ὁμοιόω: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoioo
|Transliteration C=omoioo
|Beta Code=o(moio/w
|Beta Code=o(moio/w
|Definition=<span class="bibl">Th.3.82</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>393c</span> : aor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ὡμοίωσα <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>33</span>, <span class="bibl">Isoc.11.8</span> :— Med., Hdt. (v. infr.) :—mostly in Pass., fut. ὁμοιωθήσομαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>964d</span>, or in med. form ὁμοιώσομαι <span class="bibl">Hdt.7.158</span> : aor. ὡμοιώθην <span class="bibl">Th.5.103</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>510a</span>, <span class="bibl">Isoc.5.114</span>, etc. ; Ep. inf. <b class="b3">ὁμοιωθήμεναι</b> (v. infr.) : pf. ὡμοίωμαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>431e</span> :—[[make like]], ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>33</span> ; πᾶν παντὶ ὁ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>261e</span> ; ἑαυτὸν ἄλλῳ <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>393c</span> ; χοῦν . . -ώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ <span class="bibl">Hdt.8.28</span> ; τοῖς πεπλασμένοις καὶ τοῖς γεγραμμένοις τὴν τοῦ σώματος φύσιν <span class="bibl">Isoc.9.75</span> ; ἑαυτῷ τι <span class="bibl">Arist.<span class="title">GC</span>324a10</span> ; <b class="b3">πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁ</b>. [[makes]] them [[correspond]] to prevailing conditions, <span class="bibl">Th.3.82</span> :—Pass., <b class="b2">to be made like, become like</b>, in Hom. only in aor. inf. Pass., ὁμοιωθήμεναι ἄντην <span class="bibl">Il.1.187</span>, <span class="bibl">Od.3.120</span> ; ὁμοιωθέντ' Ἀφροδίτῃ <span class="bibl">Emp.22.5</span> ; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span> 1348</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Med.</span>890</span> ; ἐς τὴν εὐβουλίαν . . ἄλλοις ὁ. <span class="bibl">Th.2.97</span>, cf. <span class="bibl">5.103</span>, <span class="bibl">Hdt.7.158</span> ; κατὰ τὸ ἦθος ὁ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν <span class="bibl">Isoc.5.114</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[liken]], [[compare]], in Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ -ούμενος <span class="bibl">Hdt. 1.123</span> :—later in Act., <b class="b3">τίνι ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην</b>; <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>11.16</span> ; ἡ πόλις τινὰ Λυκούργῳ κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν πρᾶξιν ὁμοιοῦσα <span class="title">BSA</span>29.35 (Sparta, iv A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., [[to be like]], interpol. in Dsc.3.45.</span>
|Definition=Th.3.82, Pl.R.393c : aor.<br><span class="bld">A</span> ὡμοίωσα E.Hel.33, Isoc.11.8 :—Med., [[Herodotus|Hdt.]] (v. infr.) :—mostly in Pass., fut. ὁμοιωθήσομαι Pl.Lg.964d, or in med. form ὁμοιώσομαι [[Herodotus|Hdt.]]7.158 : aor. ὡμοιώθην Th.5.103, Pl. R.510a, Isoc.5.114, etc.; Ep. inf. [[ὁμοιωθήμεναι]] (v. infr.) : pf. ὡμοίωμαι Pl.R.431e :—[[make like]], ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν E.Hel.33; πᾶν παντὶ ὁ. Pl.Phdr.261e; ἑαυτὸν ἄλλῳ Id.R.393c; χοῦν . . ὁμοιώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ [[Herodotus|Hdt.]]8.28; τοῖς πεπλασμένοις καὶ τοῖς γεγραμμένοις τὴν τοῦ σώματος φύσιν Isoc.9.75; ἑαυτῷ τι Arist.GC324a10; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ = [[make]]s them [[correspond]] to [[prevailing]] [[condition]]s, Th.3.82 :—Pass., [[ὁμοιοῦμαι]] = to [[be made like]], [[become like]], in Hom. only in aor. inf. Pass., ὁμοιωθήμεναι ἄντην Il.1.187, Od.3.120; ὁμοιωθέντ' Ἀφροδίτῃ Emp.22.5; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς E.Ba. 1348, cf. Med.890; ἐς τὴν εὐβουλίαν . . ἄλλοις ὁ. Th.2.97, cf. 5.103, [[Herodotus|Hdt.]]7.158; κατὰ τὸ ἦθος ὁ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Isoc.5.114.