τραχηλίζω: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (elru replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trachilizo | |Transliteration C=trachilizo | ||
|Beta Code=traxhli/zw | |Beta Code=traxhli/zw | ||
|Definition=fut. Att.<br><span class="bld">A</span> τραχηλιῶ PPetr.2p.52 (iii B. C.):—[[bend the neck of]] or [[twist the neck of]] a victim, βοῦν Thphr.Char.27.5.<br><span class="bld">II</span> in [[wrestling]], '[[scrag]]' one's [[opponent]], τοὺς νεανίσκους Plu.Ant.33: | |Definition=fut. Att.<br><span class="bld">A</span> τραχηλιῶ PPetr.2p.52 (iii B. C.):—[[bend the neck of]] or [[twist the neck of]] a victim, βοῦν Thphr.Char.27.5.<br><span class="bld">II</span> in [[wrestling]], '[[scrag]]' one's [[opponent]], τοὺς νεανίσκους Plu.Ant.33:—Pass., Pl.Amat.132c, Teles p.50 H., Them.Or.23.291b.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[inflict hardship on]] a [[combatant]], τοὺς . . φίλους οἱ λειπόμενοι τραχηλιοῦσι πόλεμοι Ph.2.131:—Pass., ἐμφυλίῳ πολέμῳ καὶ διχονοίᾳ τραχηλιζόμενοι J.BJ4.6.2.<br><span class="bld">3</span> metaph. in Pass., to [[be overpowered]], [[be swept away]], ταῖς ἐπιθυμίαις Ph.2.127; of [[ship]]s in a [[whirlpool]], Str.6.2.3.<br><span class="bld">III</span> in a pun on signfs. ''1'', 11.1, and 11.3, ἰδὼν Ὀλυμπιονίκην εἰς ἑταίραν πυκνότερον ἀτενίζοντα, ἴδε ἔφη, κριὸν Ἀρειμάνιον ὡς ὑπὸ τοῦ τυχόντος κορασίου τραχηλίζεται see how the [[ram]]'s [[neck]] is being [[twist]]ed, D.L.6.61, cf. Plu.2.521b; τοὺς πολυπράγμονας ἴδοις ἂν ὑπὸ παντὸς ὁμοίως θεάματος τραχηλιζομένους καὶ περιαγομένους ibid.<br><span class="bld">IV</span> Pass., to [[be laid open]], Ep.Hebr.4.13; τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> renverser (qqn, une victime, <i>etc.</i>) la tête en arrière, acc.;<br /><b>2</b> [[serrer le cou]], [[étreindre]] ; <i>Pass.</i> [[être saisi par le cou]], [[être terrassé]].<br />'''Étymologie:''' [[τράχηλος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>den Hals beim [[Schlachten]] [[umdrehen]] od. [[zurückbiegen]], um ihn vorn zu [[entblößen]]</i>, dah. überhaupt <i>[[entblößen]], [[öffnen]], [[zeigen]], [[NT]]</i>. – Vom [[Pferde]], <i>den [[Reiter]] [[kopfüber]] herunterwerfen</i>, auch von den Schiffen in der [[Charybdis]], Strab. 6.2.3. – <i>beim [[Halse]] [[fassen]] und [[ringen]]</i>, ὅτι τραχηλιζόμενος πάντα τὸν βίον διατετέλεκεν, Plat. <i>Riv</i>. 132c; so Xen. <i>Lac</i>. 5.9; Plut. τὸν ἀθλητὴν τραχηλιζόμενον ὑπὸ τοῦ παιδαρίου, <i>[[curios]]</i>. 12, vgl. <i>Anton</i>. 33; übertragen im pass., <i>[[geplagt]] [[werden]]</i>, Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾰχηλίζω:''' [[τράχηλος]]<br /><b class="num">1)</b> запрокидывать (противнику) голову Plut.;<br /><b class="num">2)</b> хватать за горло, душить Xen., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> выворачивать наружу: πάντα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα [[NT]] все обнажено и вскрыто. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰχηλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[κυρίως]] ἐπὶ παλαιστῶν, [[λαμβάνω]] τινὰ ἐκ τοῦ τραχήλου, ἢ [[κάμπτω]] τινὸς τὸν τράχηλον πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ οὕτω [[καταβάλλω]], νικῶ ἐντελῶς, τὸν ταῦρον Θεοφρ. Χαρ. 27· τοὺς νεανίσκους Πλουτ. Ἀντών. 