προνοητικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pronoitikos
|Transliteration C=pronoitikos
|Beta Code=pronohtiko/s
|Beta Code=pronohtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[provident]], [[cautious]], [[wary]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.3.9</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>344</span>; τὸ πόρρωθεν π. <span class="bibl">M.Ant.1.16</span>: Comp. -ώτερος <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>19</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.4.6</span>, <span class="bibl">Aen.Tact.18.11</span>, <span class="bibl">Ph.1.500</span>, <span class="bibl">Sor.1.14</span>; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.5.8</span>: Sup. -ώτατα <b class="b2">most wisely</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>104.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">taking thought</b> or <b class="b2">care for</b>, esp. of divine providence, θεὸς π. κόσμου <span class="bibl">D.L.7.147</span>, cf. <span class="bibl">Str.10.3.23</span>, <span class="bibl">Ph.2.242</span>; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1141a28</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.546</span>, Plu.2.1052b, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>120</span>: Comp. -ώτερος <span class="bibl">Chio <span class="title">Ep.</span>15.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of things, <b class="b2">showing forethought</b> or [[design]], <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.3.6</span>.</span>
|Definition=προνοητική, προνοητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[provident]], [[cautious]], [[wary]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.3.9, Men.''Epit.''344; τὸ πόρρωθεν π. M.Ant.1.16: Comp. [[προνοητικώτερος]] Procop.''Arc.''19. Adv. [[προνοητικῶς]] [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.4.6, Aen.Tact.18.11, Ph.1.500, Sor.1.14; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός J.''AJ''11.5.8: Sup. [[προνοητικώτατα]] = [[most wisely]], A.D.''Pron.''104.13.<br><span class="bld">2</span> [[taking thought for]] or [[taking care for]], especially of [[divine]] [[providence]], θεὸς π. κόσμου D.L.7.147, cf. Str.10.3.23, Ph.2.242; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1141a28, cf. Ph.2.546, Plu.2.1052b, Procl.''Inst.''120: Comp. [[προνοητικώτερος]] Chio ''Ep.''15.2.<br><span class="bld">II</span> of things, [[showing]] [[forethought]] or [[design]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.3.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0735.png Seite 735]] ή, όν, zum Vorhersehen, zur Vorsorge gehörig, vorsichtig, bedachtsam, sorgsam, Xen. Mem. 4, 3, 6; adv., S. Emp. adv. log. 2, 286.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0735.png Seite 735]] ή, όν, zum Vorhersehen, zur Vorsorge gehörig, vorsichtig, bedachtsam, sorgsam, Xen. Mem. 4, 3, 6; adv., S. Emp. adv. log. 2, 286.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προνοητικός''': , -όν, ὁ προνοῶν, [[προφυλακτικός]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Πλούτ. 2. 1052Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ δεικνύων πρόνοιαν ἢ σκοπόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6· πρ. ἔχειν δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[prévoyant]];<br /><b>2</b> [[qui a soin de pourvoir]], [[qui prend soin de]].<br />'''Étymologie:''' [[προνοέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προνοητικός -ή -όν [προνοέω] vooruitziend:. δύναμις π. het vermogen om vooruit te zien Aristot. EN 1141a28. voorzichtig, bedachtzaam.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> prévoyant;<br /><b>2</b> qui a soin de pourvoir, qui prend soin de.<br />'''Étymologie:''' [[προνοέω]].
|elrutext='''προνοητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[предусмотрительный]], [[осмотрительный]] (π. ἢ [[ἀνόητος]] Xen.; [[δύναμις]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[заботливый]], [[внимательный]] (προνοητικοὶ καὶ φιλάνθρωποι θεοί Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προνοητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προνοητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προνοεί, να προβλέπει<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[προσεκτικός]] (α. «για να μην αντιμετωπίζει [[κανείς]] πολλές δυσκολίες, [[πρέπει]] να [[είναι]] [[προνοητικός]]» β. «ἐνόμιζες [[εἶναι]] τῶν... προνοητικῶν μᾱλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προέρχεται από τον θεό, [[θεόσταλτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]] («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πράγμα]] ή [[ενέργεια]]) αυτός που ενέχει [[πρόθεση]], [[σκοπιμότητα]] («καὶ τοῦτο, ἔφη, προνοητικόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προνοητικόν</i><br />η [[πρόνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προνοητικώς</i> / <i>προνοητικῶς</i> ΝΜΑ και <i>προνοητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προνοητικό («ταῡτα οὕτω προνοητικῶς [[πεπραγμένα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «προνοητικῶς ἔχω» — [[προνοώ]], [[φροντίζω]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προνοητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προνοητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να προνοεί, να προβλέπει<br /><b>2.