ἐξωτερικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(12)
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksoterikos
|Transliteration C=eksoterikos
|Beta Code=e)cwteriko/s
|Beta Code=e)cwteriko/s
|Definition=ή, όν, opp. <b class="b3">ἐσωτερικός</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">external, belonging to the outside</b>, <b class="b3">τὰ ἐ</b>. <b class="b2">the exterior members</b>, such as hands and feet, <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>786a26</span>; <b class="b3">ἐ. ἀρχή</b> <b class="b2">foreign</b> dominion, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1272b19</span>; <b class="b3">ἐ. πράξεις</b> <b class="b2">external</b> activities, ib.<span class="bibl">1325b22</span>; <b class="b3">ἐ. ἀγαθά</b> ib.<span class="bibl">1323b25</span>; <b class="b3">οἱ ἐ</b>. <b class="b2">persons outside</b> the Pythagorean school, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>32.226</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">οἱ ἐ. λόγοι</b> <b class="b2">popular</b> arguments or treatises, opp. <b class="b3">οἱ κατὰ φιλοσοφίαν</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span> 1217b22</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pol.</span>1278b31</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1076a28</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1102a26</span>, al.; ταῦτα -κωτέρας σκέψεως <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1254a33</span>; <b class="b3">ἐ. λόγοι</b>, opp. <b class="b3">ἀκροαματικοί</b> or <b class="b3">ἐσωτερικοί</b> (q. v.), Gell.20.5.2; <b class="b3">ἐ. διάλογοι</b>, opp. <b class="b3">τὰ ἠθικά, τὰ φυσικὰ ὑπομνήματα</b>, Plu.2.1115b; cf. [[ἐσωτερικός]].</span>
|Definition=ἐξωτερική, ἐξωτερικόν, opp. [[ἐσωτερικός]],<br><span class="bld">A</span> [[external]], [[belonging to the outside]], [[τὰ ἐξωτερικά]] = [[the exterior members]], such as hands and feet, Arist. ''GA''786a26; [[ἐξωτερικὴ ἀρχή]] = [[foreign]] [[dominion]], Id.''Pol.''1272b19; [[ἐξωτερικαὶ πράξεις]] = [[external]] [[activity|activities]], ib.1325b22; [[ἐξωτερικὰ ἀγαθά]] ib.1323b25; [[οἱ ἐξωτερικοί]] = [[persons outside]] the [[Pythagorean]] [[school]], Iamb.''VP''32.226.<br><span class="bld">II</span> [[οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι]] = [[popular]] [[argument]]s or [[treatise]]s, opp. οἱ κατὰ [[φιλοσοφία]]ν, Arist.''EE'' 1217b22, ''Pol.''1278b31, ''Metaph.''1076a28, ''EN''1102a26, al.; ταῦτα ἐξωτερικωτέρας σκέψεως Id.''Pol.''1254a33; ἐξωτερικοὶ [[λόγος|λόγοι]], opp. [[ἀκροαματικός|ἀκροαματικοί]] or [[ἐσωτερικός|ἐσωτερικοί]] ([[quod vide|q.v.]]), Gell.20.5.2; ἐξωτερικοὶ [[διάλογος|διάλογοι]], opp. τὰ [[ἠθικός|ἠθικά]], τὰ [[φυσικός|φυσικὰ]] [[ὑπόμνημα|ὑπομνήματα]], Plu.2.1115b; cf. [[ἐσωτερικός]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, Ggstz von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; [[σκέψις]] 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; [[σκέψις]] 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξωτερικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[внешний]], [[наружный]]: τὰ ἐξωτερικά (''[[sc.]]'' μόρια) Arst. внешние органы, конечности;<br /><b class="num">2</b> [[иноземный]]: ἐξωτερικὴ [[ἀρχή]] Arst. власть над чужими землями;<br /><b class="num">3</b> [[особый]], [[отличный]], [[иной]] ([[σκέψις]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[общественный]], [[публичный]] (πράξεις Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[эксотерический]], [[предназначенный для широкой публики]], [[популярный]] (λόγοι Arst.; διάλογοι Plut.): οἱ ἐξωτερικοί Cic., Gell. эксотерики (начинающие ученики пифагорейской школы).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξωτερικός]], -ή, -όν) [[εξώτερος]]<br />αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική [[επιφάνεια]], που υπάρχει [[προς]] τα έξω («εξωτερική [[σκάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική [[πολιτική]]», «[[υπουργείο]] εξωτερικών»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξωτερικό</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)<br />β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή<br />γ) η φαινομενική [[πλευρά]] ενός προβλήματος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[συγγενής]] με κάποιον, ο [[ξένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], [[ξενικός]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῡσιν οἱ Κρῆτες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημώδης]], [[λαϊκός]]<br /><b>3.</b> [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ηθικός]])<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί ἐξωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη [[σχολή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα<br />β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — [[φυσικά]] υπομνήματα.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξωτερικός]], -ή, -όν) [[εξώτερος]]<br />αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική [[επιφάνεια]], που υπάρχει [[προς]] τα έξω («εξωτερική [[σκάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική [[πολιτική]]», «[[υπουργείο]] εξωτερικών»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξωτερικό</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)<br />β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή<br />γ) η φαινομενική [[πλευρά]] ενός προβλήματος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[συγγενής]] με κάποιον, ο [[ξένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], [[ξενικός]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῦσιν οἱ Κρῆτες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημώδης]], [[λαϊκός]]<br /><b>3.</b> [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ηθικός]])<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί ἐξωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη [[σχολή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα<br />β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — [[φυσικά]] υπομνήματα.
}}
{{trml
|trtx====[[external]]===
Armenian: արտաքին; Bulgarian: външен; Catalan: extern, externa; Chinese Mandarin: 外部的; Czech: externí, vnější; Danish: udvendig, ekstern, udvortes; Dutch: [[uiterlijk]], [[uitwendig]]; Esperanto: ekstera, malena; Finnish: ulko-, ulkoinen, ulkonainen, ulkopuolinen; French: [[externe]]; Galician: externo; German: [[außen-]], [[extern]], [[äußerlich]]; Greek: [[εξωτερικός]]; Ancient Greek: [[ἐξωτερικός]], [[ἐξώτερος]]; Hungarian: külső; Ido: extera; Irish: imeachtrach; Italian: [[esterno]]; Japanese: 外側の, 外部の; Latin: [[exter]], [[externus]]; Manchu: ᡨᡠᠯᡝᡵᡤᡳ; Maori: a waho, o waho, mōwaho; Occitan: extèrne, extèrna; Persian: بیرونی‎, بیگانه‎; Pitcairn-Norfolk: ekstirnal; Polish: zewnętrzny; Portuguese: [[externo]]; Romanian: extern; Russian: [[внешний]], [[наружный]]; Serbo-Croatian: èkstērnī, ìzvanjskī, vànjskī; Spanish: [[externo]]; Swedish: extern; Telugu: బహిర్గత; Ukrainian: зовнішній; Urdu: بیرونی‎
}}
}}

