μεγαλύνω: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalyno | |Transliteration C=megalyno | ||
|Beta Code=megalu/nw | |Beta Code=megalu/nw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. μεγαλῠνῶ [[LXX]] ''Ge.''12.2, al.: aor. ἐμεγάλυνα ib.''Ec.''2.4, al.:—Pass., fut. -υνθήσομαι ib.''Za.''12.11, al.: aor. -ύνθην ib.''Ma.''1.5, al.: pf. part. μεμεγαλυμμένος Aq.''Ps.''143(144).12: ([[μέγας]]):—[[make great]] or [[powerful]], [[exalt]], τοὺς πολεμίους Th.5.98:—Pass., <b class="b3">μεγαλύνεσθαι ἐκτῶν συμβαινόντων</b> [[gain great glory]] by.., X.''HG''7.1.24, cf. ''Ep.Phil.''1.20, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1592.3 (iii/iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[make great by word]], [[extol]], [[magnify]], τὸ ὄνομά τινος E.''Ba.''320; μ. τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρά τινι Th.8.81; ἑαυτόν X.''Ap.''32; μ. τὴν Λακεδαίμονα πρὸς Ἀθηναίους Plu.''Cim.''16; τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν D.S.1.20: freq. in LXX, ll. cc.:—Med., [[boast oneself]], περί τινος Sapph.35; [[γέννα]] in point of birth, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''892 (lyr.); οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ X.''Hier.''2.17, cf. ''Oec.''21.4; ταῦτ' ἀκούων ἐμεγαλύνετο Id.''Mem.''3.6.3.<br><span class="bld">2</span> [[magnify]], [[exaggerate]], Th.6.28, Phld. ''Rh.''1.173 S., ''Ir.''p.45 W., D.C.''Fr.''57.81, al. | |Definition=<span class="bld">A</span> fut. μεγαλῠνῶ [[LXX]] ''Ge.''12.2, al.: aor. ἐμεγάλυνα ib.''Ec.''2.4, al.:—Pass., fut. -υνθήσομαι ib.''Za.''12.11, al.: aor. -ύνθην ib.''Ma.''1.5, al.: pf. part. μεμεγαλυμμένος Aq.''Ps.''143(144).12: ([[μέγας]]):—[[make great]] or [[powerful]], [[exalt]], τοὺς πολεμίους Th.5.98:—Pass., <b class="b3">μεγαλύνεσθαι ἐκτῶν συμβαινόντων</b> [[gain great glory]] by.., X.''HG''7.1.24, cf. ''Ep.Phil.''1.20, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1592.3 (iii/iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[make great by word]], [[extol]], [[magnify]], τὸ ὄνομά τινος E.''Ba.''320; μ. τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρά τινι Th.8.81; ἑαυτόν X.''Ap.''32; μ. τὴν Λακεδαίμονα πρὸς Ἀθηναίους Plu.''Cim.''16; τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.20: freq. in LXX, ll. cc.:—Med., [[boast oneself]], περί τινος Sapph.35; [[γέννα]] in point of birth, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''892 (lyr.); οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ X.''Hier.''2.17, cf. ''Oec.''21.4; ταῦτ' ἀκούων ἐμεγαλύνετο Id.''Mem.''3.6.3.<br><span class="bld">2</span> [[magnify]], [[exaggerate]], Th.6.28, Phld. ''Rh.''1.173 S., ''Ir.''p.45 W., D.C.''Fr.''57.81, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> [[rendre grand]] <i>ou</i> puissant, fortifier, acc.;<br /><b>2</b> [[célébrer]], [[vanter]], [[glorifier]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεγαλύνομαι]] se vanter, se glorifier : τινί, | |btext=<b>1</b> [[rendre grand]] <i>ou</i> puissant, fortifier, acc.;<br /><b>2</b> [[célébrer]], [[vanter]], [[glorifier]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεγαλύνομαι]] se vanter, se glorifier : τινί, ἐπί τινι, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 06:20, 28 June 2024
English (LSJ)
A fut. μεγαλῠνῶ LXX Ge.12.2, al.: aor. ἐμεγάλυνα ib.Ec.2.4, al.:—Pass., fut. -υνθήσομαι ib.Za.12.11, al.: aor. -ύνθην ib.Ma.1.5, al.: pf. part. μεμεγαλυμμένος Aq.Ps.143(144).12: (μέγας):—make great or powerful, exalt, τοὺς πολεμίους Th.5.98:—Pass., μεγαλύνεσθαι ἐκτῶν συμβαινόντων gain great glory by.., X.HG7.1.24, cf. Ep.Phil.1.20, POxy.1592.3 (iii/iv A. D.).
