ἐπιδρομή: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(CSV import) |
(CSV import) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epidromi | |Transliteration C=epidromi | ||
|Beta Code=e)pidromh/ | |Beta Code=e)pidromh/ | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[running over]], [[inroad]], κυμάτων Arist. ''Mu.''400a26 (pl.); [[onward motion]], IGRom.4.503.34 (Pergam.).<br><span class="bld">2</span>. metaph., [[brief notice]], Phld.''Rh.''2.268S.; <b class="b3">ἐν τῇ ἐ. τῶν φιλοσόφων</b> in his [[summary notice]] of them, D.L.7.48; [[summary]], [[προειρημένων]] λόγων Corn.''Rh.''p.389H.; ἀποδείξεων Dam.''Pr.''369; <b class="b3">ἐπιτομὰς ἢ συνάψεις</b> ἢ ἐπιδρομάς Gal.9.431; ὡς ἐν ἐπιδρομῇ δεδείχθω Iamb.''in Nic.'' p.72P.<br><span class="bld">II</span>. [[inroad]], [[raid]], [[attack]], Th.4.34, 56; <b class="b3">τῷ τειχίσματι</b> ib. 23; <b class="b3">ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή</b> plundering by means of [[an inroad]], [[Herodotus|Hdt.]] 1.6: hence <b class="b3">ἐξ ἐπιδρομῆς</b> on [[the spur of the moment]], <b class="b3">ἐξ ἐ. αἱρέσεις</b> ποιεῖσθαι [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 619d; εἰπεῖν Plu.''Ant.''80, cf. Men.''Pk.''148; [[cursorily]], <b class="b3">μνήμην ποιήσασθαι φαύλως καὶ ἐξ ἐ.</b> D.H.''Pomp.''3 (so κατ' ἐπιδρομήν Aps.''Rh.''p.258H.); <b class="b3">μηδὲν ἐξ ἐ. παθεῖν</b> by [[a sudden attack]], D.21.138, cf. D.H.2.3.<br><span class="bld">III</span>. [[office of inspector]], τῆς μητροπόλεως ''PFay.'' 23.2 (ii A.D.).<br><span class="bld">IV</span>. [[a place to which ships run in]], [[landing-place]], Λιβύης.. ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομάς E.''Hel.''404; <b class="b3">πλοῦν οὔριον.. Ἰλίου</b> τ' ἐπιδρομάς Id.''IA''1597; τὰς ἐ. τῆς θαλάσσης διαχῶσαι Phalar.''Ep.'' 62.<br><span class="bld">V</span>. [[flow]] of blood (to an atrophied part), Hp.''Off.''24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0939.png Seite 939]] ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung, Thuc. 4, 23 u. öfter; bes. von einem | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0939.png Seite 939]] ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung, Thuc. 4, 23 u. öfter; bes. von einem [[plötzlich]]en Angriff. wie auch Her. 1, 6 ἁρπαγὴ ἐξ ἐπιδρομῆς, eine Plünderung auf einem Streifzuge, der Unterwerfung des Landes entgegengesetzt ist; so auch Pol. u. Plut. δέχεσθαι τὴν τῶν πολεμίων ἐπιδρομήν Caes. 44; σημαίνων ἐπιδρομήν, das Zeichen zum Angriff geben, Camill. 34; – ἐξ ἐπιδρομῆς, adverbial, durch Überfall, unerwartet, τὰς αἱρέσεις ποιεῖσθαι Plat. Rep. X, 619 b; μηδὲν ἐξ ἐπ. [[παθεῖν]] Dem. 21, 138; auch λέγειν, aus dem Stegreif, Plut. Anton. 80. – Bei Eur. Hel. 404, Λιβύης ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομὰς πέπλευκα, heißt es Zugänge, Gestade. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de courir contre ; incursion, attaque : [[ἐξ]] ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, | |btext=ῆς (ἡ) :<br />action de courir contre ; incursion, attaque : [[ἐξ]] ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, d'emblée, à l'improviste.<br />'''Étymologie:''' ἐπιδραμεῖν, <i>inf. ao.2 de</i> [[ἐπιτρέχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιδρομή]])<br /><b>1.</b> αιφνιδιαστική και γρήγορη [[επίθεση]] ή [[εισβολή]] («οι επιδρομές τών βαρβάρων»)<br /><b>2.