κῦρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyros
|Transliteration C=kyros
|Beta Code=ku=ros
|Beta Code=ku=ros
|Definition=εος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[supreme power]], [[authority]], κ. ἔχειν ἀμφί τινος A.''Supp.'' 391; τῶν πρηγμάτων τὸ κ. ἔχειν [[Herodotus|Hdt.]]6.109; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Th.5.38, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 450e, al.; κ. ἔχειν περί τινος Id.''Cra.''435c; <b class="b3">τὸ κ. τῆς ἐνεργείας</b> [[principle]] or [[origin]] of a function, Gal.10.459.<br><span class="bld">2</span> concrete, [[one invested with authority]], Pl.''Lg.''70cc.<br><span class="bld">II</span> [[confirmation]], [[validity]], <b class="b3">ἔχειν κ.</b>, = [[κεκυρῶσθαι]], S.''OC''1779 (anap.), cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2110.12 (iv A.D.), etc.; ἡ νῦν… ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν S.''El.''919; <b class="b3">κ. λαβεῖν</b>, of a law, to [[be ratified]], D.C.38.17, al.:—[[κῦρος]] and all derivs. are post-Hom. (Cf. Skt. śūas 'valiant', OIr. [[caur]] 'hero', Welsh [[cawr]] 'giant'.)
|Definition=εος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[supreme power]], [[authority]], κ. ἔχειν ἀμφί τινος A.''Supp.'' 391; τῶν πρηγμάτων τὸ κ. ἔχειν [[Herodotus|Hdt.]]6.109; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Th.5.38, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 450e, al.; κ. ἔχειν περί τινος Id.''Cra.''435c; <b class="b3">τὸ κ. τῆς ἐνεργείας</b> [[principle]] or [[origin]] of a function, Gal.10.459.<br><span class="bld">2</span> concrete, [[one invested with authority]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''70cc.<br><span class="bld">II</span> [[confirmation]], [[validity]], <b class="b3">ἔχειν κ.</b>, = [[κεκυρῶσθαι]], S.''OC''1779 (anap.), cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2110.12 (iv A.D.), etc.; ἡ νῦν… ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν S.''El.''919; <b class="b3">κ. λαβεῖν</b>, of a law, to [[be ratified]], D.C.38.17, al.:—[[κῦρος]] and all derivs. are post-Hom. (Cf. Skt. śūas 'valiant', OIr. [[caur]] 'hero', Welsh [[cawr]] 'giant'.)
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:14, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῦρος Medium diacritics: κῦρος Low diacritics: κύρος Capitals: ΚΥΡΟΣ
Transliteration A: kŷros Transliteration B: kyros Transliteration C: kyros Beta Code: ku=ros

English (LSJ)

εος, τό,
A supreme power, authority, κ. ἔχειν ἀμφί τινος A.Supp. 391; τῶν πρηγμάτων τὸ κ. ἔχειν Hdt.6.109; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Th.5.38, cf. Pl.Grg. 450e, al.; κ. ἔχειν περί τινος Id.Cra.435c; τὸ κ. τῆς ἐνεργείας principle or origin of a function, Gal.10.459.
2 concrete, one invested with authority, Pl.Lg.70cc.
II confirmation, validity, ἔχειν κ., = κεκυρῶσθαι, S.OC1779 (anap.), cf. POxy.2110.12 (iv A.D.), etc.; ἡ νῦν… ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν S.El.919; κ. λαβεῖν, of a law, to be ratified, D.C.38.17, al.:—κῦρος and all derivs. are post-Hom. (Cf. Skt. śūas 'valiant', OIr. caur 'hero', Welsh cawr 'giant'.)

German (Pape)

[Seite 1537] τό (vgl. κάρη, κόρυς), eigtl. die Hauptsache, auf der Alles beruht, daher die Gewalt, Macht; ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος οὐδὲν ἀμφὶ σοῦ Aesch. Suppl. 386; τούτων τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, die höchste Gewalt in Staatssachen, Her. 6, 109; τὸ δὲ κῦρος τούτων γνῶναι οὐ σύριγξ ἦν Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Gorg. 430 e ταῖς τέχναις πᾶσαπρᾶξις καὶ τὸ κῦρος διὰ λόγων ἐστί u. ὅτι ἡ διὰ λόγο υ τὸ κῦρος ἔχουσα ῥητορική ἐστί; Crat. 433 c κῦρος ἔχει ν περί τινος; auch Sp., wie D. Cass. 53, 17, μοναρχία γάρ, εἰ καὶ τὰ μάλιστα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἅμα τὸ κῦρός ποτε ἔσχον, ἀληθέστατα ἂν νομίζοιτο. – Daher auch Begründung, Veranlassung, ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν, Soph. El. 907, wird viel Gutes bringen. – Πάντως γὰρ ἔχει τάδε κῦρος, ist bestätigt, O. C. 1776, u. so öfter bei Sp. – Davon

