σκληρός: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> sec, dur, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> dur au toucher;<br /><b>2</b> sec, <i>p. opp. à humide [[ὑγρός]]</i>;<br /><b>3</b> <i>p. anal. ; en parl. d’un bruit</i> : σκληραὶ βρονταί HDT coups de tonnerre secs;<br /><b>4</b> rigide, raide <i>(p. opp. à souple, moelleux) ; en b. part</i> ferme, solide, vigoureux;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> dur, rude, pénible : τροφὴ σκληρά SOPH nourriture rude;<br /><b>2</b> rigide, rude, dur, inflexible;<br /><i>Sp.</i> σκληρότατος.<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ > Σκλη, dessécher. | |btext=ά, όν :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> sec, dur, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> dur au toucher;<br /><b>2</b> sec, <i>p. opp. à humide [[ὑγρός]]</i>;<br /><b>3</b> <i>p. anal. ; en parl. d’un bruit</i> : σκληραὶ βρονταί HDT coups de tonnerre secs;<br /><b>4</b> rigide, raide <i>(p. opp. à souple, moelleux) ; en b. part</i> ferme, solide, vigoureux;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> dur, rude, pénible : τροφὴ σκληρά SOPH nourriture rude;<br /><b>2</b> rigide, rude, dur, inflexible;<br /><i>Sp.</i> σκληρότατος.<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ > Σκλη, dessécher. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[σκληρός]] <br /> <b>1</b> [[hard]] σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας (O. 7.29) σκληρᾷ[ Πα. 8A. 21. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 17 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, also Dor., Pi.O.7.29, Epich.[288], hyperdor. σκλᾱρός Ti.Locr.104c:—
A hard, opp. μαλακός in all senses: I hard to the touch, ξύλον σ. ἢ μαλακόν Thgn.1194; ἐλαία Pi.l.c.; γῆ A.Pers.319, cf. X.Oec.16.11; κοίτη Pl.Lg.942d, etc. 2 of sound, harsh, σκληρὸν ἐβρόντησε Hes.Th.839; βρονταί Hdt.8.12; ἡ φωνὴ σκληροτέρα Arist.Aud.801b38, al. 3 of taste and smell, harsh, bitter, σ. ὕδατα (springing from a rocky soil) Hp.Aër.1; so σκληρότατος ἀὴρ καὶ τόπος Plb.4.21.5; of wine, dry, Ar.Fr.579, Dsc. Alex.Praef.; ὀσμαί Thphr.CP6.14.12 (Comp.): metaph., σ. φράσις D.H.Pomp.2. 4 stiff, unyielding, opp. ὑγρός (lithe and supple), τιτθία σ. καὶ κυδώνια Ar.Ach.1199; σκληρότεροι μαστοί Arist.PA688a27; σκέλη X.Eq.1.6; τί τὸ ὑγρὸν τοῦ χαλινοῦ καὶ τί τὸ σ. ib.10.10; of the hair (cf. σκληρόθριξ), Arist.HA517b11 (Comp.), al.; σ. δέρμα, σάρξ, Id.PA665a2, Phgn.806b22, etc.; of persons, Pl.Tht.162b, Smp.196a, Plu.Ages.13, Luc.Salt.21; of dogs, X.Cyn.3.2; τράχηλος ib.5.30; οἱ τὸ σῶμα σ. Arist.Pr.873a34, al. 5 κοιλίη σ. costive, Hp.Aph. 3.25, cf. Arist.PA670b9. 6 of light, strong, ἐν σ. αὐγῇ ἢ μαλακῇ Id.Col.793b17. 7 of a wind, strong, Ep.Jac.3.4, Poll.1.110, Ael.NA9.57. II metaph., 1 of things, hard, austere, μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο, μὴ τὰ σ. ἔχῃς Epich. l.c.; τροφή S.OC1615; δίαιται E.Fr.525.5; βίος Men.522; τὰ σ. hard words, S.OC1406; σ. συμφοραί E.Fr.684.3; σκληρὰ μαλθακῶς λέγων S.OC774; τόνος ἀπηνὴς καὶ σ. Plu.Phoc.2; τὸ σ. = σκληρότης, ἡ δίαιτα . . ὑπερβάλλει ἐπὶ τὸ σ. Arist.Pol.1270b33. 2 of persons, harsh, austere, cruel, stubborn, S.Fr.24.7, Pl.Tht.155e, Ti.Locr. l.c.; σ. ἀοιδός, of the Sphinx, S.OT36; σ. γὰρ αἰεί E.Alc.500; ὦ σ. δαῖμον Ar.Nu. 1264; τοὺς τρόπους σκληρός Id.Pax350; ἄγροικοι καὶ σ. Arist.EN1128a9; σ. ψυχή S.Aj.1361, Tr.1260(anap.); σ. ἄγαν φρονήματα Id.Ant.473; ἦθος Pl.Smp.195e; σ. θράσος stubborn courage, E.Andr.261. III Adv., -ρῶς καθῆσθαι, i.e. on a hard seat, Ar.Eq.783; εὐνάζεσθαι X. Cyn.12.2. 2 hardly, with difficulty, E.Fr.282.9. 3 harshly, obstinately, σ. διαμάχεσθαι Pl.Lg.629a; ἀπειλεῖν ib.885d; τὰ μαλακὰ σ. καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγειν Arist.Rh.1408b9; σ. αὐλεῖν Id.Aud. 803a20. (Prob. cogn. with σκέλλω.)
