ῥαθυμία: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾳθῡμία''': ἡ, τὸ [[ἀνειμένως]] διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) [[εὐθυμία]], [[διασκέδασις]], τί τάδε; τίς ἡ [[ῥᾳθυμία]]; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀδιαφορία]], ἀφροντισία, [[ὀκνηρία]], Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ [[ἀμέλεια]] Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β. | |lstext='''ῥᾳθῡμία''': ἡ, τὸ [[ἀνειμένως]] διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) [[εὐθυμία]], [[διασκέδασις]], τί τάδε; τίς ἡ [[ῥᾳθυμία]]; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀδιαφορία]], ἀφροντισία, [[ὀκνηρία]], Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ [[ἀμέλεια]] Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[laziness]]=== | |||
Arabic: كَسَل; Egyptian Arabic: كسل; Armenian: ծուլություն; Aromanian: leani; Assamese: এলাহ; Bashkir: ялҡаулыҡ; Belarusian: лянота, гультайства; Bikol Central: kahugakan; Bulgarian: мързел, безделие; Catalan: peresa, mandra, accídia; Cebuano: tapol, katapol; Chichewa: ulesi; Chinese Mandarin: [[惰性]], [[懒惰]]; Chukchi: ӄытԓиӄыԓ; Czech: lenost; Danish: dovenskab; Dutch: [[luiheid]]; Estonian: laiskus; Ewe: kuviawɔwɔ; Faroese: leti; Finnish: laiskuus; French: [[paresse]], [[flemme]]; Galician: galloufa, nugalla, taina, cuxota, mandría, apaxo, doquería, larchaneiría, lacazaneiría; German: [[Faulheit]], [[Trägheit]]; Greek: [[τεμπελιά]]; Ancient Greek: [[ἀκηδία]], [[ἀμεριμνία]], [[ἀπονία]], [[ἀργία]], [[ἀτονία]], [[ἀφιλεργία]], [[βλακεία]], [[ἐπισυρμός]], [[νώθεια]], [[νωχελία]], [[ὀκνηρία]], [[ὀλίγοπονία]], [[ῥᾳδιουργία]], [[ῥαθυμία]], [[ῥᾳθυμία]], [[ῥᾳθυμίη]], [[σχολαιότης]], [[χαλιφροσύνη]]; Gujarati: આળસ or; Haitian Creole: parès; Hebrew: עצלות; Hungarian: lustaság; Icelandic: leti; Ilocano: sadut; Indonesian: kemalasan; Irish: drogall; Italian: [[pigrizia]]; Japanese: 無精; Khmer: ការខ្ជិល; Korean: 게으름; Latin: [[pigritia]]; Macedonian: мрза; Maori: māngeretanga; Navajo: iłhóyééʼ; Northern Mansi: сав; Old English: slǣwþ; Pangasinan: ngiras; Polish: lenistwo; Portuguese: [[preguiça]]; Quechua: qilla; Romanian: lene; Russian: [[лень]]; Scottish Gaelic: leisg; Slovak: lenivosť; Spanish: [[pereza]], [[desidia]], [[fiaca]], [[flojera]], [[desgana]]; Swahili: uzembe; Swedish: lättja, lathet; Tagalog: katamaran, kamaymayan; Telugu: సోమరితనము; Thai: ความขี้เกียจ; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: tembellik; Ukrainian: лінощі, лінь; Umbundu: epepe; Vietnamese: sự lười biếng; Welsh: diogi | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 5 November 2024
English (LSJ)
ἡ, (often written ῥᾴθῡμῐ́ᾱ)
A easiness of temper, taking things easily, Th.2.39.
2 recreation, relaxation, amusement, E. Cyc.203, Ael.VH9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. Rh.1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.
II mostly in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Lys.10.11, X.Mem.3.5.5, al., cf. D.9.5; ἐκτήσαντο ῥᾳθυμίαν get a name for laziness, E.Med.218.
2 heedlessness, rashness, τοῦ λόγου Pl.Phd. 99b. [Written ῥαθ- correctly in Phld.Rh.2.31 S., Ir.p.60 W., Hom.p.28 O., IG5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. ῥᾳθυμίη is dub. in Hp.Acut.47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.]