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 autorité souveraine, plein pouvoir;
2 ratification, sanction ; garant : ἔχειν κῦρος SOPH être confirmé ou sanctionné.
Étymologie: R. Κυρ ; cf. κύριος.

Greek Monolingual

κυρός, ὁ (Μ)
βλ. κύρης.
(I)
το (AM κῡρος)
αξία βεβαιωμένη από τον νόμο, νομική ισχύς, εγκυρότητα (α. «το συμβόλαιο δεν έχει κύρος επειδή δεν έχει υπογραφή συμβολαιογράφου» β. «ὁ νόμος τὸ κῡρος ἔλαβε», Δίων. Κάσσ.)
νεοελλ.
η δύναμη, η επιβολή ή επίδραση ενός ατόμου με ισχυρή προσωπικότητα, με θέση ή με ειδικότητα («τα λόγια του δεν έχουν κύρος»)
αρχ.
1. ύψιστη δύναμη, πλήρης εξουσία («ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τών πρηγμάτων τὸ κῡρος ἔχειν», Ηρόδ.)
2. αυτός που εξουσιάζει, ο άρχοντας
3. φρ. α) «τὸ κῡρος τῆς ἐνεργείας» — η αρχή μιας πράξης
β) «ὑπάρχω κῡρος τινός» — γίνομαι αιτία για κάτι («ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῡρος ἡμέρα καλῶν» — η σημερινή ημέρα θα γίνει ίσως αιτία πολλών καλών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπορεί να είναι ή υποχωρητ. παρ. από το ρ. κυρῶ ή προέρχεται από έναν αρχαίο τ. κῦρος ()].
(II)
κύρος, ὁ (Μ)
βλ. κύρης.

Greek Monotonic

κῦρος: -εος, τό,
I. ανώτατη εξουσία, αρχή, ύψιστη δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. επιβεβαίωση, εγκυρότητα, επικύρωση, ασφάλεια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῦρος: εος τό
1 власть, право, сила: τούτων τῶν πραγμάτων τὸ κ. ἔχειν Her. иметь право решать эти дела; κ. ἔχειν ἀμφί τινος Aesch. и περί τινος Plat. иметь законную власть над кем(чем)-л.; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Thuc. обладать всей полнотой власти;
2 обеспечение, залог: ἡ νῦν πολλῶν ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν Soph. нынешний день станет залогом многих благ; πάντως γὰρ ἔχει τάδε κ. Soph. ибо это целиком (пред)определено.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῦρος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ κύριος] hoogste macht:; ἅπαν τὸ κῦρον ἔχειν de volledige beslissingsbevoegdheid hebben Thuc. 5.38.2; met gen.:; τούτων... τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρον ἔχειν de beslissing hierover in handen hebben Hdt. 6.109.4; ook met ἀμφί + gen., met περί + gen. uitbr. bevestiging:. πολλῶν... κῦρος... καλῶν bevestiging van veel moois Soph. El. 919.

Frisk Etymological English

Meaning: authority
See also: s. κύριος.

Middle Liddell

κῦρος, εος,
I. supreme power, authority, Hdt., Thuc., etc.
II. confirmation, validity, certainty, Soph.

Frisk Etymology German

κῦρος: {kũros}
Grammar: n.
Meaning: Rechtskraft
See also: s. κύριος.
Page 2,54

English (Woodhouse)

authority, power, ratification, supreme power

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δύναμη). Ἀπό ρίζα κυρ-.
Παράγωγα: κυρόω -ῶ (=κάνω κάτι ἔγκυρο), κύρωμα, κύρωσις, (κατά, ἐπι)κύρωσις, κυρωτέον, κυρωτικός, ἀκόμη τά: κύριος, κυριεύω, κυριεία, κυρίευσις, κυριακός, κυρία (=ἐξουσία), κυρίως, κυριότης, κυρέω -ῶ, κοίρανος (=ἀρχηγός).