German (Pape)
[Seite 901] ῖσκέλλωἱ, trocken, dürr, ἐλαία, Pind. Ol. 7, 29; spröde, hart, mager, γῆ, Aesch. Pers. 311; steif, σκέλος, im Ggstz von ὑγρός u. χαλαρός, Xen. Eq. 1, 6. 7, 6; Arist. probl. 30, 1; von der Stimme und vom Schall, dumpf, heiser, rauh, hohl, σκληρὸν ἐβρόντησε, Hes. Th. 839, wie σκληραὶ βρονταί Her. 8, 12; u. übertr.: σκληρᾶς ἀοιδοῦ, der grausamen Sphinx, Soph. O. R. 36; τὰ σκλήρ' ἄγαν φρονήματα, Ant. 469; ψυχή, Ai. 1340; σκληρὰ μαλθακῶς λέγων, O. C. 778; θράσος, Eur. Andr. 260, u. öfter; δαίμων, Ar. Nubb. 1246; σκληρὸς τοὺς τρόπους, Pax 350; σκληρῶς καθήμενος, Equitt. 780; καὶ αὐχμηρός, Plat. Conv. 203 c; Ggstz μαλακός Prot. 331 d, μαλθακός Conv. 195 d; καὶ ἀμετάστροφος, Crat. 407 d; ἦθος, ein harter, unbeugsamer Charakter, Conv. 195 e; Ggstz εὐηθικός, Charm. 175 d; σκληρῶς ἀπειλεῖν, Legg. X, 885 d; τὸ τῶν βίων σκληρόν, Pol. 4, 21, 1. – Vgl. σκληφρός.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρός: -ά, -όν, Δωρικ. σκλᾱρὸς Τίμ. Λοκρ. 104C· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― τραχύς, σκληρός, ἄκαμπτος, Λατ. durus, ἀντίθετον τῷ μαλακὸς ἐν πάσῃ σημασία: 1) τραχὺς εἰς τὴν ἁφήν, ξύλον σκληρὸν ἢ μαλακὸν Θέογν. 1194· ἐλαία Πινδ. Ο. 7. 53· γῆ Αἰσχύλ. Πέρσ. 319, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 16, 11· κοίτη Πλάτ. Νόμ. 942D, κτλ. 3) ἐπὶ ἤχου, τραχύς, βαρύς, βαθύς, κρατερός, σκληρὸν ἐβρόντησε Ἡσ. Θεογ. 839· σκλ. βρονταὶ Ἡρόδ. 8. 12· σκληροτέρα ἡ φωνὴ Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 17, 27, κ. ἀλλ.· τόνος ἀπηνὴς καὶ σκ. Πλουτ. Φωκ. 2· πρβλ. αὖος, καὶ τὸ τοῦ Οὐεργιλ. aridus fragor. 3) ἐπὶ γεύσεως καὶ ὀσμῆς, τραχύς, δυσάρεστος, αὐστηρός, δριμύς, πνιγηρός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γλυκὺ καὶ εὐάρεστον, Λατ. asper, σκλ. ὕδατα (ἐκ πετρώδους ἐδάφους ἀναβλύζοντα) Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· οὕτω, σκληρότατος ἀνὴρ καὶ τόπος Πολύβ. 4. 21, 5· ἄνεμος Πολυδ. Α΄, 110, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 9. 57· ἐπὶ οἴνου, τραχύς, βαρύς, στυφός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563· ὀσμαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 12· μεταφορ., σκ. φράσις Διον. Ἁλ. πρ. Γναῖον Πομπ. 1. 2, 6. 4) τραχύς, ἄκαμπτος, μὴ ὑποχωρῶν εἰς πίεσιν, Λατ. rigidus, ἀντίθετον τῷ ὑγρὸς (μαλακός, εἰς πίεσιν ὑποχωρῶν), τιτθίων, σκλ. καὶ κυδώνια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· σκληρότεροι μαστοὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33· σκέλη, χαλινὸς Ξεν. Ἱππ. 1, 5· τί τὸ ὑγρὸν τοῦ χαλινοῦ καὶ τί τὸ σκλ. αὐτόθι 10, 10· ἐπὶ τῆς κόμης (πρβλ. σκληρόθριξ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 10, 4, κ. ἀλλ.· σκλ. δέρμα, σάρξ, κτλ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 14, κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Θεαίτ. 162Β· ἐπὶ κυνῶν, σκλ. τὰ εἴδη Ξεν. Κυν. 3, 2· τράχηλος αὐτόθι 5, 30· οἱ τὸ σῶμα σκληροὶ Ἀριστ. Προβλ. 3. 16, κ. ἀλλ. 5) κοιλία σκλ., δύσκολος, ἐμπεφραγμένη, Ἱππ. Ἀφορ. 1248, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 15. 6) ἐπὶ παίδων, οἵτινες φαίνονται τὴν ἡλικίαν μεγαλείτεροι ἀφ’ ὅ,τι εἶναι, Πλουτ. Ἀγησ. 15, Λουκ. π. Ὀρχ. 21, πρβλ. Stallb. εἰς Πλάτ. Συμπ. 196Α. 7) ἐπὶ φωτὸς ἰσχυροῦ, ἐν σκληρᾷ αὐγῇ ἢ μαλακῇ Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 11. ΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, δύσκολος, μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο, μὴ τὰ σκλ. ἔχῃς Ἐπίχ. 121 Ahr.· τροφὴ Σοφ. Ο. Κ. 1615· δίαιτα Εὐρ. Ἀποσπ. 529· ἀγωγαὶ Πλάτ. Νόμ. 645Α· βίος Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5· τὰ σκλ., δύσκολα ἔργα, σκληραγωγία, Σοφ. Ο. Κ. 1408, κτλ.· σκλ. συμφοραὶ Εὐρ. Ἀποσπ. 685· σκληρὰ μαλθακῶς λέγων Σοφ. Ο. Κ. 774· τὸ σκ. = σκληρότης, ἡ δίαιτα... ὑπερβάλλει ἐπὶ τὸ σκλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 24. 2) ἐπὶ προσώπων, αὐστηρός, δύσκολος, τραχύς, σκληρός, ἰσχυρογνώμων, σκληροτράχηλος, Σοφ. Ἀποσπ. 19, Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε, Τίμ. Λοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σκλ. ἀοιδός, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Ο. Τ. 36· σκλ. γὰρ ἀεὶ Εὐρ. Ἄλκ. 500· σκλ. δαίμων Ἀριστοφ. Νεφ. 1264· σκληρὸς τοὺς τρόπους ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 350· ἄγριοι καὶ σκλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 8, 3· ― οὕτω, σκλ. ψυχὴ Σοφ. Αἴ. 1361, Τρ. 1260· σκλ. ἄγαν φρονήματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 473· ἦθος Πλάτ. Συμπ. 195Ε· σκλ. θράσος, θάρρος ἐπίμονον, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· ― ἐπὶ ἀνέμου, ἰσχυρός, σφοδρός, Ἐπιστ. Ἰακώβ. γ΄, 4. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., σκληρῶς καθῆσθαι, δηλ. ἐπὶ σκληροῦ καθίσματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 783· εὐνάζεσθαι Ξεν. Κυνηγ. 12, 2. 2) μετὰ δυσκολίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 9. 3) τραχύς, μετ’ ἐπιμονῆς καὶ ἰσχυρογνωμοσύνης, σκλ. διαμάχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 629Α· ἀπειλεῖν αὐτόθι 885D· τὰ μαλακὰ σκλ. καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγειν Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 10· σκλ. αὐλεῖν ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 48. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ σκέλλω, σκλῆναι, ἴδε ἐν λέξ. σκέλλω.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. au propre sec, dur, particul. :
1 dur au toucher;
2 sec, p. opp. à humide ὑγρός;
3 p. anal. ; en parl. d’un bruit : σκληραὶ βρονταί HDT coups de tonnerre secs;
4 rigide, raide (p. opp. à souple, moelleux) ; en b. part ferme, solide, vigoureux;
II. fig. 1 dur, rude, pénible : τροφὴ σκληρά SOPH nourriture rude;
2 rigide, rude, dur, inflexible;
Sp. σκληρότατος.
Étymologie: R. Σκελ > Σκλη, dessécher.
English (Slater)
σκληρός
1 hard σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας (O. 7.29) σκληρᾷ[ Πα. 8A. 21.