στερεός: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(strοng) |
(T21) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[ἵστημι]]; [[stiff]], i.e. [[solid]], [[stable]] ([[literally]] or [[figuratively]]): stedfast, [[strong]], [[sure]]. | |strgr=from [[ἵστημι]]; [[stiff]], i.e. [[solid]], [[stable]] ([[literally]] or [[figuratively]]): stedfast, [[strong]], [[sure]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=στερεά, στερεόν (Vanicek, p. 1131; [[Curtius]], § 222), from [[Homer]] [[down]], [[firm]], [[solid]], [[compact]], [[hard]], [[rigid]]: [[λίθος]], [[Homer]] [[Odyssey]] 19,494; [[strong]], [[firm]], [[immovable]], [[θεμέλιος]], [[τροφή]], [[solid]] [[food]], στερεωτερα [[τροφή]], Diodorus 2,4; [[Epictetus]] diss. 2,16, 39; tropically, in a [[bad]] [[sense]], [[cruel]], [[stiff]], [[stubborn]], [[hard]]; [[often]] so in Greek writings from [[Homer]] [[down]]: κραδιη στερεωτερη λιθοιο, [[Odyssey]] 23,103; in a [[good]] [[sense]], [[firm]], [[steadfast]]: τῇ πίστει, as respects [[faith]], [[firm]] of [[faith]] (cf. Winer's Grammar, § 31,6a.), [[στερεόω]], at the [[end]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:03, 28 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, also στερρός (q.v.),
A firm, solid, σ. λίθος ἠὲ σίδηρος Od.19.494; βοέαι Il.17.493; αἰχμὴ σ. πᾶσα χρυσέη all of solid gold, Hdt.1.52, cf. 183; ἕρμα σ. γῆς E.Hel.854, cf. X.Cyn.9.16; γῆ σ. καὶ ἀδιάλυτος Epicur.Nat.14.2; τὰ -ώτερα τῶν ὀστέων, opp. τὰ ἀραιότερα, Hp.Fract.33; τὸ σ., opp. κενόν, Democr. ap. Arist.Ph.188a22, Metaph.985b7; opp. μαλθακός, Pl.Phdr.239c; κυσὶ σ. καὶ ἰσχνοῖς, opp. προβάτοις πίοσι καὶ ἁπαλοῖς, Id.R.422d; ἀθλητής D.L.2.132; βραχίονες Theoc.22.48; δέρματα Pl.Prt.321a; νῆμα Id.Plt.282e; σ. κέρας solid, opp. κοῖλον, Arist.HA500a6; σ. κάλαμος Thphr.HP4.11.10; στερεὰ τροφή solid food, D.S.2.4, Ep.Hebr.5.12, Arr.Epict.2.16.39 (Comp.); τὸ σ. σῶμα, opp. ὁ χυλός, Gal.15.463; σ. κοιλίη costive, Hp.Acut. (Sp.) 56. Adv. -ρεῶς firmly, fast, κατέδησαν Od.14.346; ἐντέτατο Il.10.263; νῶτα . . ἑλκόμενα σ., of wrestlers, 23.715. b of money, standard, of full value, ἀργυρίου στερεὰ τάλαντα SIG826 D 20 (Delph., ii B.C.); so perh. of sums due in kind, πυροῦ στερεοῦ PRein.8.5 (ii B.C.), al.; and of linear and square measures, τῆς προσούσης αὐλῆς πηχῶν σ. ὀκτὼ τὸ ἐπιβάλλον αὐτῷ μέρος ἥμισυ πήχεις σ. τέσσερας eight (four) standard cubits, PStrassb.87 (ii B.C.), cf. PLond.3.1024.19 (ii B.C.); πόδες σ. standard feet, Milet.7p.59 (Didyma); μέτρημα σ. Supp.Epigr.4.446.11 (ibid, iii/ii B.C.). c ὠρύγη ποταμὸς ἐπὶ τὰ τρία σ. the ditch was restored by digging to its three normal dimensions, OGI672 (Canopus, i A.D.), cf. 673, where the Latin version has at tria soldu (m). 2 metaph., stiff, stubborn, στερεοῖς ἐπέεσσι, opp. μειλιχίοις, Il.12.267; κραδίη -ωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od.23.103. Adv. -ρεῶς, ἀποειπεῖν Il.9.510, cf. 23.42. 3 later, hard, stubborn, cruel, πῦρ Pi.O.10(11).36; ὀδύναι Id.P.4.221; ἀπειλαί A.Pr. 174 (anap.); ἁμαρτήματα S.Ant.1262 (lyr.); ἦθος Pl.Plt.309b; οὕτω σ. <τι> πρᾶγμα θερμόν ἐσθ' ὕδωρ Antiph.245; σ. φωνή Tryph.490; τοῦτο ἤδη -ώτερον harder, more difficult, Pl.R.348e. 4 of language, τὸ εὔτονον καὶ σ. solidity, D.H.Din.8; ποιήματα Phld.Po.5.5, cf. 4 (Sup.). 5 σ. ζῴδια, i.e. productive of settled conditions, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.100.17, Ptol.Tetr.32, PMag.Lond.46.47. II of bodies and quantities, solid, cubic, opp. ἐπίπεδος (plane), Pl.Phlb.51c; σ. γωνία a solid angle, Id.Ti.54e sq., cf. Euc. 11 Def.11; σ. πῆχυς POxy.669.7 (iii A.D.); σ. ἀριθμός a cubic number, Arist.Pol.1316a8; τὰ σ. cubic numbers, representing bodies of three dimensions, Pl.Tht.148b: dat. sg. στερεῷ in the third power, Theol.Ar.4. (Cf. Skt. sthirás 'firm, hard, solid', OHG. star 'rigid', OE. starian 'stare fixedly'.)
