περιστίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristizo
|Transliteration C=peristizo
|Beta Code=peristi/zw
|Beta Code=peristi/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[prick]] or [[dot all round]], <b class="b3">περιέστιζε [τοῖσι μαζοῖσι] τὸ τεῖχος</b> she [[stuck]] the wall [[all round]] with the breasts, <span class="bibl">Hdt.4.202</span>; [[περιστίξαντες]] ([[varia lectio|v.l.]] [[περιστήσαντες]], πέριξ στήσαντες Dobree) <b class="b3">κατὰ τὰ ἀγγήϊα τοὺς τυφλούς</b> [[having set]] them [[at equal distances round]]... ib.<span class="bibl">2</span> (expld. by Hsch. <b class="b3">ἀπὸ τοῦ στίχειν</b>). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Gramm., [[mark with dots]], τὸ λ Gal. 16.800; τὸ ι καὶ τὸ υ <span class="bibl"><span class="title">EM</span>169.37</span>, cf. <span class="bibl">462.39</span> (Pass.): pf. part. Pass. [[περιεστιγμένος]], [[η]], [[ον]], [[marked with dots]], [[διπλῆ]] Sch.Il.p.xliii Dind., etc.; [[ὀβελός]], etc., <span class="bibl">D.L.3.66</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[prick]] or [[dot all round]], <b class="b3">περιέστιζε [τοῖσι μαζοῖσι] τὸ τεῖχος</b> she [[stuck]] the wall [[all round]] with the breasts, [[Herodotus|Hdt.]]4.202; [[περιστίξαντες]] ([[varia lectio|v.l.]] [[περιστήσαντες]], πέριξ στήσαντες Dobree) <b class="b3">κατὰ τὰ ἀγγήϊα τοὺς τυφλούς</b> [[having set]] them [[at equal distances round]]... ib.2 (expld. by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] <b class="b3">ἀπὸ τοῦ στίχειν</b>).<br><span class="bld">II</span> Gramm., [[mark with dots]], τὸ λ Gal. 16.800; τὸ ι καὶ τὸ υ ''EM''169.37, cf. 462.39 (Pass.): pf. part. Pass. [[περιεστιγμένος]], [[η]], [[ον]], [[marked with dots]], [[διπλῆ]] Sch.Il.p.xliii Dind., etc.; [[ὀβελός]], etc., D.L.3.66.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περι-στίζω, inf. aor. act. περιστίξαι, rondom vastslaan.
|elnltext=περι-στίζω, inf. aor. act. περιστίξαι, rondom vastslaan.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιστίζω:''' (aor. περιέστιξα)<br /><b class="num">1)</b> [[пригвождать кругом]], [[утыкать]]: π. τὸ τεῖχός τινι Her. опоясать стену чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[расставлять вокруг]] (τινὰς [[κατά]] τι Her.);<br /><b class="num">3)</b> грам. отмечать точками: ὀβελὸς περιεστιγμένος отметка с точками (&divide;).
|elrutext='''περιστίζω:''' (aor. περιέστιξα)<br /><b class="num">1</b> [[пригвождать кругом]], [[утыкать]]: π. τὸ τεῖχός τινι Her. опоясать стену чем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[расставлять вокруг]] (τινὰς [[κατά]] τι Her.);<br /><b class="num">3</b> грам. отмечать точками: ὀβελὸς περιεστιγμένος отметка с точками (&divide;).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 12:01, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστίζω Medium diacritics: περιστίζω Low diacritics: περιστίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΙΖΩ
Transliteration A: peristízō Transliteration B: peristizō Transliteration C: peristizo Beta Code: peristi/zw

English (LSJ)

A prick or dot all round, περιέστιζε [τοῖσι μαζοῖσι] τὸ τεῖχος she stuck the wall all round with the breasts, Hdt.4.202; περιστίξαντες (v.l. περιστήσαντες, πέριξ στήσαντες Dobree) κατὰ τὰ ἀγγήϊα τοὺς τυφλούς having set them at equal distances round... ib.2 (expld. by Hsch. ἀπὸ τοῦ στίχειν).
II Gramm., mark with dots, τὸ λ Gal. 16.800; τὸ ι καὶ τὸ υ EM169.37, cf. 462.39 (Pass.): pf. part. Pass. περιεστιγμένος, η, ον, marked with dots, διπλῆ Sch.Il.p.xliii Dind., etc.; ὀβελός, etc., D.L.3.66.