<br><span class="bld">2</span> [[liken]], [[compare]], in Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος [[Herodotus|Hdt.]] 1.123 :—later in Act., τίνι ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; Ev.Matt.11.16; ἡ πόλις τινὰ Λυκούργῳ κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν πρᾶξιν ὁμοιοῦσα BSA29.35 (Sparta, iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be like]], interpol. in Dsc.3.45.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0336.png Seite 336]] ähnlich, gleich machen, vergleichen; στυγέῃ δὲ καὶ [[ἄλλος]] [[ἶσον]] ἐμοὶ [[φάσθαι]] καὶ ὁμοιωθἧμεναι [[ἄντην]], Il. 1, 187, wie Od. 3, 120, mit mir verglichen zu werden; ὁμοιώσασ' ἐμοὶ [[εἴδωλον]] ἔμπνουν, Eur. Hel. 33; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς, Bacch. 1346; ἄστροις ὁμοιωθέντε, Hel. 139; ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνήν, Plat. Rep. III, 393 c; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ, Thuc. 3, 82; oft bei Sp., wie N. T. – Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι [[ἑωυτοῦ]] ὁμοιούμενος, Her. 1, 123; ἐπιτηδεύων ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ ὁμοιοῦσθαι, Plat. Rep. X, 613 b; – pass., ἄνδρα ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον, Rep. VI, 498 e; ὁμοιοῦταί τινι, Isocr. 2, 31; μηδ' ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, Thuc. 5, 103; Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0336.png Seite 336]] ähnlich, gleich machen, vergleichen; στυγέῃ δὲ καὶ [[ἄλλος]] [[ἶσον]] ἐμοὶ [[φάσθαι]] καὶ ὁμοιωθἧμεναι [[ἄντην]], Il. 1, 187, wie Od. 3, 120, mit mir verglichen zu werden; ὁμοιώσασ' ἐμοὶ [[εἴδωλον]] ἔμπνουν, Eur. Hel. 33; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς, Bacch. 1346; ἄστροις ὁμοιωθέντε, Hel. 139; ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνήν, Plat. Rep. III, 393 c; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ, Thuc. 3, 82; oft bei Sp., wie [[NT|N.T.]] – Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι [[ἑωυτοῦ]] ὁμοιούμενος, Her. 1, 123; ἐπιτηδεύων ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ ὁμοιοῦσθαι, Plat. Rep. X, 613 b; – pass., ἄνδρα ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον, Rep. VI, 498 e; ὁμοιοῦταί τινι, Isocr. 2, 31; μηδ' ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, Thuc. 5, 103; Folgde.
}}
{{bailly
|btext=[[ὁμοιῶ]] :<br /><i>impf.</i> ὡμοίουν, <i>f.</i> ὁμοιώσω, <i>ao.</i> [[ὡμοίωσα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὁμοιωθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὡμοιώθην]], <i>pf.</i> [[ὡμοίωμαι]];<br /><b>1</b> [[rendre semblable]], [[assimiler]] ; <i>Pass.</i> [[devenir semblable à]] <i>ou</i> [[être semblable à]], τινι;<br /><b>2</b> [[comparer]] : τινί τι, une chose à une autre;<br /><b>3</b> [[adapter]], [[conformer à]], <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὁμοιόομαι]], [[ὁμοιοῦμαι]] = [[rendre semblable]], [[assimiler]] : τί τινι, une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόω:''' (inf. aor. pass. ὁμοιωθῆναι - эп. [[ὁμοιωθήμεναι]]) тж. med.<br /><b class="num">1</b> [[делать похожим]]: ὁ. εἴδωλόν τινι Eur. создать чье-л. изображение;<br /><b class="num">2</b> [[уподоблять]], [[приравнивать]] ([[πᾶν]] παντί Plat.; ὁμοιωθῆναί τινι κατὰ πάντα NT): ὁμοιωθήμεναί τινι Hom. равнять себя с кем-л.;<br /><b class="num">3</b> [[выравнивать]], [[сглаживать]], [[сравнивать]] ([[χοῦν]] τῷ ἄλλῳ χώρῳ Her.);<br /><b class="num">4</b> [[приспособлять]], [[приноравливать]] (τι πρὸς τὰ παρόντα Thuc.): ὁμοιεύμενοι ἐκείνοισι Her. в подражание им.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιόω''': Θουκ. 3. 82, Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, διάφ. γραφ. Ἰσόκ. 223Α: ἀόρ. ὡμοίωσα Εὐρ. Ἑλ. 33, Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ. Ἡρόδ., ἴδε κατωτ.· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μέλλ. ὁμοιωθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 964D, ἢ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁμοιώσομαι Ἡρόδ. 7. 158: ἀόρ. ὡμοιώθην Πλάτ. Πολ. 510Α, Ἰσοκρ., κτλ. Ἐπικ. ἀπαρ. ὁμοιωθήμεναι (ἴδε κατωτ.). Ποιῶ ὅμοιον, ἐξομοιῶ, Λατιν. assimilare, ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ [[εἴδωλον]] ἔμπνουν Εὐρ. Ἑλ. 33· πᾶν παντὶ ὁμ. Πλάτ. Φαῖδρ. 261Ε· ἑαυτὸν ἄλλῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ 393C· ἑαυτῷ τι Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 7, 8· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] τῶν πολλῶν ὁμ., [[προσαρμόζω]] αὐτὰς πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις, Θουκ. 3. 82· - παθ., [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀπαρ. ἀορ. παθητ., ὁμοιωθήμεναι [[ἄντην]] (Ἐπικ. ἀντὶ ὁμοιωθῆναι) Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Γ. 120· [[ὀργὰς]] πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1348, πρβλ. Μήδ. 890· ἐς τὴν εὐβουλίαν.. ἄλλοις ὁμ. Θουκ. 2. 97, πρβλ. 5. 103· κατὰ τὸ [[ἦθος]] ὁμ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Ἰσοκρ. 105D· συχνὸν [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ.· ἐν τῷ πρκμ. ὡμοίωμαι, εἶμαι [[ὅμοιος]], Πλάτ. Πολ. 431Ε, κ. ἀλλ. 2) «[[παρομοιάζω]]», [[παραβάλλω]], θεωρῶ ὅμοιον, τινί τι Ἡρόδ. 8. 28, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 123· - ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ παραβολῶν. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], ἀνταποδίδω τὰ ὅμοια, τινι Ἡρόδ. 7. 50, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ὅμοιος]], Διοσκ. 3. 52, Δοξοπάτρου Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 160· 4: πρβλ. [[προσομοιόω]], [[ἐξισόω]].
|lstext='''ὁμοιόω''': Θουκ. 3. 82, Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, διάφ. γραφ. Ἰσόκ. 223Α: ἀόρ. ὡμοίωσα Εὐρ. Ἑλ. 33, Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ. Ἡρόδ., ἴδε κατωτ.· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μέλλ. ὁμοιωθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 964D, ἢ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁμοιώσομαι Ἡρόδ. 7. 158: ἀόρ. ὡμοιώθην Πλάτ. Πολ. 510Α, Ἰσοκρ., κτλ. Ἐπικ. ἀπαρ. ὁμοιωθήμεναι (ἴδε κατωτ.). Ποιῶ ὅμοιον, ἐξομοιῶ, Λατιν. assimilare, ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ [[εἴδωλον]] ἔμπνουν Εὐρ. Ἑλ. 33· πᾶν παντὶ ὁμ. Πλάτ. Φαῖδρ. 261Ε· ἑαυτὸν ἄλλῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ 393C· ἑαυτῷ τι Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 7, 8· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] τῶν πολλῶν ὁμ., [[προσαρμόζω]] αὐτὰς πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις, Θουκ. 3. 82· - παθ., [[γίνομαι]] [[ὅμοιος]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀπαρ. ἀορ. παθητ., ὁμοιωθήμεναι [[ἄντην]] (Ἐπικ. ἀντὶ ὁμοιωθῆναι) Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Γ. 120· [[ὀργὰς]] πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1348, πρβλ. Μήδ. 890· ἐς τὴν εὐβουλίαν.. ἄλλοις ὁμ. Θουκ. 2. 97, πρβλ. 5. 103· κατὰ τὸ [[ἦθος]] ὁμ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Ἰσοκρ. 105D· συχνὸν [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ.· ἐν τῷ πρκμ. ὡμοίωμαι, εἶμαι [[ὅμοιος]], Πλάτ. Πολ. 431Ε, κ. ἀλλ. 2) «[[παρομοιάζω]]», [[παραβάλλω]], θεωρῶ ὅμοιον, τινί τι Ἡρόδ. 8. 28, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 123· - ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ παραβολῶν. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], ἀνταποδίδω τὰ ὅμοια, τινι Ἡρόδ. 7. 50, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ὅμοιος]], Διοσκ. 3. 52, Δοξοπάτρου Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 160· 4: πρβλ. [[προσομοιόω]], [[ἐξισόω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ὡμοίουν, <i>f.</i> ὁμοιώσω, <i>ao.</i> [[ὡμοίωσα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὁμοιωθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὡμοιώθην]], <i>pf.</i> [[ὡμοίωμαι]];<br /><b>1</b> rendre semblable, assimiler ; <i>Pass.