33, πρβλ. 2. 521Β. ΙΙ. Παθ., λαμβάνομαι ἐκ τοῦ τραχήλου, ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 61, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 23· ἀπὸ θεάματος τραχηλιζόμενος καὶ περιαγόμενος Πλούτ. 2. 521C· πολέμῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 2· ταῖς ἐπιθυμίαις Φίλων 2. 127· ― ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τρόπου τούτου τοῦ παλαίειν, Πλάτ. Ἀντερ. 132C, Θεμίστ. 291Β, πρβλ. Ξεν. Λακ. 5. 9, καὶ ἴδε ἐν λ. [[τραχηλισμός]]. 2) [[καταπίπτω]] κατὰ κεφαλῇ· καὶ ἐπὶ πλοίων, καταβυθίζομαι ὑπὸ δίνης, Στράβ. 268. 3) κάμπτομαι τὸν τράχηλον πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] (ὡς [[θῦμα]]) [[ὥστε]] ὁ [[λαιμὸς]] χαίνει [[ὅταν]] κοπῇ, Λατ. [[resupino|resupinare]]· [[ἐντεῦθεν]], τετραχηλισμένα, ἀνεῳγμένα, πεφανερωμένα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. δ΄, 13· πρβλ. Ἡσύχ., «τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα». | |lstext='''τρᾰχηλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[κυρίως]] ἐπὶ παλαιστῶν, [[λαμβάνω]] τινὰ ἐκ τοῦ τραχήλου, ἢ [[κάμπτω]] τινὸς τὸν τράχηλον πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] καὶ οὕτω [[καταβάλλω]], νικῶ ἐντελῶς, τὸν ταῦρον Θεοφρ. Χαρ. 27· τοὺς νεανίσκους Πλουτ. Ἀντών. 33, πρβλ. 2. 521Β. ΙΙ. Παθ., λαμβάνομαι ἐκ τοῦ τραχήλου, ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 61, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 23· ἀπὸ θεάματος τραχηλιζόμενος καὶ περιαγόμενος Πλούτ. 2. 521C· πολέμῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 2· ταῖς ἐπιθυμίαις Φίλων 2. 127· ― ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τρόπου τούτου τοῦ παλαίειν, Πλάτ. Ἀντερ. 132C, Θεμίστ. 291Β, πρβλ. Ξεν. Λακ. 5. 9, καὶ ἴδε ἐν λ. [[τραχηλισμός]]. 2) [[καταπίπτω]] κατὰ κεφαλῇ· καὶ ἐπὶ πλοίων, καταβυθίζομαι ὑπὸ δίνης, Στράβ. 268. 3) κάμπτομαι τὸν τράχηλον πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] (ὡς [[θῦμα]]) [[ὥστε]] ὁ [[λαιμὸς]] χαίνει [[ὅταν]] κοπῇ, Λατ. [[resupino|resupinare]]· [[ἐντεῦθεν]], τετραχηλισμένα, ἀνεῳγμένα, πεφανερωμένα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. δ΄, 13· πρβλ. Ἡσύχ., «τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα». | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρᾰχηλίζω:''' μέλ. <i>τραχηλίσω</i> ([[τράχηλος]])· λέγεται για παλαιστές, [[λυγίζω]] τον λαιμό κάποιου προς τα [[πίσω]], και έτσι τον [[νικώ]] εντελώς, σε Θεόφρ. — Παθ., λυγίζεται ο [[λαιμός]] μου προς τα [[πίσω]] (ως [[θύμα]]), ώστε να ανοίγει όταν κοπεί· απ' όπου, είμαι [[τελείως]] ανοιγμένος, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''τρᾰχηλίζω:''' μέλ. <i>τραχηλίσω</i> ([[τράχηλος]])· λέγεται για παλαιστές, [[λυγίζω]] τον λαιμό κάποιου προς τα [[πίσω]], και έτσι τον [[νικώ]] εντελώς, σε Θεόφρ. — Παθ., λυγίζεται ο [[λαιμός]] μου προς τα [[πίσω]] (ως [[θύμα]]), ώστε να ανοίγει όταν κοπεί· απ' όπου, είμαι [[τελείως]] ανοιγμένος, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 22:13, 21 March 2024
English (LSJ)
fut. Att.
A τραχηλιῶ PPetr.2p.52 (iii B. C.):—bend the neck of or twist the neck of a victim, βοῦν Thphr.Char.27.5.
II in wrestling, 'scrag' one's opponent, τοὺς νεανίσκους Plu.Ant.33:—Pass., Pl.Amat.132c, Teles p.50 H., Them.Or.23.291b.
2 metaph., inflict hardship on a combatant, τοὺς . . φίλους οἱ λειπόμενοι τραχηλιοῦσι πόλεμοι Ph.2.131:—Pass., ἐμφυλίῳ πολέμῳ καὶ διχονοίᾳ τραχηλιζόμενοι J.BJ4.6.2.
3 metaph. in Pass., to be overpowered, be swept away, ταῖς ἐπιθυμίαις Ph.2.127; of ships in a whirlpool, Str.6.2.3.
III in a pun on signfs. 1, 11.1, and 11.3, ἰδὼν Ὀλυμπιονίκην εἰς ἑταίραν πυκνότερον ἀτενίζοντα, ἴδε ἔφη, κριὸν Ἀρειμάνιον ὡς ὑπὸ τοῦ τυχόντος κορασίου τραχηλίζεται see how the ram's neck is being twisted, D.L.6.61, cf. Plu.2.521b; τοὺς πολυπράγμονας ἴδοις ἂν ὑπὸ παντὸς ὁμοίως θεάματος τραχηλιζομένους καὶ περιαγομένους ibid.
IV Pass., to be laid open, Ep.Hebr.4.13; τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα, Hsch.
French (Bailly abrégé)
1 renverser (qqn, une victime, etc.) la tête en arrière, acc.;
2 serrer le cou, étreindre ; Pass. être saisi par le cou, être terrassé.
Étymologie: τράχηλος.
German (Pape)
den Hals beim Schlachten umdrehen od. zurückbiegen, um ihn vorn zu entblößen, dah. überhaupt entblößen, öffnen, zeigen, NT. – Vom Pferde, den Reiter kopfüber herunterwerfen, auch von den Schiffen in der Charybdis, Strab. 6.2.3. – beim Halse fassen und ringen, ὅτι τραχηλιζόμενος πάντα τὸν βίον διατετέλεκεν, Plat. Riv. 132c; so Xen. Lac. 5.9; Plut. τὸν ἀθλητὴν τραχηλιζόμενον ὑπὸ τοῦ παιδαρίου, curios. 12, vgl. Anton. 33; übertragen im pass., geplagt werden, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰχηλίζω: τράχηλος
1) запрокидывать (противнику) голову Plut.;
2) хватать за горло, душить Xen., Plat.;
3) выворачивать наружу: πάντα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα NT все обнажено и вскрыто.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλίζω: μέλλ. -ίσω, κυρίως ἐπὶ παλαιστῶν, λαμβάνω τινὰ ἐκ τοῦ τραχήλου, ἢ κάμπτω τινὸς τὸν τράχηλον πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ οὕτω καταβάλλω, νικῶ ἐντελῶς, τὸν ταῦρον Θεοφρ. Χαρ. 27· τοὺς νεανίσκους Πλουτ. Ἀντών. 33, πρβλ. 2. 521Β. ΙΙ. Παθ., λαμβάνομαι ἐκ τοῦ τραχήλου, ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 61, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 23· ἀπὸ θεάματος τραχηλιζόμενος καὶ περιαγόμενος Πλούτ. 2. 521C· πολέμῳ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 2· ταῖς ἐπιθυμίαις Φίλων 2. 127· ― ἀπολ., ποιοῦμαι χρῆσιν τοῦ τρόπου τούτου τοῦ παλαίειν, Πλάτ. Ἀντερ. 132C, Θεμίστ. 291Β, πρβλ. Ξεν. Λακ. 5. 9, καὶ ἴδε ἐν λ. τραχηλισμός. 2) καταπίπτω κατὰ κεφαλῇ· καὶ ἐπὶ πλοίων, καταβυθίζομαι ὑπὸ δίνης, Στράβ. 268. 3) κάμπτομαι τὸν τράχηλον πρὸς τὰ ὀπίσω (ὡς θῦμα) ὥστε ὁ λαιμὸς χαίνει ὅταν κοπῇ, Λατ. resupinare· ἐντεῦθεν, τετραχηλισμένα, ἀνεῳγμένα, πεφανερωμένα, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. δ΄, 13· πρβλ. Ἡσύχ., «τετραχηλισμένα· πεφανερωμένα».
