ὑπαγωγή: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(4b) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(31 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypagogi | |Transliteration C=ypagogi | ||
|Beta Code=u(pagwgh/ | |Beta Code=u(pagwgh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[leading on gradually]], τοῦ κυνηγεσίου [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.12; [[leading on artfully]], D.19.322 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐπαγωγή]], pl.), Poll.4.50, Phot.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[introduction]], [[use]] of a form, A.D. ''Synt.''206.19.<br><span class="bld">II</span> [[clearing out]] or [[purging of the body downwards]], κοιλίας Dsc.3.25; γαστρός Gal.6.278, al.<br><span class="bld">III</span> ([[ὑπάγω]] intr.) [[retreat]], [[withdrawal]], Th.3.97; [[retreat]] or [[haven]] for ships, Phot.<br><span class="bld">2</span> [[sinking down]], [[squatting]] (cf. [[ὑπάγω]] B. IV), ἐξ ὑπαγωγῆς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''578b7.<br><span class="bld">IV</span> [[irrigation channel]], Sammelb.5126.25 (iii A.D.).<br><span class="bld">V</span> [[bringing down]] of a bandage, Sor.''Fasc.''32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] ἡ, 1) das | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] ἡ, 1) das [[Darunterführen]], [[Hinzuführen]], [[Hineinführen]] oder [[Hineinbringen]], Xen. Cyn. 6, 12; – das [[Anführen]], [[Verlocken]], die [[Täuschung]], Dem. 19, 323, wo Bekker ἐπαγωγαί schreibt. – 2) das Abführen und Reinigen des Leibes, τῆς κοιλίας, Purgiren, Diosc. – 3) das [[Zurückführen]], u. intr., der [[Rückzug]], der [[Abzug]], διώξεις καὶ ὑπαγωγαί Thuc. 3, 97. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[action de se retirer]], [[retraite]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάγω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπᾰγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[отход]], [[отступление]] (διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[подведение вперед]], [[продвижение]] (τοῦ κυνηγεσίου Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[хитрость]], [[обман]] (Dem. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἐπαγωγή]]);<br /><b class="num">4</b> [[приседание]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπᾰγωγή''': ἡ, ἡ βαθμιαία [[προσαγωγή]], τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - [[ἀπάτη]], [[πανουργία]], διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, | |lstext='''ὑπᾰγωγή''': ἡ, ἡ βαθμιαία [[προσαγωγή]], τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - [[ἀπάτη]], [[πανουργία]], διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, Πολυδ. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. [[κίνησις]] τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[ὑπάγω]] τοῦ ἀμεταβ.), [[ὑποχώρησις]], [[ἀποχώρησις]], Θουκ. 3. 97· - «[[ὑπαγωγή]]: ἡ ταῖς ναυσὶ [[σκέπη]]· καὶ προσόρμησις· [[οἷον]] ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. [[ὑπάγω]] Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑπαγωγή]], ΝΜΑ [[ὑπάγω]]<br />η [[κατάταξη]] σε μία [[κατηγορία]] ή η [[θέση]] κάποιου υπό την [[δικαιοδοσία]] άλλου (α. «[[υπαγωγή]] της υπηρεσίας στο [[υπουργείο]] Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[ὑπαγωγή]]: ἡ | |mltxt=η / [[ὑπαγωγή]], ΝΜΑ [[ὑπάγω]]<br />η [[κατάταξη]] σε μία [[κατηγορία]] ή η [[θέση]] κάποιου υπό την [[δικαιοδοσία]] άλλου (α. «[[υπαγωγή]] της υπηρεσίας στο [[υπουργείο]] Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[ὑπαγωγή]]: ἡ ταῖς ναυσὶ [[σκέπη]]<br />καὶ προσόρμησις<br />[[οἷον]] ὕφορμός τις»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βαθμιαία [[προσαγωγή]] («αὐτὸν δὲ τοὺς [[κύνας]] λαβόντα ἰέναι πρὸς τὴν ὑπαγωγὴν τοῦ κυνηγεσίου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[απάτη]], [[πανουργία]]<br /><b>3.