ἀνώτερος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anoteros
|Transliteration C=anoteros
|Beta Code=a)nw/teros
|Beta Code=a)nw/teros
|Definition=α, ον, Comp. Adj. from <b class="b3">ἄνω</b> (B), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">upper, higher</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 496b35</span>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Rh.</span>1.1</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Asin.</span>9</span>; <b class="b3">ἐπιβουλῆς ἀ. γέγονεν</b> got <b class="b2">the better of</b>, Nic.Dem.<span class="bibl">p.25</span> D.; neut. as Adv., <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>503b18</span>; <b class="b2">above</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>11.21</span>; <b class="b2">earlier</b> in a book, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>10.8</span>, cf. <span class="bibl">Plb.3.1.1</span>; <b class="b2">to a higher place</b>, Ev.Luc.14.10. Adv. ἀνωτέρω, v. [[ἄνω]].</span>
|Definition=α, ον, Comp. Adj. from [[ἄνω]] (B), [[upper]], [[higher]], ''Arist.HA'' 496b35, ''D.H.Rh.''1.1, ''Luc.Asin.''9; ἐπιβουλῆς ἀνώτερος γέγονεν = [[got the better of]], Nic.Dem.''p.25'' D.; neut. as adverb, ''Arist.HA''503b18; [[above]], ''[[LXX]] Le.''11.21; [[earlier]] in a [[book]], ''Ep.Hebr.''10.8, cf. ''Plb.3.1.1''; [[to a higher place]], Ev.Luc.14.10. Adv. [[ἀνωτέρω]], v. [[ἄνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />adj. compar. de [[ἄνω]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[más elevado]] ὁ [[δεξιός]] ([[νεφρός]]) Arist.<i>HA</i> 497<sup>a</sup>1<br /><b class="num">•</b>de pers. [[más alto]] Luc.<i>Asin</i>.9.<br /><b class="num">2</b> [[triunfador]] τῆς [[ἐπιβουλή|ἐπιβουλῆς]] [[ἀνώτερος]] γέγονεν = triunfó sobre el [[complot]]</i> Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.34, ποιήσει ... ναυαγίων ἀνώτερον superará los [[naufragio]]s</i> Dionysius en <i>Wien.Stud</i>. 20.31.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀνώτερον]]<br /><b class="num">1</b> [[hacia arriba]] προσανάβηθι ἀνώτερον <i>Eu.Luc</i>.14.10.<br /><b class="num">2</b> [[más arriba]] como prep. κεῖται ... ὁ [[ἐγκέφαλος]] ἀνώτερον ... τῶν ὀφθαλμῶν Arist.<i>HA</i> 503<sup>b</sup>18, ἀ. τῶν ποδῶν [[LXX]] <i>Le</i>.11.21.<br /><b class="num">3</b> [[más en el interior]] ἀπὸ θαλάττης ἀνώτερον Scyl.<i>Per</i>.100.<br /><b class="num">4</b> [[antes]] en un texto o discurso ἀνώτερον λέγων <i>Ep.Hebr</i>.10.8, cf. Plb.3.1.1.<br /><b class="num">5</b> [[en términos más generales]] ἀνώτερον [[ἐπιζητεῖν]] Arist.<i>EN</i> 1155<sup>b</sup>2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] der Obere, Arist. H. A. 2, 11 Pol.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] der Obere, Arist. H. A. 2, 11 Pol.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[plus haut]], [[supérieur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνώτερος:''' [[более высокий]], [[высший]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνώτερος''': -α, -ον, συγρ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἄνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 13· -ον ὡς ἐπίρρ., [[αὐτόθι]] 2. 11, 9: - Ἐπίρρ. ἀνωτέρω· ἴδε ἐν λ. ἄνω.
}}
{{StrongGR
|strgr=[[comparative]] [[degree]] of [[ἄνω]]; [[upper]], i.e. (neuter as adverb) to a [[more]] [[conspicuous]] [[place]], in a [[former]] [[part]] of the [[book]]: [[above]], [[higher]].
}}
{{Thayer
|txtha=ἀνωτερα, ἀνώτερον (comparitive from [[ἄνω]], cf. [[κατώτερος]], [[see]] Winer's Grammar, § 11,2c.; (Buttmann, 28 (24 f))), [[higher]]. The neuter ἀνώτερον as adverb, [[higher]];<br /><b class="num">a.</b> of [[motion]], to a [[higher]] [[place]], (up [[higher]]): in a [[higher]] [[place]], [[above]] i. e. in the [[immediately]] [[preceding]] [[part]] of the [[passage]] quoted, Hob. 10:8. Similarly [[Polybius]] 3,1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ. (In Leviticus 11:21, [[with]] a genitive.)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνώτερος]], -α, -ον)<br />υψηλότερος, [[υπέρτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη [[διαβάθμιση]] ή κατέχει υψηλότερο [[αξίωμα]] από άλλους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ανώτερος]] [[άνθρωπος]]» — [[αξιόλογος]], [[εκλεκτός]], [[ολοκληρωμένος]] ηθικά και πνευματικά<br />β) «[[ανώτερος]] χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό [[κέρδος]], [[αφιλοχρήματος]]<br />γ) «ανωτέρα [[διαταγή]]» — αυτή που προέρχεται από υψηλή [[δημόσια]] [[αρχή]]<br />δ) «ανωτέρα βία, [[δύναμη]]» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει [[κάποιος]]<br />ε) «και σ' ανώτερα» — [[ευχή]] για μεγαλύτερη [[επιτυχία]] (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη [[περίπτωση]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε κάποιο [[βιβλίο]] ή [[σύγγραμμα]] [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο [[τόπο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώτερος:''' -α, -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το [[ἄνω]], ψηλότερος, σε Αριστ.· επίρρ. [[ἀνωτέρω]], βλ. [[ἄνω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἄνω]<br />[[higher]], Arist.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢nèteroj 安挪帖羅士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':(更多)向上 相當於: ([[עַל]]&#x200E; / [[עַל־כֵּן]]&#x200E; / [[עַל־מוּת]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':較高的,在上,上,以上,在前面,以前,到上邊;源自([[ἄνω]] / [[ἀνεγκλησία]])=上面);而 ([[ἄνω]] / [[ἀνεγκλησία]])出自([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 在前面(1) 來10:8;<br />2) 上(1) 路14:10
}}
}}

Latest revision as of 19:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώτερος Medium diacritics: ἀνώτερος Low diacritics: ανώτερος Capitals: ΑΝΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: anṓteros Transliteration B: anōteros Transliteration C: anoteros Beta Code: a)nw/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. Adj. from ἄνω (B), upper, higher, Arist.HA 496b35, D.H.Rh.1.1, Luc.Asin.9; ἐπιβουλῆς ἀνώτερος γέγονεν = got the better of, Nic.Dem.p.25 D.; neut. as adverb, Arist.HA503b18; above, LXX Le.11.21; earlier in a book, Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1; to a higher place, Ev.Luc.14.10. Adv. ἀνωτέρω, v. ἄνω.

Spanish (DGE)

-ον
adj. compar. de ἄνω
I 1más elevadoδεξιός (νεφρός) Arist.HA 497a1
de pers. más alto Luc.Asin.9.
2 triunfador τῆς ἐπιβουλῆς ἀνώτερος γέγονεν = triunfó sobre el complot Nic.Dam.Vit.Caes.34, ποιήσει ... ναυαγίων ἀνώτερον superará los naufragios Dionysius en Wien.Stud. 20.31.
II adv. ἀνώτερον
1 hacia arriba προσανάβηθι ἀνώτερον Eu.Luc.14.10.
2 más arriba como prep. κεῖται ... ὁ ἐγκέφαλος ἀνώτερον ... τῶν ὀφθαλμῶν Arist.HA 503b18, ἀ. τῶν ποδῶν LXX Le.11.21.
3 más en el interior ἀπὸ θαλάττης ἀνώτερον Scyl.Per.100.
4 antes en un texto o discurso ἀνώτερον λέγων Ep.Hebr.10.8, cf. Plb.3.1.1.
5 en términos más generales ἀνώτερον ἐπιζητεῖν Arist.EN 1155b2.

German (Pape)

[Seite 269] der Obere, Arist. H. A. 2, 11 Pol.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut, supérieur.
Étymologie: ἄνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώτερος: более высокий, высший Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώτερος: -α, -ον, συγρ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἄνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 13· -ον ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 2. 11, 9: - Ἐπίρρ. ἀνωτέρω· ἴδε ἐν λ. ἄνω.

English (Strong)

comparative degree of ἄνω; upper, i.e. (neuter as adverb) to a more conspicuous place, in a former part of the book: above, higher.

English (Thayer)

ἀνωτερα, ἀνώτερον (comparitive from ἄνω, cf. κατώτερος, see Winer's Grammar, § 11,2c.; (Buttmann, 28 (24 f))), higher. The neuter ἀνώτερον as adverb, higher;
a. of motion, to a higher place, (up higher): in a higher place, above i. e. in the immediately preceding part of the passage quoted, Hob. 10:8. Similarly Polybius 3,1, 1 τρίτῃ ἀνώτερον βίβλῳ. (In Leviticus 11:21, with a genitive.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνώτερος, -α, -ον)
υψηλότερος, υπέρτερος
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους
2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» — αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά
β) «ανώτερος χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό κέρδος, αφιλοχρήματος
γ) «ανωτέρα διαταγή» — αυτή που προέρχεται από υψηλή δημόσια αρχή
δ) «ανωτέρα βία, δύναμη» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει κάποιος
ε) «και σ' ανώτερα» — ευχή για μεγαλύτερη επιτυχία (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη περίπτωση)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ψηλά
2. αυτός που αναφέρεται σε κάποιο βιβλίο ή σύγγραμμα πριν από κάτι άλλο
3. αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο τόπο.

Greek Monotonic

ἀνώτερος: -α, -ον, συγκρ. επίθ. σχημ. από το ἄνω, ψηλότερος, σε Αριστ.· επίρρ. ἀνωτέρω, βλ. ἄνω.

Middle Liddell

[ἄνω]
higher, Arist.

Chinese

原文音譯:¢nèteroj 安挪帖羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(更多)向上 相當於: (עַל‎ / עַל־כֵּן‎ / עַל־מוּת‎)
字義溯源:較高的,在上,上,以上,在前面,以前,到上邊;源自(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面);而 (ἄνω / ἀνεγκλησία)出自(ἀντί)*=相對,代替,交換)
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編
1) 在前面(1) 來10:8;
2) 上(1) 路14:10