German (Pape)

[Seite 594] (s. στίζω), rings herum stechen, bunt machen, übh. im Kreise um Etwas herumstellen, περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήϊα τοὺς τυφλούς, Her. 4, 2; auch τῶν γυναικῶν τοὺς μαζοὺς ἀποταμοῦσα περιέστιξε τούτοις τὸ τεῖχος, sie umsteckte die Mauer rings damit, 4, 202, welche Formen auch von περιστίχω, = περιστιχίζω, abgeleitet werden können.

French (Bailly abrégé)

pointiller, tacheter ; tapisser, garnir : τοῖς μαζοῖς τὸ τεῖχος HDT tapisser un mur de mamelles coupées.
Étymologie: περί, στίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-στίζω, inf. aor. act. περιστίξαι, rondom vastslaan.

Russian (Dvoretsky)

περιστίζω: (aor. περιέστιξα)
1 пригвождать кругом, утыкать: π. τὸ τεῖχός τινι Her. опоясать стену чем-л.;
2 расставлять вокруг (τινὰς κατά τι Her.);
3 грам. отмечать точками: ὀβελὸς περιεστιγμένος отметка с точками (÷).

Greek Monolingual

Α
1. κεντώ κάτι ολόγυρα, στολίζω ολόγυρα με στίγματα
2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάτι άλλο
3. γραμμ. δηλώνω κάτι με στίξη, βάζω σημείο στίξης
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) περιεστιγμένος, -η, -ον
αυτός που έχει σημειωθεί με στίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στίζω «σημειώνω με μυτερό εργαλείο, κεντώ, στολίζω με στίγματα, τοποθετώ στίγμα»].

Greek Monotonic

περιστίζω: μέλ. -ξω, τρυπώ, κεντώ, κοσμώ με στίγματα ολόγυρα, περιέστιξε τοῖς μαζοῖς τὸ τεῖχος, «στόλισε» το τείχος ολόγυρα με αποκομμένους μαστούς, σε Ηρόδ.· και επίσης περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήϊα τοὺς τυφλούς, τοποθέτησαν αυτούς σε ίση απόσταση γύρω από τα αγγεία, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιστίζω: κοσμῶ ὡς διὰ στιγμάτων καρφώνων τι ἐπί τινος, τῶν δὲ γυναικῶν τοὺς μαζοὺς περιέστιξε καὶ τούτοις τὸ τεῖχος, ἔστιξεν ὁλόγυρα τὸ τεῖχος δι’ ἀποκεκομμένων μαστῶν, Ἡρόδ. 4. 202· καὶ οὕτω, περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήια τοὺς τυφλούς, τοποθετήσαντες αὐτοὺς ὁλόγυρα εἰς τὰ ἀγγεῖα, ὁ αὐτ. 4. 2· ― ὁ Wesseling ὅμως ἀναφέρει τὴν ἐν τούτῳ τῷ χωρίῳ λέξιν εἴε τι ῥῆμα περιστίχω συνώνυμ. τῷ περιστιχίζω, περιστοιχίζω. ΙΙ. περὶ τῶν γραμματικῶν σημείων τῶν καλουμένων περιεστιγμένη, περιεστιγμένον, ἴδε ἐν λ. ὀβελὸς ΙΙ, καὶ Χχ.

Middle Liddell

fut. ξω
to prick or dot all round, περιέστιξε τοῖς μαζοῖς τὸ τεῖχος she stuck the wall all round with breasts, Hdt.; and so, περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήια τοὺς τυφλούς having set them at equal distance round the pails, Hdt.