</b> [[ευκοιλιότητα]], [[διάρροια]]<br /><b>4.</b> [[υποχώρηση]] («καὶ ἦν ἐπὶ πολὺ τοιαύτη ἡ [[μάχη]], διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[μάζεμα]], [[χαμήλωμα]], [[ζάρωμα]]<br /><b>6.</b> [[διώρυγα]], [[αυλάκι]] άρδευσης. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπᾰγωγή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> προοδευτική, σταδιακή [[προέλαση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> (από το αμτβ. [[ὑπάγω]]), [[αποχώρηση]], [[υποχώρηση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ὑπᾰγωγή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> προοδευτική, σταδιακή [[προέλαση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> (από το αμτβ. [[ὑπάγω]]), [[αποχώρηση]], [[υποχώρηση]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὑπᾰγωγή, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[leading]] on [[gradually]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> (from [[ὑπάγω]] intr.) a [[retreat]], [[withdrawal]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[receptus]]'', [[recovery]], [[retreat]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.97.3/ 3.97.3]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[retreat]]=== | |||
Arabic: تَرَاجُع, اِنْسِحَاب; Armenian: նահանջ; Azerbaijani: geriyə çəkilmə, geriçəkilmə; Belarusian: адступленне, адступленьне, вывад; Bulgarian: отстъпление; Chinese Mandarin: 後退/后退, 退卻/退却, 撤退; Czech: ústup; Dutch: [[terugtocht]], [[aftocht]], [[terugtrekking]]; Finnish: perääntyminen; French: [[retraite]]; German: [[Rückzug]]; Greek: [[υποχώρηση]]; Ancient Greek: [[ἀνάκλησις]], [[ἀναφυγή]], [[ἄποδος]], [[ἀποχώρησις]], [[ἄφοδος]], [[διάκλισις]], [[ἐπαναχώρησις]], [[τὸ ἀνακλητικόν]], [[ὑπαγωγή]], [[ὑποχώρησις]]; Indonesian: mundur; Italian: [[ritirata]], [[arretramento]], [[ripiegamento]]; Japanese: 後退, 退却, 撤退; Korean: 후퇴(後退), 퇴각(退却), 철수(撤收); Latin: [[recessus]]; Macedonian: повлекување; Maori: taui, tauitanga; Norwegian Bokmål: retrett, tilbaketrekking, tilbaketrekning; Nynorsk: retrett, tilbaketrekking; Persian: عقبنشینی; Polish: odwrót, wycofanie; Portuguese: [[retirada]]; Romanian: retragere; Russian: [[отступление]], [[вывод]]; Serbo-Croatian Cyrillic: повлаче̄ње; Roman: povláčēnje; Slovak: ústup; Slovene: umik; Spanish: [[retirada]]; Tajik: ақибнишинӣ; Turkish: geri çekilme; Ukrainian: ві́дступ, виведення | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:40, 16 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A leading on gradually, τοῦ κυνηγεσίου X.Cyn.6.12; leading on artfully, D.19.322 (v.l. ἐπαγωγή, pl.), Poll.4.50, Phot.
2 Gramm., introduction, use of a form, A.D. Synt.206.19.
II clearing out or purging of the body downwards, κοιλίας Dsc.3.25; γαστρός Gal.6.278, al.
III (ὑπάγω intr.) retreat, withdrawal, Th.3.97; retreat or haven for ships, Phot.
2 sinking down, squatting (cf. ὑπάγω B. IV), ἐξ ὑπαγωγῆς Arist.HA578b7.
IV irrigation channel, Sammelb.5126.25 (iii A.D.).
V bringing down of a bandage, Sor.Fasc.32.