German (Pape)
[Seite 832] ἡ, Leichtsinn, Nachlässigkeit, Sorglosigkeit; Eur. Med. 218 Cycl. 202; πολλὴ λόγου ῥᾳθ., Plat. Phaed. 99 b; ἐκ ῥᾳθυμίας, Legg. VI, 779 a; auch Vergnügungssucht, Zerstreuung; Thuc. setzt ῥᾳθυμία μᾶλλον ἢ πόνων μελέτη gegenüber, 2, 39; καὶ τρυφή, καὶ ἀργία, Plat. Legg. X, 901 ce; Xen. Mem. 3, 5, 5; ὑπὸ ῥᾳθυμίας καὶ μαλακίας, Lys. 10, 11; ὁ πλοῦτος ἐξουσίαν παρασκευάζει τῇ ῥᾳθυμίᾳ, Isocr. 1, 6; κατὰ τὰς ἀναπαύσεις καὶ ῥᾳθυμίας ἐν τῷ ζῆν, Pol. 10, 19, 5; Luc. Hermot. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 facilité d'humeur, disposition à prendre les choses facilement ; en mauv. part insouciance, indifférence;
2 récréation, distraction, amusement.
Étymologie: ῥᾴθυμος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳθῡμία: ἡ
1 беспечность, беззаботность, нерадивость, равнодушие, Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;
2 отдохновение, развлечение, увеселение, Eur., Arst., Polyb.
English (Woodhouse)
carelessness, heedlessness, idleness, indifference, indolence, laziness, remissness, thoughtlessness
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳθῡμία: ἡ, τὸ ἀνειμένως διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) εὐθυμία, διασκέδασις, τί τάδε; τίς ἡ ῥᾳθυμία; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀδιαφορία, ἀφροντισία, ὀκνηρία, Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ ἀμέλεια Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.
Greek Monolingual
η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψία («ῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ῥᾷθῡμία: ἡ,
I. 1. ευκολία στη διάθεση, ιδιοσυγκρασία με χαρακτηριστικό γνώρισμα να παίρνει κάποιος τα πράγματα με ευκολία, σε Θουκ.
2. ψυχαγωγία, ξεκούραση, αναψυχή, διασκέδαση, σε Ευρ.
II. 1. με αρνητική σημασία, αδιαφορία, νωθρότητα, τεμπελιά, οκνηρία, σε Ξεν. κ.λπ.· ῥᾳθυμίαν κτήσασθαι, αποκτώ όνομα, φημίζομαι για την τεμπελιά μου, σε Ευρ.
2. αμυαλιά, απερισκεψία, αποκοτιά, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳθῡμία: ἡ, τὸ ἀνειμένως διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) εὐθυμία, διασκέδασις, τί τάδε; τίς ἡ ῥᾳθυμία; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀδιαφορία, ἀφροντισία, ὀκνηρία, Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ ἀμέλεια Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.
Translations
laziness
Arabic: كَسَل; Egyptian Arabic: كسل; Armenian: ծուլություն; Aromanian: leani; Assamese: এলাহ; Bashkir: ялҡаулыҡ; Belarusian: лянота, гультайства; Bikol Central: kahugakan; Bulgarian: мързел, безделие; Catalan: peresa, mandra, accídia; Cebuano: tapol, katapol; Chichewa: ulesi; Chinese Mandarin: 惰性, 懒惰; Chukchi: ӄытԓиӄыԓ; Czech: lenost; Danish: dovenskab; Dutch: luiheid; Estonian: laiskus; Ewe: kuviawɔwɔ; Faroese: leti; Finnish: laiskuus; French: paresse, flemme; Galician: galloufa, nugalla, taina, cuxota, mandría, apaxo, doquería, larchaneiría, lacazaneiría; German: Faulheit, Trägheit; Greek: τεμπελιά; Ancient Greek: ἀκηδία, ἀμεριμνία, ἀπονία, ἀργία, ἀτονία, ἀφιλεργία, βλακεία, ἐπισυρμός, νώθεια, νωχελία, ὀκνηρία, ὀλίγοπονία, ῥᾳδιουργία, ῥαθυμία, ῥᾳθυμία, ῥᾳθυμίη, σχολαιότης, χαλιφροσύνη; Gujarati: આળસ or; Haitian Creole: parès; Hebrew: עצלות; Hungarian: lustaság; Icelandic: leti; Ilocano: sadut; Indonesian: kemalasan; Irish: drogall; Italian: pigrizia; Japanese: 無精; Khmer: ការខ្ជិល; Korean: 게으름; Latin: pigritia; Macedonian: мрза; Maori: māngeretanga; Navajo: iłhóyééʼ; Northern Mansi: сав; Old English: slǣwþ; Pangasinan: ngiras; Polish: lenistwo; Portuguese: preguiça; Quechua: qilla; Romanian: lene; Russian: лень; Scottish Gaelic: leisg; Slovak: lenivosť; Spanish: pereza, desidia, fiaca, flojera, desgana; Swahili: uzembe; Swedish: lättja, lathet; Tagalog: katamaran, kamaymayan; Telugu: సోమరితనము; Thai: ความขี้เกียจ; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: tembellik; Ukrainian: лінощі, лінь; Umbundu: epepe; Vietnamese: sự lười biếng; Welsh: diogi