</i> devenir <i>ou</i> être semblable à, τινι;<br /><b>2</b> comparer : τινί [[τι]], une chose à une autre;<br /><b>3</b> adapter, conformer à, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁμοιόομαι-οῦμαι rendre semblable, assimiler : [[τί]] τινι, une chose à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὁμοίῳ: [[future]] ὁμοιώσω; [[passive]], 1st aorist [[ὡμοιώθην]], and [[without]] [[augment]] ὁμοιωθην ([[once]] L marginal [[reading]] T editions 2,7 ([[but]] [[see]] WH s Appendix, p. 161); cf. Buttmann, 34 (30); Sturz, De [[dial]]. Maced. etc., p. 124; (cf.) Lob. ad Phryn., p. 153); 1future ὁμοιωθήσομαι; ([[ὅμοιος]]); from ([[Homer]] and) [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. [[especially]] for דָּמָה;<br /><b class="num">a.</b> to [[make]] [[like]]: τινα τίνι; [[passive]] to be or to [[become]] [[like]] to [[one]]: ὡμοιώθη ἡ βασιλείαν [[τῶν]] οὐρανῶν, [[was]] made [[like]], took the [[likeness]] of, (aorist of the [[time]] [[when]] the Messiah appeared), ὁμοιωθήσεται ([[future]] of the [[time]] of the [[last]] [[judgment]]), ὡς τί, to be made [[like]] and [[thus]] to [[become]] as a [[thing]] (i. e., a blending of [[two]] thoughts; cf. Fritzsche on Buttmann, § 133,10; Winer's Grammar, § 65,1a.), כְּ נִדְמָה, to [[liken]], [[compare]]: τινα τίνι, or τί τίνι, R G ([[see]] [[below]])); R L [[text]] Tr marginal [[reading]]; Matthew 7:(L T WH Tr [[text]]), to [[illustrate]] by [[comparison]], [[πῶς]] ὁμοιώσωμεν [[τήν]] βασσιλειαν [[τοῦ]] Θεοῦ, T WH Tr [[text]] L marginal [[reading]] (Compare: [[ἀφομοιόω]].)
|txtha=ὁμοίῳ: [[future]] ὁμοιώσω; [[passive]], 1st aorist [[ὡμοιώθην]], and [[without]] [[augment]] ὁμοιωθην ([[once]] L marginal [[reading]] T editions 2,7 ([[but]] [[see]] WH s Appendix, p. 161); cf. Buttmann, 34 (30); Sturz, De [[dial]]. Maced. etc., p. 124; (cf.) Lob. ad Phryn., p. 153); 1future ὁμοιωθήσομαι; ([[ὅμοιος]]); from ([[Homer]] and) [[Herodotus]] down; the Sept. [[especially]] for דָּמָה;<br /><b class="num">a.</b> to [[make]] [[like]]: τινα τίνι; [[passive]] to be or to [[become]] [[like]] to [[one]]: ὡμοιώθη ἡ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, [[was]] made [[like]], took the [[likeness]] of, (aorist of the [[time]] [[when]] the Messiah appeared), ὁμοιωθήσεται ([[future]] of the [[time]] of the [[last]] [[judgment]]), ὡς τί, to be made [[like]] and [[thus]] to [[become]] as a [[thing]] (i. e., a blending of [[two]] thoughts; cf. Fritzsche on Buttmann, § 133,10; Winer's Grammar, § 65,1a.), כְּ נִדְמָה, to [[liken]], [[compare]]: τινα τίνι, or τί τίνι, R G ([[see]] [[below]])); R L [[text]] Tr marginal [[reading]]; Matthew 7:(L T WH Tr [[text]]), to [[illustrate]] by [[comparison]], [[πῶς]] ὁμοιώσωμεν [[τήν]] βασσιλειαν τοῦ Θεοῦ, T WH Tr [[text]] L marginal [[reading]] (Compare: [[ἀφομοιόω]].)
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ [[ὡμοίωσα]] — Παθ., μέλ. <i>ὁμοιωθήσομαι</i> ή Μέσ. <i>ὁμοιώσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὡμοιώθην]], Επικ. απαρ. [[ὁμοιωθήμεναι]] ([[ὅμοιος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]], [[εξομοιώνω]], Λατ. assimilarre, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα [[τὰς]] [[ὀργὰς]] ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω [[ίδιος]], [[γίνομαι]] [[παρόμοιος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. [[ὡμοίωμαι]], είμαι όμοιος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού·<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ανταποδίδω]] με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὁμοιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ [[ὡμοίωσα]] — Παθ., μέλ. <i>ὁμοιωθήσομαι</i> ή Μέσ. <i>ὁμοιώσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὡμοιώθην]], Επικ. απαρ. [[ὁμοιωθήμεναι]] ([[ὅμοιος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]], [[εξομοιώνω]], Λατ. [[assimilo|assimilare]], <i>τί τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω [[ίδιος]], [[γίνομαι]] [[παρόμοιος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. [[ὡμοίωμαι]], είμαι όμοιος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού·<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ανταποδίδω]] με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόω:''' (inf. aor. pass. ὁμοιωθῆναι - эп. [[ὁμοιωθήμεναι]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> делать похожим: ὁ. εἴδωλόν τινι Eur. создать чье-л. изображение;<br /><b class="num">2)</b> уподоблять, приравнивать ([[πᾶν]] παντί Plat.; ὁμοιωθῆναί τινι κατὰ πάντα NT): ὁμοιωθήμεναί τινι Hom. равнять себя с кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> выравнивать, сглаживать, сравнивать ([[χοῦν]] τῷ ἄλλῳ χώρῳ Her.);<br /><b class="num">4)</b> приспособлять, приноравливать (τι πρὸς τὰ παρόντα Thuc.): ὁμοιεύμενοι ἐκείνοισι Her. в подражание им.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to make like, Lat. assimilare, τί τινι Eur., Plat.; πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] ὁμ. to make [[their]] feelings [[suitable]] to [[present]] circumstances, Thuc.:—Pass. to be made like, [[become]] like, Hom., Eur., etc.; in perf. [[ὡμοίωμαι]], to be like, Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[liken]], [[compare]], τί τινι Hdt., etc.; so in Mid., Hdt.:— in N. T. of parables.<br /><b class="num">3.</b> in Mid. also to make a like [[return]], Hdt.
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> to make like, Lat. assimilare, τί τινι Eur., Plat.; πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] ὁμ. to make [[their]] feelings [[suitable]] to [[present]] circumstances, Thuc.:—Pass. to be made like, [[become]] like, Hom., Eur., etc.; in perf. [[ὡμοίωμαι]], to be like, Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[liken]], [[compare]], τί τινι Hdt., etc.; so in Mid., Hdt.:— in [[NT|N.T.]] of parables.<br /><b class="num">3.</b> in Mid. also to make a like [[return]], Hdt.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ÐmoiÒw 何妹俄哦<br />'''詞類次數''':動詞(15)<br />'''原文字根''':有如 相當於: ([[דָּמָה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':好比,好像,比較,比,效法,藉著,相同;源自([[ὅμοιος]])=好像);而 ([[ὅμοιος]])出自([[ὁμοῦ]])=相同), ([[ὁμοῦ]])又出自([[ὁμολογουμένως]])X*=同一的)。參讀 ([[ὅμοιος]])同源字<br />'''出現次數''':總共(15);太(8);可(1);路(3);徒(1);羅(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 好比(4) 太7:24; 太7:26; 太22:2; 太25:1;<br />2) 好像(2) 太13:24; 太18:23;<br />3) 我⋯來比較(1) 路13:18;<br />4) 我們⋯好像(1) 羅9:29;<br />5) 我用⋯比(1) 路7:31;<br />6) 我⋯來比(1) 路13:20;<br />7) 我可用⋯比(1) 太11:16;<br />8) 藉著(1) 徒14:11;<br />9) 相同(1) 來2:17;<br />10) 你們⋯效法(1) 太6:8;<br />11) 我們可用⋯比較(1) 可4:30
|sngr='''原文音譯''':ÐmoiÒw 何妹俄哦<br />'''詞類次數''':動詞(15)<br />'''原文字根''':有如 相當於: ([[דָּמָה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':好比,好像,比較,比,效法,藉著,相同;源自([[ὅμοιος]])=好像);而 ([[ὅμοιος]])出自([[ὁμοῦ]])=相同), ([[ὁμοῦ]])又出自([[ὁμολογουμένως]])X*=同一的)。參讀 ([[ὅμοιος]])同源字<br />'''出現次數''':總共(15);太(8);可(1);路(3);徒(1);羅(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 好比(4) 太7:24; 太7:26; 太22:2; 太25:1;<br />2) 好像(2) 太13:24; 太18:23;<br />3) 我⋯來比較(1) 路13:18;<br />4) 我們⋯好像(1) 羅9:29;<br />5) 我用⋯比(1) 路7:31;<br />6) 我⋯來比(1) 路13:20;<br />7) 我可用⋯比(1) 太11:16;<br />8) 藉著(1) 徒14:11;<br />9) 相同(1) 來2:17;<br />10) 你們⋯效法(1) 太6:8;<br />11) 我們可用⋯比較(1) 可4:30
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[adsimilare]]'', to [[liken]], [[assimilate]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.2/ 3.82.2],<br>PASS. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.97.6/ 2.97.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.92.7/ 4.92.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.103.2/ 5.103.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:33, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόω Medium diacritics: ὁμοιόω Low diacritics: ομοιόω Capitals: ΟΜΟΙΟΩ
Transliteration A: homoióō Transliteration B: homoioō Transliteration C: omoioo Beta Code: o(moio/w