English (Strong)
from τράχηλος; to seize by the throat or neck, i.e. to expose the gullet of a victim for killing (generally, to lay bare): opened.
English (Thayer)
(τράχηλος);
1. to seize and twist the neck or throat; used of combatants who handle thus their antagonists (Philo, Plutarch, Diogenes Laërt, others).
2. to bend back the neck of the victim to be slain, to lay bare or expose by bending back; hence, tropically, to lay bare, uncover, expose: perfect passive participle τετραχηλισμενος τίνι, laid bare, laid open, made manifest to one, Hebrews 4:13.
Greek Monolingual
ΝΑ τράχηλος
κάμπτω ή στρίβω προς τα πίσω τον λαιμό ζώου για να το σφάξω
μσν.-αρχ.
(κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) τά τετραχηλισμένα
αυτά που έχουν φανερωθεί («πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ», ΚΔ)
αρχ.
1. (κυρίως για παλαιστή) πιάνω τον αντίπαλο από τον τράχηλο για να τον ρίξω κάτω ή κάμπτω τον τράχηλό του προς τα πίσω και έτσι τον καταβάλλω
2. (για άλογο) ρίχνω κάτω από τον τράχηλό μου τον αναβάτη
3. μτφ. είμαι ο αίτιος τών κακουχιών που υφίσταται ο αντίπαλος πολεμιστής
4. παθ. τραχηλίζομαι
α) (στην πάλη) κάνω χρήση της τεχνικής του τραχηλισμού
β) μέ πιάνει ο αντίπαλος από τον τράχηλο, καταβάλλομαι
γ) (για πλοία) βυθίζομαι με την πλώρη προς τα κάτω μέσα σε δίνη
δ) μτφ. υποκύπτω ολοκληρωτικά σε κάτι («τραχηλιζόμενοι ταῖς ἐπιθυμίαις, πάνθ' ὑπομένουσι δρᾶν τε πάσχειν», Φίλ.).
Greek Monotonic
τρᾰχηλίζω: μέλ. τραχηλίσω (τράχηλος)· λέγεται για παλαιστές, λυγίζω τον λαιμό κάποιου προς τα πίσω, και έτσι τον νικώ εντελώς, σε Θεόφρ. — Παθ., λυγίζεται ο λαιμός μου προς τα πίσω (ως θύμα), ώστε να ανοίγει όταν κοπεί· απ' όπου, είμαι τελείως ανοιγμένος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
τρᾰχηλίζω, τράχηλος
of wrestlers, to bend the neck back, and so to overpower, Theophr.:—Pass. to have one's neck bent back so that the throat gapes when cut: hence, to be laid open, NTest.
Chinese
原文音譯:trachl⋯zw 特拉黑利索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:頸的
字義溯源:抓喉,握頸,伸開,敞開,露出;源自(τράχηλος)*=喉,頸)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 敞開的(1) 來4:13