German (Pape)
[Seite 937] starr, hart, fest. λίθος, Od. 19, 494; stramm, straff, βοέαι, Il. 17, 493, auch übertr., κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο, Od. 23, 103, στερεοῖς ἐπέεσσι, im Ggstz von μειλι χίοις, mit ha rten Worten, Il. 12. 267; u. adv., στερεῶς ἀρνεῖσθαι, ἀποειπεῖν, 9, 510. 23, 42. 715, H. h. Ven 25 Cer. 330; hartnäckig, bestimmt. u. im eigtl. Sinne, στερεῶς καταδῆσαι, ἐντετάσθαι, Od. 14, 346 Il. 10, 263; πῦρ, Pind. Ol. 11, 36, ὀδύναι, P. 4, 221, ἁμαρτήματα στερεά, θανατόεντα, grause, Soph. Ant. 1248, στερεαὶ ἀπειλαί, Aesch. Prom. 173, ἕρμα στερεὸν γῆς, Eur. Hel. 860; Plat. Phaedr. 246, u. öfter, Ggstz μαλθακός, 239 c; ἦθος, Polit. 309 b; στερεῇ φρενὶ τλῆναι ὀϊζύν, Qu. Sm. 9, 508, καὶ ἄνουσος, 9, 461. Bes. von geometrischen Körpern, u. ἀριθμός, Kubikzahl, Plat. Theaet. 148 b; vgl. ἐπίπεδά τε καὶ στερεά, Phil. 51 c; Arist. Pol. 5, 12 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ἀκίνητος, ἄκαμπτος, σκληρός, σταθερός, στ. λίθος ἠὲ σίδηρος Ὀδ. Τ. 494· βόεαι Ἰλ. Ρ. 493· αἰχμὴ στερεὴ πᾶσα χρυσέη, ὅλη ἐκ χρυσοῦ στερεοῦ, Ἡρόδ. 1. 52, πρβλ. 183· ἕρμα στ. γῆς Εὐρ. Ἑλ. 854, πρβλ. Ξεν. Κυν. 9, 16· στ. ὀστέα, ἀντίθετον τῷ ἀραιά, Ἱππ. Ἀγμ. 774· στ. σῶμα, ἀντίθετ. τῷ μανόν, μαλθακόν, Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Φυσ. 1. 5, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 9, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· κυσὶ στ. καὶ ἰσχνοῖς, ἀντίθετ. τῷ πίοσι καὶ ἁπαλοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 422D· ἀθλητὴς Διογ. Λ. 2. 132· βραχίονες Θεόκρ. 22. 48· δέρματα Πλάτ. Πρωτ. 321Α· νῆμα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 282Ε· στ. κέρατα, στερεά, πλήρη, ἀντίθετ. τῷ κοῖλα, Ἀριστ. π . τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 36· οὕτω, στ. κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 10· στερεὰ τροφή Διόδ. 2. 4, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ε΄, 12, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 39· στ. κοιλίη, δυσκόλως ἐνεργοῦσα, ἐμφρακτική, Ἱππ. 406. 7. - Ἐπίρρ. -εῶς, ἰσχυρῶς, δυνατά, καταδῆσαι Ὀδ. Ξ. 346· ἐντετάσθαι Ἰλ. Κ. 263· νῶτα ... ἑλκόμενα στ., ἐπὶ παλαιστῶν, Ψ. 715. 2) μεταφορ., δύσκαμπτος, ἰσχυρογνώμων, τραχύς, στερεοῖς ἐπέεσι, ἀντίθετον τῷ μειλιχίοις, Ἰλ. Μ. 267· κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο Ὀδ. Ψ. 103· οὕτως, ὡσαύτως ὁ Ὅμηρ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐπιρρ., οἷον, στερεῶς ἀρνεῖσθαι, ἀποειπεῖν Ἰλ. Ι. 510, κτλ.· - οὕτω, 3) μετέπειτα, σκληρός, τραχύς, ἀκατάβλητος, πῦρ Πινδ. Ο. 10 (11). 