</b> αιφνιδιαστική και βίαιη [[μετακίνηση]] ή [[εμφάνιση]] («[[επιδρομή]] ακρίδων», «κυμάτων [[ἐπιδρομή]])»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίνηση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> σύντομη, βιαστική [[μελέτη]] ή [[εξέταση]] («ἐν τῇ ἐπιδρομῇ τῶν φιλοσόφων»)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[απόβαση]]<br /><b>4.</b> [[συγκέντρωση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἐπιδρομῆς» — αιφνίδια, [[πρόχειρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δραμείν</i> απρμφ. αορίστου του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- ( | |mltxt=η (AM [[ἐπιδρομή]])<br /><b>1.</b> αιφνιδιαστική και γρήγορη [[επίθεση]] ή [[εισβολή]] («οι επιδρομές τών βαρβάρων»)<br /><b>2.</b> αιφνιδιαστική και βίαιη [[μετακίνηση]] ή [[εμφάνιση]] («[[επιδρομή]] ακρίδων», «κυμάτων [[ἐπιδρομή]])»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίνηση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> σύντομη, βιαστική [[μελέτη]] ή [[εξέταση]] («ἐν τῇ ἐπιδρομῇ τῶν φιλοσόφων»)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[απόβαση]]<br /><b>4.</b> [[συγκέντρωση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἐπιδρομῆς» — αιφνίδια, [[πρόχειρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δραμείν</i> απρμφ. αορίστου του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- ([[πρβλ]]. και <i>δραμείν</i> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιδρομή:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐπιδρομή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[бег]] (по направлению к чему-л.): ἐπιδρομαὶ κυμάτων Arst. прибой или прилив;<br /><b class="num">2</b> [[набег]], [[нападение]] (τῷ τειχίσματι Thuc.; τῶν πολεμίων Plut.): ἐξ ἐπιδρομῆς [[ἁρπαγή]] Her. хищнический набег; ἐξ ἐπιδρομῆς Plat., Dem., Plut.; стремительно, без приготовления, сгоряча;<br /><b class="num">3</b> [[место]] (для) высадки (ἐπιδρομαὶ Λιβύης Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 30: | Line 30: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[attack]], [[inroad]], [[rush]] | |woodrun=[[attack]], [[inroad]], [[rush]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[incursio]]'', [[attack]], [[raid]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.23.1/ 4.23.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.34.2/ 4.34.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.56.1/ 4.56.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:47, 16 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A running over, inroad, κυμάτων Arist. Mu.400a26 (pl.); onward motion, IGRom.4.503.34 (Pergam.).
2. metaph., brief notice, Phld.Rh.2.268S.; ἐν τῇ ἐ. τῶν φιλοσόφων in his summary notice of them, D.L.7.48; summary, προειρημένων λόγων Corn.Rh.p.389H.; ἀποδείξεων Dam.Pr.369; ἐπιτομὰς ἢ συνάψεις ἢ ἐπιδρομάς Gal.9.431; ὡς ἐν ἐπιδρομῇ δεδείχθω Iamb.in Nic. p.72P.
II. inroad, raid, attack, Th.4.34, 56; τῷ τειχίσματι ib. 23; ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή plundering by means of an inroad, Hdt. 1.6: hence ἐξ ἐπιδρομῆς on the spur of the moment, ἐξ ἐ. αἱρέσεις ποιεῖσθαι Pl.R. 619d; εἰπεῖν Plu.Ant.80, cf. Men.Pk.148; cursorily, μνήμην ποιήσασθαι φαύλως καὶ ἐξ ἐ. D.H.Pomp.3 (so κατ' ἐπιδρομήν Aps.Rh.p.258H.); μηδὲν ἐξ ἐ. παθεῖν by a sudden attack, D.21.138, cf. D.H.2.3.