</b> [[συνετός]], [[φρόνιμος]], [[προσεκτικός]] (α. «για να μην αντιμετωπίζει [[κανείς]] πολλές δυσκολίες, [[πρέπει]] να [[είναι]] [[προνοητικός]]» β. «ἐνόμιζες [[εἶναι]] τῶν... προνοητικῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που προέρχεται από τον θεό, [[θεόσταλτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]] («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (για [[πράγμα]] ή [[ενέργεια]]) αυτός που ενέχει [[πρόθεση]], [[σκοπιμότητα]] («καὶ τοῦτο, ἔφη, προνοητικόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προνοητικόν</i><br />η [[πρόνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προνοητικώς</i> / <i>προνοητικῶς</i> ΝΜΑ και <i>προνοητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προνοητικό («ταῦτα οὕτω προνοητικῶς [[πεπραγμένα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «προνοητικῶς ἔχω» — [[προνοώ]], [[φροντίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προνοητικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προνοητικός]], [[προβλεπτικός]], [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει [[πρόνοια]] ή [[προμελέτη]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.
|lsmtext='''προνοητικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προνοητικός]], [[προβλεπτικός]], [[προσεκτικός]], [[επιφυλακτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει [[πρόνοια]] ή [[προμελέτη]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προνοητικός:'''<br /><b class="num">1)</b> предусмотрительный, осмотрительный (π. ἢ [[ἀνόητος]] Xen.; [[δύναμις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> заботливый, внимательный (προνοητικοὶ καὶ φιλάνθρωποι θεοί Plut.).
|lstext='''προνοητικός''': -ή, -όν, ὁ προνοῶν, [[προφυλακτικός]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Πλούτ. 2. 1052Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ δεικνύων πρόνοιαν ἢ σκοπόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6· πρ. ἔχειν δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=προνοητικός -ή -όν [προνοέω] vooruitziend:. δύναμις π. het vermogen om vooruit te zien Aristot. EN 1141a28. voorzichtig, bedachtzaam.
|mdlsjtxt=[[προνοητικός]], ή, όν [from προνοοῦμαι]<br /><b class="num">I.</b> [[provident]], [[cautious]], [[wary]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> of things, showing [[forethought]] or [[design]], Xen.: adv. [[προνοητικῶς]], Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=[[προνοητικός]], ή, όν [from προνοοῦμαι]<br /><b class="num">I.</b> [[provident]], [[cautious]], [[wary]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> of things, shewing [[forethought]] or [[design]], Xen.: adv. -κῶς, Xen.
|trtx====[[provident]]===
Armenian: հեռատես, շրջահայաց, կանխատես; Bulgarian: предвидлив; Dutch: [[voorziend]], [[vooruitziend]], [[voorzichtig]], [[vooruitkijkend]], [[voorbedachtzaam]], [[voorzorgend]], [[voorzorgelijk]], [[vooruitschouwend]], [[provident]]; Finnish: kaukokatseinen, kaukoviisas; German: [[vorausschauend]], [[vorsorgend]], [[vorsorglich]]; Icelandic: fyrirhyggjusamur, forsjáll, framsýnn, aðgætinn; Korean: 신중한; Polish: przezorny; Russian: [[предвидящий]], [[предусмотрительный]]; Spanish: [[providente]]; Ukrainian: передбачливий
===[[prudent]]===
Arabic: حَرِيص‎, حَكِيم‎; Egyptian Arabic: حريص‎; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: [[voorzichtig]], [[omzichtig]], [[vooruitziend]], [[prudent]]; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: [[prudent]]; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: [[umsichtig]], [[vorsichtig]]; Ancient Greek: [[αἴσιμος]], [[ἀριφραδής]], [[ἀρίφρων]], [[ἀσφαλής]], [[γιγνώσκων]], [[δαΐφρων]], [[ἔμπειρος]], [[ἔμφρενος]], [[ἐμφρόνιμος]], [[ἔμφρων]], [[ἐπιλογιστικός]], [[ἐπιστήμων]], [[ἐπίφρων]], [[εὔβουλος]], [[εὐγνώμων]], [[εὐλόγιστος]], [[εὔμητις]], [[εὐπρόσκοπος]], [[εὐφρονέων]], [[ἐχέφρων]], [[κεδνός]], [[νηφάλιος]], [[νοήμων]], [[ὀρθόβουλος]], [[περιεσκεμμένος]], [[πευκάλιμος]], [[πινυτός]], [[πινυτόφρων]], [[πολύφρων]], [[προμαθής]], [[προμηθές]], [[προμηθεύς]], [[προμηθής]], [[προνοητικός]], [[πρόνοος]], [[σαόφρων]], [[σοφιστής]], [[σοφός]], [[σώφρων]], [[φρόνιμος]]; Italian: [[prudente]]; Japanese: 慎重; Latin: [[prudens]], [[cordatus]]; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: [[prudente]]; Russian: [[рассудительный]], [[благоразумный]], [[осторожный]]; Scottish Gaelic: glic; Spanish: [[prudente]]; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνοητικός Medium diacritics: προνοητικός Low diacritics: προνοητικός Capitals: ΠΡΟΝΟΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pronoētikós Transliteration B: pronoētikos Transliteration C: pronoitikos Beta Code: pronohtiko/s