45· ὀδύναι ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 394· ἀπειλαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 174· ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261· ἦθος Πλάτ. Πολιτ. 309Β· οὕτω στ. τι χρῆμα θερμόν ἐσθ’ ὕδωρ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 9· στ. φωνή Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 490· τοῦτο ἤδη στερεώτερον, βαρύτερον, δυσκολώτερον, Πλάτ. Πολ. 348Ε· τὸ εὔτονον καὶ στ., στερεότης γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 8· στερεῶς ἐκθερμανθῆναι, ἐντελῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14. ΙΙ. ἐπὶ σωμάτων καὶ ποσῶν, στερεός, κυβικός, ἀντίθετον τῷ ἐπίπεδος (ἐπὶ ἐπιφανειῶν), Πλάτ. Φίληβ. 51C· στ. γωνία, στερεοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 54Ε, κἑξ., πρβλ. Εὐκλ. 11, ὁρισμ. 1· - στ. ἀριθμός, κυβικὸς ἀριθμός, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 12, 8· τὰ στερεά, κυβικοὶ ἀριθμοὶ παριστάνοντες στερεὰ σώματα (ἢ σώματα καὶ τῶν τριῶν διαστάσεων), Πλάτ. Θεαίτ. 148Β. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ στερρός, στέριφος, στεῖρα, καὶ στηρίζω, στῆρ-ιγξ· Σανσκρ. sthir-as (firm), star-i (vacca sterilis, robur)· Λατ. ster-ilis· Γοτθ. stair-o (στεῖρα)· Ἀγγλο-Σαξον. stear-c (stark)· Ἀρχ. Γερμ. star (starr)· Λιθ. styr-u (rigeo)· ster-va (cadaver).)
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 ferme, dur;
2 robuste, vigoureux;
3 solide, substantiel;
4 en mauv. part dur, cruel;
5 opiniâtre, obstiné ; fig. στερεὸν ἁμάρτημα SOPH faute produite par l’obstination;
Cp. στερεώτερος, Sp. στερεώτατος.
Étymologie: p. *στέρjος, de la R. Στερ, être solide, être dur ; cf. στερρός, lat. sterilis.
English (Autenrieth)
comp. στερεώτερος: hard, stiff; λίθος, βοέη, Il. 17.493; fig., ἔπεα, κραδίη, Μ 2, Od. 23.103.—Adv., στερεῶς, firmly, obstinately, Il. 23.42.
English (Slater)
στερεός
1 harsh, remorseless ὑπὸ στερεῷ πυρὶ (O. 10.36) στερεᾶν ὀδυνᾶν (P. 4.221) adv., -εῶς, τεῖρε δὲ στερεῶλτ;ςγτ; ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν] φέροισαν (supp. Lobel) fr. 169. 29.
English (Strong)
from ἵστημι; stiff, i.e. solid, stable (literally or figuratively): stedfast, strong, sure.
English (Thayer)
στερεά, στερεόν (Vanicek, p. 1131; Curtius, § 222), from Homer down, firm, solid, compact, hard, rigid: λίθος, Homer Odyssey 19,494; strong, firm, immovable, θεμέλιος, τροφή, solid food, στερεωτερα τροφή, Diodorus 2,4; Epictetus diss. 2,16, 39; tropically, in a bad sense, cruel, stiff, stubborn, hard; often so in Greek writings from Homer down: κραδιη στερεωτερη λιθοιο, Odyssey 23,103; in a good sense, firm, steadfast: τῇ πίστει, as respects faith, firm of faith (cf. Winer's Grammar, § 31,6a.), στερεόω, at the end).