English (LSJ)

Th.3.82, Pl.R.393c : aor.
A ὡμοίωσα E.Hel.33, Isoc.11.8 :—Med., Hdt. (v. infr.) :—mostly in Pass., fut. ὁμοιωθήσομαι Pl.Lg.964d, or in med. form ὁμοιώσομαι Hdt.7.158 : aor. ὡμοιώθην Th.5.103, Pl. R.510a, Isoc.5.114, etc.; Ep. inf. ὁμοιωθήμεναι (v. infr.) : pf. ὡμοίωμαι Pl.R.431e :—make like, ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν E.Hel.33; πᾶν παντὶ ὁ. Pl.Phdr.261e; ἑαυτὸν ἄλλῳ Id.R.393c; χοῦν . . ὁμοιώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ Hdt.8.28; τοῖς πεπλασμένοις καὶ τοῖς γεγραμμένοις τὴν τοῦ σώματος φύσιν Isoc.9.75; ἑαυτῷ τι Arist.GC324a10; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ = makes them correspond to prevailing conditions, Th.3.82 :—Pass., ὁμοιοῦμαι = to be made like, become like, in Hom. only in aor. inf. Pass., ὁμοιωθήμεναι ἄντην Il.1.187, Od.3.120; ὁμοιωθέντ' Ἀφροδίτῃ Emp.22.5; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς E.Ba. 1348, cf. Med.890; ἐς τὴν εὐβουλίαν . . ἄλλοις ὁ. Th.2.97, cf. 5.103, Hdt.7.158; κατὰ τὸ ἦθος ὁ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Isoc.5.114.
2 liken, compare, in Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος Hdt. 1.123 :—later in Act., τίνι ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; Ev.Matt.11.16; ἡ πόλις τινὰ Λυκούργῳ κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν πρᾶξιν ὁμοιοῦσα BSA29.35 (Sparta, iv A. D.).
II intr., to be like, interpol. in Dsc.3.45.