German (Pape)
[Seite 1180] ἡ, 1) das Darunterführen, Hinzuführen, Hineinführen oder Hineinbringen, Xen. Cyn. 6, 12; – das Anführen, Verlocken, die Täuschung, Dem. 19, 323, wo Bekker ἐπαγωγαί schreibt. – 2) das Abführen und Reinigen des Leibes, τῆς κοιλίας, Purgiren, Diosc. – 3) das Zurückführen, u. intr., der Rückzug, der Abzug, διώξεις καὶ ὑπαγωγαί Thuc. 3, 97.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de se retirer, retraite.
Étymologie: ὑπάγω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰγωγή: ἡ
1 отход, отступление (διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί Thuc.);
2 подведение вперед, продвижение (τοῦ κυνηγεσίου Xen.);
3 хитрость, обман (Dem. - v.l. ἐπαγωγή);
4 приседание Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγωγή: ἡ, ἡ βαθμιαία προσαγωγή, τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - ἀπάτη, πανουργία, διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, Πολυδ. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. κίνησις τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὑπάγω τοῦ ἀμεταβ.), ὑποχώρησις, ἀποχώρησις, Θουκ. 3. 97· - «ὑπαγωγή: ἡ ταῖς ναυσὶ σκέπη· καὶ προσόρμησις· οἷον ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. ὑπάγω Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206.
Greek Monolingual
η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ ὑπάγω
η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή της υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.)
μσν.-αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῖς ναυσὶ σκέπη
καὶ προσόρμησις
οἷον ὕφορμός τις»
αρχ.
1. βαθμιαία προσαγωγή («αὐτὸν δὲ τοὺς κύνας λαβόντα ἰέναι πρὸς τὴν ὑπαγωγὴν τοῦ κυνηγεσίου», Ξεν.)
2. απάτη, πανουργία
3. ευκοιλιότητα, διάρροια
4. υποχώρηση («καὶ ἦν ἐπὶ πολὺ τοιαύτη ἡ μάχη, διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί», Θουκ.)
5. μάζεμα, χαμήλωμα, ζάρωμα
6. διώρυγα, αυλάκι άρδευσης.
Greek Monotonic
ὑπᾰγωγή: ἡ,
I. προοδευτική, σταδιακή προέλαση, σε Ξεν.
II. (από το αμτβ. ὑπάγω), αποχώρηση, υποχώρηση, σε Θουκ.
Middle Liddell
ὑπᾰγωγή, ἡ,
I. a leading on gradually, Xen.
II. (from ὑπάγω intr.) a retreat, withdrawal, Thuc.
Lexicon Thucydideum
receptus, recovery, retreat, 3.97.3.
Translations
retreat
Arabic: تَرَاجُع, اِنْسِحَاب; Armenian: նահանջ; Azerbaijani: geriyə çəkilmə, geriçəkilmə; Belarusian: адступленне, адступленьне, вывад; Bulgarian: отстъпление; Chinese Mandarin: 後退/后退, 退卻/退却, 撤退; Czech: ústup; Dutch: terugtocht, aftocht, terugtrekking; Finnish: perääntyminen; French: retraite; German: Rückzug; Greek: υποχώρηση; Ancient Greek: ἀνάκλησις, ἀναφυγή, ἄποδος, ἀποχώρησις, ἄφοδος, διάκλισις, ἐπαναχώρησις, τὸ ἀνακλητικόν, ὑπαγωγή, ὑποχώρησις; Indonesian: mundur; Italian: ritirata, arretramento, ripiegamento; Japanese: 後退, 退却, 撤退; Korean: 후퇴(後退), 퇴각(退却), 철수(撤收); Latin: recessus; Macedonian: повлекување; Maori: taui, tauitanga; Norwegian Bokmål: retrett, tilbaketrekking, tilbaketrekning; Nynorsk: retrett, tilbaketrekking; Persian: عقبنشینی; Polish: odwrót, wycofanie; Portuguese: retirada; Romanian: retragere; Russian: отступление, вывод; Serbo-Croatian Cyrillic: повлаче̄ње; Roman: povláčēnje; Slovak: ústup; Slovene: umik; Spanish: retirada; Tajik: ақибнишинӣ; Turkish: geri çekilme; Ukrainian: ві́дступ, виведення