III. office of inspector, τῆς μητροπόλεως PFay. 23.2 (ii A.D.).
IV. a place to which ships run in, landing-place, Λιβύης.. ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομάς E.Hel.404; πλοῦν οὔριον.. Ἰλίου τ' ἐπιδρομάς Id.IA1597; τὰς ἐ. τῆς θαλάσσης διαχῶσαι Phalar.Ep. 62.
V. flow of blood (to an atrophied part), Hp.Off.24.
German (Pape)
[Seite 939] ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung, Thuc. 4, 23 u. öfter; bes. von einem plötzlichen Angriff. wie auch Her. 1, 6 ἁρπαγὴ ἐξ ἐπιδρομῆς, eine Plünderung auf einem Streifzuge, der Unterwerfung des Landes entgegengesetzt ist; so auch Pol. u. Plut. δέχεσθαι τὴν τῶν πολεμίων ἐπιδρομήν Caes. 44; σημαίνων ἐπιδρομήν, das Zeichen zum Angriff geben, Camill. 34; – ἐξ ἐπιδρομῆς, adverbial, durch Überfall, unerwartet, τὰς αἱρέσεις ποιεῖσθαι Plat. Rep. X, 619 b; μηδὲν ἐξ ἐπ. παθεῖν Dem. 21, 138; auch λέγειν, aus dem Stegreif, Plut. Anton. 80. – Bei Eur. Hel. 404, Λιβύης ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομὰς πέπλευκα, heißt es Zugänge, Gestade.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de courir contre ; incursion, attaque : ἐξ ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, d'emblée, à l'improviste.
Étymologie: ἐπιδραμεῖν, inf. ao.2 de ἐπιτρέχω.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιδρομή)
1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων»)
2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)»
αρχ.
1. κίνηση προς τα εμπρός
2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή εξέταση («ἐν τῇ ἐπιδρομῇ τῶν φιλοσόφων»)
3. τόπος κατάλληλος για απόβαση
4. συγκέντρωση
5. φρ. «ἐξ ἐπιδρομῆς» — αιφνίδια, πρόχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομή (< δραμείν απρμφ. αορίστου του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. και δραμείν συνεσταλμένη βαθμίδα)].
Greek Monotonic
ἐπιδρομή: ἡ (ἐπιδραμεῖν),·
I. ξαφνική εισβολή, έφοδος, επίθεση, σε Θουκ.· ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή, διαρπαγή, λεηλασία μέσω εισβολής, δηλ. «πλιάτσικο», σε Ηρόδ.· απ' όπου, ἐξ ἐπιδρομῆς, αιφνιδίως, στην στιγμή, ξαφνικά, προχείρως, σε Δημ.
II. το μέρος στο οποίο εισέρχονται τα πλοία, τόπος απόβασης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδρομή: ἡ
1 бег (по направлению к чему-л.): ἐπιδρομαὶ κυμάτων Arst. прибой или прилив;
2 набег, нападение (τῷ τειχίσματι Thuc.; τῶν πολεμίων Plut.): ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή Her. хищнический набег; ἐξ ἐπιδρομῆς Plat., Dem., Plut.; стремительно, без приготовления, сгоряча;
3 место (для) высадки (ἐπιδρομαὶ Λιβύης Eur.).
Middle Liddell
ἐπιδρομή, ἡ, ἐπιδραμεῖν
I. a sudden inroad, a raid, attack, Thuc.; ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή plundering by means of an inroad, i. e. a plundering inroad, Hdt.; hence, ἐξ ἐπιδρομῆς on the sudden, off-hand, Dem.
II. a place to which ships run in, a landing-place, Eur.