German (Pape)

[Seite 336] ähnlich, gleich machen, vergleichen; στυγέῃ δὲ καὶ ἄλλος ἶσον ἐμοὶ φάσθαι καὶ ὁμοιωθἧμεναι ἄντην, Il. 1, 187, wie Od. 3, 120, mit mir verglichen zu werden; ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν, Eur. Hel. 33; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς, Bacch. 1346; ἄστροις ὁμοιωθέντε, Hel. 139; ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνήν, Plat. Rep. III, 393 c; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ, Thuc. 3, 82; oft bei Sp., wie N.T. – Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος, Her. 1, 123; ἐπιτηδεύων ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ ὁμοιοῦσθαι, Plat. Rep. X, 613 b; – pass., ἄνδρα ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον, Rep. VI, 498 e; ὁμοιοῦταί τινι, Isocr. 2, 31; μηδ' ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, Thuc. 5, 103; Folgde.

French (Bailly abrégé)

ὁμοιῶ :
impf. ὡμοίουν, f. ὁμοιώσω, ao. ὡμοίωσα, pf. inus.
Pass. f. ὁμοιωθήσομαι, ao. ὡμοιώθην, pf. ὡμοίωμαι;
1 rendre semblable, assimiler ; Pass. devenir semblable à ou être semblable à, τινι;
2 comparer : τινί τι, une chose à une autre;
3 adapter, conformer à, avec πρός et l'acc.;
Moy. ὁμοιόομαι, ὁμοιοῦμαι = rendre semblable, assimiler : τί τινι, une chose à une autre.
Étymologie: ὅμοιος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιόω: (inf. aor. pass. ὁμοιωθῆναι - эп. ὁμοιωθήμεναι) тж. med.
1 делать похожим: ὁ. εἴδωλόν τινι Eur. создать чье-л. изображение;
2 уподоблять, приравнивать (πᾶν παντί Plat.; ὁμοιωθῆναί τινι κατὰ πάντα NT): ὁμοιωθήμεναί τινι Hom. равнять себя с кем-л.;
3 выравнивать, сглаживать, сравнивать (χοῦν τῷ ἄλλῳ χώρῳ Her.);
4 приспособлять, приноравливать (τι πρὸς τὰ παρόντα Thuc.): ὁμοιεύμενοι ἐκείνοισι Her. в подражание им.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόω: Θουκ. 3. 82, Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, διάφ. γραφ. Ἰσόκ. 223Α: ἀόρ. ὡμοίωσα Εὐρ. Ἑλ. 33, Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ. Ἡρόδ., ἴδε κατωτ.· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μέλλ. ὁμοιωθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 964D, ἢ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁμοιώσομαι Ἡρόδ. 7. 158: ἀόρ. ὡμοιώθην Πλάτ. Πολ. 510Α, Ἰσοκρ., κτλ. Ἐπικ. ἀπαρ. ὁμοιωθήμεναι (ἴδε κατωτ.). Ποιῶ ὅμοιον, ἐξομοιῶ, Λατιν. assimilare, ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν Εὐρ. Ἑλ. 33· πᾶν παντὶ ὁμ. Πλάτ. Φαῖδρ. 261Ε· ἑαυτὸν ἄλλῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ 393C· ἑαυτῷ τι Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 7, 8· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμ., προσαρμόζω αὐτὰς πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις, Θουκ. 3. 82· - παθ., γίνομαι ὅμοιος, παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀπαρ. ἀορ. παθητ., ὁμοιωθήμεναι ἄντην (Ἐπικ. ἀντὶ ὁμοιωθῆναι) Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Γ. 120· ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1348, πρβλ. Μήδ. 890· ἐς τὴν εὐβουλίαν.. ἄλλοις ὁμ. Θουκ. 2. 97, πρβλ. 5. 103· κατὰ τὸ ἦθος ὁμ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Ἰσοκρ. 105D· συχνὸν ὡσαύτως παρὰ Πλάτ.· ἐν τῷ πρκμ. ὡμοίωμαι, εἶμαι ὅμοιος, Πλάτ. Πολ. 431Ε, κ. ἀλλ. 2) «παρομοιάζω», παραβάλλω, θεωρῶ ὅμοιον, τινί τι Ἡρόδ. 8. 28, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 123· - ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ παραβολῶν. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἀνταποδίδω τὰ ὅμοια, τινι Ἡρόδ. 7. 50, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ὅμοιος, Διοσκ. 3. 52, Δοξοπάτρου Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 160· 4: πρβλ. προσομοιόω, ἐξισόω.