Latest revision as of 09:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξωτερικός Medium diacritics: ἐξωτερικός Low diacritics: εξωτερικός Capitals: ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: exōterikós Transliteration B: exōterikos Transliteration C: eksoterikos Beta Code: e)cwteriko/s

English (LSJ)

ἐξωτερική, ἐξωτερικόν, opp. ἐσωτερικός,
A external, belonging to the outside, τὰ ἐξωτερικά = the exterior members, such as hands and feet, Arist. GA786a26; ἐξωτερικὴ ἀρχή = foreign dominion, Id.Pol.1272b19; ἐξωτερικαὶ πράξεις = external activities, ib.1325b22; ἐξωτερικὰ ἀγαθά ib.1323b25; οἱ ἐξωτερικοί = persons outside the Pythagorean school, Iamb.VP32.226.
II οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι = popular arguments or treatises, opp. οἱ κατὰ φιλοσοφίαν, Arist.EE 1217b22, Pol.1278b31, Metaph.1076a28, EN1102a26, al.; ταῦτα ἐξωτερικωτέρας σκέψεως Id.Pol.1254a33; ἐξωτερικοὶ λόγοι, opp. ἀκροαματικοί or ἐσωτερικοί (q.v.), Gell.20.5.2; ἐξωτερικοὶ διάλογοι, opp. τὰ ἠθικά, τὰ φυσικὰ ὑπομνήματα, Plu.2.1115b; cf. ἐσωτερικός.

German (Pape)

[Seite 891] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, Gegensatz von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; σκέψις 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5.

Russian (Dvoretsky)

