθεν», «Διόθεν», «Ιλιόθεν»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙΕ επίθημα -dhe που διακρίνεται επίσης στα λατ. un-de «πόθεν;», in-de «εκείθεν», στο αρχ. ινδ. ku-ha «πού;» και στο αβεστ. ku-dᾱ «πού;» Το επίθημα -θε απαντά πολλές φορές παρεκτεταμένο σε -θεν για ευφωνικούς λόγους και είναι κατάλοιπο καταλήξεως δηλωτικής της γενικής ή της αφαιρετικής πτώσεως, οι οποίες συχνά συνετάσσοντο και με τις προθέσεις από και εξ (πρβλ. εμέ-θεν, σέ-θεν, Ιλιόθεν, από Τροίη-θεν, εξ ουρανό-θεν). Εξελίχθηκε σε επιρρηματική κατάλ. δηλωτική της από τόπου κινήσεως (άνω-θεν, οίκο-θεν) αλλά και της χρονικής συνέχειας από ένα σημείο αφετηρίας και εξής (πρβλ. αν-εκα-θεν) και έτσι διατηρείται μέχρι σήμερα (πρβλ. πού-θε. δώ-θε. κεί-θε). Είναι συγγενές με τα επιθήματα -θι και -θα, που έχουν σημασία τοπική].
Middle Liddell
I. old termin. of the gen., as in ἐμέθεν, σέθεν, Διόθεν, θεόθεν; sometimes after Preps., ἀπὸ Τροίηθεν Od.; ἐξ οὐρανόθεν Il.
II. as insep. Particle, denoting motion from a place, opp. to -δε, as in ἄλλοθεν, οἴκοθεν, from another place, from home.