English (Strong)

from ὅμοιος; to assimilate, i.e. compare; passively, to become similar: be (make) like, (in the) liken(-ess), resemble.

English (Thayer)

ὁμοίῳ: future ὁμοιώσω; passive, 1st aorist ὡμοιώθην, and without augment ὁμοιωθην (once L marginal reading T editions 2,7 (but see WH s Appendix, p. 161); cf. Buttmann, 34 (30); Sturz, De dial. Maced. etc., p. 124; (cf.) Lob. ad Phryn., p. 153); 1future ὁμοιωθήσομαι; (ὅμοιος); from (Homer and) Herodotus down; the Sept. especially for דָּמָה;
a. to make like: τινα τίνι; passive to be or to become like to one: ὡμοιώθη ἡ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, was made like, took the likeness of, (aorist of the time when the Messiah appeared), ὁμοιωθήσεται (future of the time of the last judgment), ὡς τί, to be made like and thus to become as a thing (i. e., a blending of two thoughts; cf. Fritzsche on Buttmann, § 133,10; Winer's Grammar, § 65,1a.), כְּ נִדְמָה, to liken, compare: τινα τίνι, or τί τίνι, R G (see below)); R L text Tr marginal reading; Matthew 7:(L T WH Tr text), to illustrate by comparison, πῶς ὁμοιώσωμεν τήν βασσιλειαν τοῦ Θεοῦ, T WH Tr text L marginal reading (Compare: ἀφομοιόω.)

Greek Monotonic

ὁμοιόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ὡμοίωσα — Παθ., μέλ. ὁμοιωθήσομαι ή Μέσ. ὁμοιώσομαι· αόρ. αʹ ὡμοιώθην, Επικ. απαρ. ὁμοιωθήμεναι (ὅμοιος
1. καθιστώ κάτι όμοιο με κάτι, εξομοιώνω, Λατ. assimilare, τί τινι, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω ίδιος, γίνομαι παρόμοιος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. ὡμοίωμαι, είμαι όμοιος, σε Πλάτ.
2. παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού·
3. στη Μέσ. επίσης, ανταποδίδω με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

1. to make like, Lat. assimilare, τί τινι Eur., Plat.; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμ. to make their feelings suitable to present circumstances, Thuc.:—Pass. to be made like, become like, Hom., Eur., etc.; in perf. ὡμοίωμαι, to be like, Plat.
2. to liken, compare, τί τινι Hdt., etc.; so in Mid., Hdt.:— in N.T. of parables.
3. in Mid. also to make a like return, Hdt.

Chinese

原文音譯:ÐmoiÒw 何妹俄哦
詞類次數:動詞(15)
原文字根:有如 相當於: (דָּמָה‎)
字義溯源:好比,好像,比較,比,效法,藉著,相同;源自(ὅμοιος)=好像);而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)又出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)。參讀 (ὅμοιος)同源字
出現次數:總共(15);太(8);可(1);路(3);徒(1);羅(1);來(1)
譯字彙編
1) 好比(4) 太7:24; 太7:26; 太22:2; 太25:1;
2) 好像(2) 太13:24; 太18:23;
3) 我⋯來比較(1) 路13:18;
4) 我們⋯好像(1) 羅9:29;
5) 我用⋯比(1) 路7:31;
6) 我⋯來比(1) 路13:20;
7) 我可用⋯比(1) 太11:16;
8) 藉著(1) 徒14:11;
9) 相同(1) 來2:17;
10) 你們⋯效法(1) 太6:8;
11) 我們可用⋯比較(1) 可4:30

Lexicon Thucydideum

adsimilare, to liken, assimilate, 3.82.2,
PASS. 2.97.6, 4.92.7, 5.103.2.