ἐξωτερικός:
1 внешний, наружный: τὰ ἐξωτερικά (sc. μόρια) Arst. внешние органы, конечности;
2 иноземный: ἐξωτερικὴ ἀρχή Arst. власть над чужими землями;
3 особый, отличный, иной (σκέψις Arst.);
4 общественный, публичный (πράξεις Arst.);
5 эксотерический, предназначенный для широкой публики, популярный (λόγοι Arst.; διάλογοι Plut.): οἱ ἐξωτερικοί Cic., Gell. эксотерики (начинающие ученики пифагорейской школы).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωτερικός: -ή, -όν, (ἔξω) ἀντίθ. τῷ ἐσωτερικός, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ἔξω, ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν μελῶν τοῦ σώματος, τὴν γλῶτταν δεῖ ὑπολαβεῖν ὥσπερ ἓν μόριον τῶν ἐξωτερικῶν εἶναι... οἷον χεῖρα ἢ πόδα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 5. 6, 9· ἐξωτ. ἀρχή, ἀρχὴ ἐν τῷ ἐξωτερικῷ ὁ αὐτὸς Πολιτικ. 2. 10, 16, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ οἰκεῖος, οἷς οὐκ εἰσὶν ἐξωτερικαὶ πράξεις παρὰ τὰς οἰκείας αὐτῶν αὐτόθι 7. 3, 8· ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως ἐξωτερικωτέρας ἐστὶ σκέψεως, ἰδιαιτέρας πραγματείας, αὐτόθι 1. 5, 4· μακάριος δι’ οὐθὲν τῶν ἐξωτερικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ δι’ αὑτὸν αὐτὸς αὐτόθι 7. 1, 10. ΙΙ. οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι τοῦ Ἀριστ. κατὰ τὸν Γέλλιον (Gellius 20. 5) ἦσαν δημώδεις πραγματεῖαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀκροατικούς, ἀκροαματικοὺς ἢ ἐσωτερικούς, οἵτινες περιελάμβανον τὴν ὑψηλοτέραν αὐτοῦ φιλοσοφίαν, πρβλ. Πλούτ. 2. 1115 (ἔνθα οἱ ἐξωτερικοὶ διάλογοι ἀντιτίθενται πρὸς τὰ ἠθικὰ ὑπομνήματα καὶ τὰ φυσικά), Κλήμ. Ἀλ. 68· ἀλλ’ ὁ Κικέρων Fin. 5. 5, φαίνεται ὅτι ἐθεώρει τὴν διαφορὰν ὡς πρὸς τὸ ὕφος (unum populariter scriptum, alterum limatius). Παρ’ αὐτῷ τῷ Ἀριστ. ὅμως οὐδαμοῦ ἀναφέρονται λόγοι ἀκροατικοὶ ἢ ἐσωτερικοί, καὶ πανταχοῦ ὅπου ἀναφέρονται οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι φαίνονται ὅτι σημαίνουσι δημώδη ἐπιχειρήματα ἢ συλλογισμοὺς συνήθεις παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, οἵους καὶ αὐτὸς μεταχειρίζεται ἔν τισι τῶν δημωδεστέρων αὐτοῦ ἔργων, Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 1, 4. Φυσ. 4. 10, 1, Ἠθ. Ν. 1. 13, 6, Πολ. 3. 6, 5., 7. 1, 2· οὕτως ἀκριβῶς καὶ τὸ λόγοι ἐγκύκλιοι (ἴδε ἐγκύκλιοι)· ἐν Ἠθ. Εὐδ. 1. 8, 4, ῥητῶς ἀντιτίθεται πρὸς τὸ κατὰ φιλοσοφίαν, ἴδε Bonitz, Πίνακ. Ἀριστ. (Index Aristotelicus) σ. 104. 44 κἑξ.· πρβλ. ἐσωτερικός· - οἱ ἐξωτερικοί, οἱ ἀρχάριοι μαθηταὶ τοῦ Πυθαγόρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἀκροαματικούς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 16, Fin. 5. 12, Γέλλ. 20. 5, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 448.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξωτερικός, -ή, -όν) εξώτερος
αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα»)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος
2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική πολιτική», «υπουργείο εξωτερικών»)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξωτερικό
α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)
β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή
γ) η φαινομενική πλευρά ενός προβλήματος
μσν.
αυτός που δεν είναι συγγενής με κάποιον, ο ξένος
αρχ.
1. ξένος, ξενικόςοὔτε γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῦσιν οἱ Κρῆτες», Αριστοτ.)
2. δημώδης, λαϊκός
3. υλικός (σε αντίθεση προς το ηθικός)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί ἐξωτερικοί
οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη σχολή
5. φρ. α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα
β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — φυσικά υπομνήματα.

Translations

external

Armenian: արտաքին; Bulgarian: външен; Catalan: extern, externa; Chinese Mandarin: 外部的; Czech: externí, vnější; Danish: udvendig, ekstern, udvortes; Dutch: uiterlijk, uitwendig; Esperanto: ekstera, malena; Finnish: ulko-, ulkoinen, ulkonainen, ulkopuolinen; French: externe; Galician: externo; German: außen-, extern, äußerlich; Greek: εξωτερικός; Ancient Greek: ἐξωτερικός, ἐξώτερος; Hungarian: külső; Ido: extera; Irish: imeachtrach; Italian: esterno; Japanese: 外側の, 外部の; Latin: exter, externus; Manchu: ᡨᡠᠯᡝᡵᡤᡳ; Maori: a waho, o waho, mōwaho; Occitan: extèrne, extèrna; Persian: بیرونی‎, بیگانه‎; Pitcairn-Norfolk: ekstirnal; Polish: zewnętrzny; Portuguese: externo; Romanian: extern; Russian: внешний, наружный; Serbo-Croatian: èkstērnī, ìzvanjskī, vànjskī; Spanish: externo; Swedish: extern; Telugu: బహిర్గత; Ukrainian: зовнішній; Urdu: بیرونی‎