English (LSJ)

προνοητική, προνοητικόν,
A provident, cautious, wary, X.Mem.1.3.9, Men.Epit.344; τὸ πόρρωθεν π. M.Ant.1.16: Comp. προνοητικώτερος Procop.Arc.19. Adv. προνοητικῶς X.Mem.1.4.6, Aen.Tact.18.11, Ph.1.500, Sor.1.14; π. ἔχειν Aristid.1.377 J.; π. ἔχειν τινός J.AJ11.5.8: Sup. προνοητικώτατα = most wisely, A.D.Pron.104.13.
2 taking thought for or taking care for, especially of divine providence, θεὸς π. κόσμου D.L.7.147, cf. Str.10.3.23, Ph.2.242; φύσις π. τοῦ ζῴου Gal.11.158: abs., ἔχειν π. δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Arist.EN1141a28, cf. Ph.2.546, Plu.2.1052b, Procl.Inst.120: Comp. προνοητικώτερος Chio Ep.15.2.
II of things, showing forethought or design, X.Mem.4.3.6.

German (Pape)

[Seite 735] ή, όν, zum Vorhersehen, zur Vorsorge gehörig, vorsichtig, bedachtsam, sorgsam, Xen. Mem. 4, 3, 6; adv., S. Emp. adv. log. 2, 286.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 prévoyant;
2 qui a soin de pourvoir, qui prend soin de.
Étymologie: προνοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνοητικός -ή -όν [προνοέω] vooruitziend:. δύναμις π. het vermogen om vooruit te zien Aristot. EN 1141a28. voorzichtig, bedachtzaam.

Russian (Dvoretsky)

προνοητικός:
1 предусмотрительный, осмотрительный (π. ἢ ἀνόητος Xen.; δύναμις Arst.);
2 заботливый, внимательный (προνοητικοὶ καὶ φιλάνθρωποι θεοί Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / προνοητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προνοητής
1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει
2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν... προνοητικῶν μᾶλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
αυτός που προέρχεται από τον θεό, θεόσταλτος
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)
2. (για πράγμα ή ενέργεια) αυτός που ενέχει πρόθεση, σκοπιμότητα («καὶ τοῦτο, ἔφη, προνοητικόν», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προνοητικόν
η πρόνοια.
επίρρ...
προνοητικώς / προνοητικῶς ΝΜΑ και προνοητικά Ν
κατά τρόπο προνοητικό («ταῦτα οὕτω προνοητικῶς πεπραγμένα», Ξεν.)
αρχ.
φρ. «προνοητικῶς ἔχω» — προνοώ, φροντίζω.

Greek Monotonic

προνοητικός: -ή, -όν,
I. προνοητικός, προβλεπτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που δείχνει πρόνοια ή προμελέτη, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προνοητικός: -ή, -όν, ὁ προνοῶν, προφυλακτικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Πλούτ. 2. 1052Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ δεικνύων πρόνοιαν ἢ σκοπόν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6· πρ. ἔχειν δύναμιν περὶ τὸν αὑτῶν βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6, κτλ.

Middle Liddell

προνοητικός, ή, όν [from προνοοῦμαι]
I. provident, cautious, wary, Xen.
II. of things, showing forethought or design, Xen.: adv. προνοητικῶς, Xen.

Translations

provident

Armenian: հեռատես, շրջահայաց, կանխատես; Bulgarian: предвидлив; Dutch: voorziend, vooruitziend, voorzichtig, vooruitkijkend, voorbedachtzaam, voorzorgend, voorzorgelijk, vooruitschouwend, provident; Finnish: kaukokatseinen, kaukoviisas; German: vorausschauend, vorsorgend, vorsorglich; Icelandic: fyrirhyggjusamur, forsjáll, framsýnn, aðgætinn; Korean: 신중한; Polish: przezorny; Russian: предвидящий, предусмотрительный; Spanish: providente; Ukrainian: передбачливий

prudent

Arabic: حَرِيص‎, حَكِيم‎; Egyptian Arabic: حريص‎; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı