χοιράς: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
mNo edit summary
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choiras
|Transliteration C=choiras
|Beta Code=xoira/s
|Beta Code=xoira/s
|Definition=χοιράδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[like a hog]] or [[a hog's back]], <b class="b3">χοιρὰς πέτρα</b> [[low]] [[rock]] rising just above the sea [[like a hog's back]], Pi.''P.''10.52, cf. ''AP''9.289 (Bass.)<br><span class="bld">2</span> Subst., <b class="b3">χοιρὰς ἀμυδρά</b> [[sunken]] [[rock]], Archil.128, cf. Thgn. 576; opp. <b class="b3">σκόπελοι ὀξέες</b>, [[Herodotus|Hdt.]]2.29; ἀκταὶ.. χοιράδες τε A.''Pers.''421; <b class="b3">χοιρὰς Δηλία</b> the [[Delian]] [[rock]], i.e. the [[rocky]] [[isle]] of [[Delos]], Id.''Eu.''9; Δήλιοι χ. E.''Tr.''89; χ. Σηπιάς Id.''Andr.''1265; [[χοιράδες]], of the Symplegades, Theoc.13.23; <b class="b3">αἱ χοιράδες νῆσοι</b>, off [[Tarentum]], Th.7.33.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[χοιράδες]] = [[scrofulous swellings in the glands of the neck]], etc., Hp.''Aph.''3.26, ''AP''11.333 (Callicter), Plu.''Cic.''9,26.<br><span class="bld">III</span> [[sow]], PMag.Osl.1.107.
|Definition=χοιράδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[like a hog]] or [[like a hog's back]], [[χοιρὰς πέτρα]] = [[low]] [[rock]] rising just above the sea [[like a hog's back]], Pi.''P.''10.52, cf. ''AP''9.289 (Bass.)<br><span class="bld">2</span> Subst., [[χοιρὰς ἀμυδρά]] = [[sunken]] [[rock]], Archil.128, cf. Thgn. 576; opp. <b class="b3">σκόπελοι ὀξέες</b>, [[Herodotus|Hdt.]]2.29; ἀκταὶ.. χοιράδες τε [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''421; <b class="b3">χοιρὰς Δηλία</b> the [[Delian]] [[rock]], i.e. the [[rocky]] [[isle]] of [[Delos]], Id.''Eu.''9; Δήλιοι χ. E.''Tr.''89; χοιρὰς Σηπιάς Id.''Andr.''1265; [[χοιράδες]], of the [[Symplegades]], Theoc.13.23; <b class="b3">αἱ χοιράδες νῆσοι</b>, off [[Tarentum]], Th.7.33.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[χοιράδες]] = [[scrofulous swellings in the glands of the neck]], etc., Hp.''Aph.''3.26, ''AP''11.333 (Callicter), Plu.''Cic.''9,26.<br><span class="bld">III</span> [[sow]], PMag.Osl.1.107.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:40, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιράς Medium diacritics: χοιράς Low diacritics: χοιράς Capitals: ΧΟΙΡΑΣ
Transliteration A: choirás Transliteration B: choiras Transliteration C: choiras Beta Code: xoira/s

English (LSJ)

χοιράδος, ἡ,
A like a hog or like a hog's back, χοιρὰς πέτρα = low rock rising just above the sea like a hog's back, Pi.P.10.52, cf. AP9.289 (Bass.)
2 Subst., χοιρὰς ἀμυδρά = sunken rock, Archil.128, cf. Thgn. 576; opp. σκόπελοι ὀξέες, Hdt.2.29; ἀκταὶ.. χοιράδες τε A.Pers.421; χοιρὰς Δηλία the Delian rock, i.e. the rocky isle of Delos, Id.Eu.9; Δήλιοι χ. E.Tr.89; χοιρὰς Σηπιάς Id.Andr.1265; χοιράδες, of the Symplegades, Theoc.13.23; αἱ χοιράδες νῆσοι, off Tarentum, Th.7.33.
II in plural, χοιράδες = scrofulous swellings in the glands of the neck, etc., Hp.Aph.3.26, AP11.333 (Callicter), Plu.Cic.9,26.
III sow, PMag.Osl.1.107.

German (Pape)

[Seite 1362] άδος, ἡ, 1) ein mehr od. minder aus dem Meere hervorragender Fels, eine Meerklippe, Scheere, an der man leicht scheitern kann; Theogn. 576; Archil. 98; Aesch. Pers. 413; Her. 2, 29; χοιρὰς πέτρα Pind. P. 10, 52, wie Bass. 5 (IX, 289); εἰναλίη Diod. 4 (IX, 60); von den Symplegaden Theocr. 13, 24; sp. D.; bei Aesch. Eum. 9 ist χοιρὰς Δηλία der Felsenberg Kynthos auf der Insel Delos, wenn nicht die ganze klippenreiche Insel darunter zu verstehen ist; vgl. Eur. Troad. 89. – 2; die angeschwollenen und verhärteten Drüsen am Halse, scrophulae, Hippocr. aphor. 3, 26; auch der Kropf, Sp.; da diese sich besonders bei Schweinen finden, leitete man es von χοῖρος ab, die beste ältere Bdtg scheint aber mit χεράς, χέῤῥος, χέρσος zusammenzuhangen.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
qui a la forme d'un cochon, particul. d'un dos de cochon;
χοιράς écueil, récif ; d'où
1 île pierreuse et peu élevée;
2 p. anal. αἱ χοιράδες humeurs ou taches à fleur de peau, écrouelles.
Étymologie: χοῖρος.

Russian (Dvoretsky)

χοιράς: άδος adj. f выступающая над поверхностью моря (πέτραι Pind., Anth.).
άδος ἡ
1 подводная скала, утес (ἀκταὶ χοιράδες τε Aesch.; σκόπελοι καὶ χοιράδες Her.): ἀφ᾽ οὗ τότε χοιράδες ἔσταν Theocr. с тех пор эти (т. е. Симплегадские) скалы остановились;
2 бугор, опухоль, увеличенная железа: χοιράδων τὸν τράχηλον περίπλεως Plut. с шеей, бугристой от опухших желез.

Greek (Liddell-Scott)

χοιράς: -άδος, ἡ, ὅμοιος πρὸς χοῖρον ἢ πρὸς τὰ νῶτα χοίρου, χ. πέτραι, χαμηλοὶ βράχοι (μόλις ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης) ὅμοιοι πρὸς τὰ νῶτα χοίρου (πρβλ. μύρμηξ ΙΙΙ, καὶ τὸ τοῦ Οὐεργιλίου dorsum inimane maris), Πινδ. Π. 10 81, Ἀνθ. Π. 9. 289 - ἐντεῦθενχρῆσις τοῦ χοιράς ὡς οὐσιαστ., χ. ἀμυδρά, βράχος χαμηλός, μόλις φαινόμενος, Ἀρχίλ. 54, πρβλ. Θεόγν. 576· ἀντίθετ. τῷ σκόπελοι ὀξέες, Ἡρόδ. 2. 29· ἀκταὶ .. χοιράδες τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 421· οὕτω, χ. Δηλία, ὁ Δήλιος βράχος, δηλ. ἡ βραχώδης νῆσος Δῆλος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 9· Δήλιοι χοιράδες Εὐρ. Τρῳ. 89· χ. Σηπιὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 126· χοιράδες, αἱ Συμπληγάδες, Θεόκρ. 13. 24· αἱ χοιράδες νῆσοι, ἔξωθεν τοῦ Τάραντος, Θουκ. 7. 33. ΙΙ. ἐν τῳ π ληθ., οἰδήματα τῶν ἀδένων τοῦ λαιμοῦ κλπ., χοιραδικὰ πρήσματα, Λατ. scrophulae, Ἱππ. Ἀφορ. 1248 (ἴδε Foës. Oec.), Ἀνθ. Π. 11. 333, Πλουτ. Κικ. 9 καὶ 26.

English (Slater)

χοιρᾰς f. adj., like a hog's back ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (i. e. a low reef) (P. 10.52)

Spanish

cerda

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες
εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων του λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.)
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες πέτραι» — χαμηλοί βράχοι που μοιάζουν με τα νώτα χοίρου, Πίνδ.)
2. ως ουσ. βράχος χαμηλός που μόλις φαίνεται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σκόπελος («χοιρὰς Δηλία» — η βραχώδης νήσος Δήλος, Αισχύλ.)
3. μικρός χοίρος, γουρουνάκι
4. θηλυκός χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή της λ. χοιρ-άς στη λ. χοίρος πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη, αφού με αυτήν την ετυμολόγηση ερμηνεύονται ικανοποιητικά τόσο οι δύο κύριες σημ. της λ. όσο και το γεγονός ότι η λ. απαντά αρχικά στον πληθ. Συγκεκριμένα, η χρήση του τ. χοιράδες με σημ. «σκόπελοι, πέτρες που εξέχουν από την επιφάνεια της θάλασσας» δικαιολογείται από την ομοιότητα που παρουσιάζουν οι συγκεντρωμένοι αυτοί βράχοι με την εικόνα ενός κοπαδιού χοίρων (ο εν. χοιράς έχει προέλθει υστερογενώς από τον τ. του πληθ.). Επομένως, η σύνδεση της με τον τ. χέραδος «χαλίκι, χοντρή άμμος» ή τον τ. χαρία
βουνός, που προτείνουν ορισμένοι μελετητές, δεν θεωρείται πιθανή. Σε ό,τι αφορά την άλλη σημ. «εξόγκωση, σκλήρυνση τών αδένων του λαιμού», η προέλευση του ον. της ασθένειας από τη λ. χοίρος μπορεί να ερμηνευθεί λόγω του ότι η νόσος προσβάλλει σε μεγάλο βαθμό κυρίως τα ζώα αυτά, ενώ η χρήση του πληθ. αριθμού σε ονομ. ασθενειών είναι γνωστή στην Ελληνική (πρβλ. ραγάδες, χιράδες). Η άποψη ότι η ασθένεια ονομάστηκε έτσι λόγω της ομοιότητας τών εξογκωμάτων αυτών με τις χοιράδες, δηλαδή τους σκοπέλους, θεωρείται λιγότερο πιθανή. Τέλος, ο εν. αριθμός χοιράς χρησιμοποιείται και ως θηλ. του χοῖρος (για την κατάλ. -άς, πρβλ. μοιχ-άς, πολι-άς κ.ά.)].

Greek Monotonic

χοιράς: -άδος, ἡ,
I. αυτή που μοιάζει με χοίρο, χοιράδες πέτραι, βράχοι (που μόλις υψώνονται πάνω από τη θάλασσα), όπως τα νώτα του χοίρου (πρβλ. Βιργίλιου dorsum immane maris), σε Πίνδ., Ανθ.· από όπου, χοιράς ως ουσ., βράχος χαμηλός (βυθισμένος), σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, χοιρὰς Δηλία, ο Δήλιος βράχος, το βραχώδες νησί της Δήλου, σε Αισχύλ.
II. σε πληθ., οιδήματα των αδένων του λαιμού, σε Ανθ.

Middle Liddell

χοιράς, άδος,
I. of a hog, χ. πέτραι rocks (rising just above the sea) like a hog's back (cf. Virgil's dorsum immane maris), Pind., Anth.:—hence χοιράς as substantive, a sunken rock, Hdt., Aesch.; so, χ. Δηλία the Delian rock, the rocky isle of Delos, Aesch.
II. in plural scrofulous swellings in the glands of the neck, Anth.

English (Woodhouse)

reef, ledge of rock, ridge of rock, shelf of rock

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

cerda ref. a Isis κλῦθί μοι ... ὅν ἐγέννησεν λευκὴ χ. escúchame tú, al que engendró la blanca cerda P XXXVI 106