II make great by word, extol, magnify, τὸ ὄνομά τινος E.Ba.320; μ. τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρά τινι Th.8.81; ἑαυτόν X.Ap.32; μ. τὴν Λακεδαίμονα πρὸς Ἀθηναίους Plu.Cim.16; τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν D.S.1.20: freq. in LXX, ll. cc.:—Med., boast oneself, περί τινος Sapph.35; γέννα in point of birth, A.Pr.892 (lyr.); οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ X.Hier.2.17, cf. Oec.21.4; ταῦτ' ἀκούων ἐμεγαλύνετο Id.Mem.3.6.3.
2 magnify, exaggerate, Th.6.28, Phld. Rh.1.173 S., Ir.p.45 W., D.C.Fr.57.81, al.
German (Pape)
[Seite 108] groß machen, erheben; med., τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων, Aesch. Prom. 894; ὅταν τὸ Πενθέως ὄνομα μεγαλύνῃ πόλις, Eur. Bacch. 320; ὑπερβάλλων ἐμεγάλυνε τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει, Thuc. 8, 81; τοὺς πολεμίους, 5, 98, verstärken, wie D. Sic. 1, 20 u. Plut. Them. 27; ἑαυτόν, Xen. Apol. 32, vgl. Mem. 3, 6, 3.
French (Bailly abrégé)
1 rendre grand ou puissant, fortifier, acc.;
2 célébrer, vanter, glorifier;
Moy. μεγαλύνομαι se vanter, se glorifier : τινί, ἐπί τινι, de qch.
Étymologie: μέγας.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλύνω: (ῡ)
1 увеличивать, расширять (τὴν δύναμίν τινος Thuc., Diod.; τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων NT);
2 укреплять, усиливать (τοὺς ὑπάρχοντας πολεμίους Thuc.);
3 возвеличивать, прославлять (τὸ Πενθέως ὄνομα Eur.); med.-pass. гордиться (ἔκ τινος и ἐπί τινι Xen.; γέννᾳ Aesch.);
4 раздувать, преувеличивать Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλύνω: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (μέγας)· - κάμνω τινὰ μέγαν ἢ ἰσχυρόν, ὑψώνω, ἐνισχύω, ἰσχυροποιῶ, τοὺς πολεμίους Θουκ. 5. 98· τὴν δύναμίν τινος Διόδ. 1. 20. - Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, λαμβάνειν μεγάλην δόξαν, ... Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 24. ΙΙ. μεγαλοποιῶ, ἐπαινῶ, ὑπερυψῶ, δοξάζω, τὸ ὄνομά τινος Εὐρ. Βάκχ. 320· μ. τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρά τινι Θουκ. 8. 81· ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπολ. 32· μ. τινὰ πρός τινα Πλουτ. Κίμ. 16. -Μέσ., καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, ἐπαίρομαι, γέννᾳ, ἐπὶ καταγωγῇ, Αἰσχύλ. Πρ. 892· οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ Ξεν. Ἱέρ. 2, 17, πρβλ. Οἰκ. 21, 4· ταῦτ’ ἀκούων ἐμεγαλύνετο ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 6, 3· πρβλ. μεγαλίζομαι. 2) μεγαλοποιῶ ἔγκλημα, Θουκ. 6. 28.
English (Strong)
from μέγας; to make (or declare) great, i.e. increase or (figuratively) extol: enlarge, magnify, show great.
English (Thayer)
imperfect ἐμεγαλυνον; passive (imperfect 3rd person singular ἐμεγαλύνετο); 1st aorist infinitive μεγαλυνθῆναι; 1future μεγαλυνθήσομαι; (μέγας); from (Aeschylus and) Thucydides down; the Sept. mostly for הִגְדִּיל;
1. to make great, magnify (Vulg. magnifico): τινα or τί, properly, of dimension, A. V. enlarge); passive to increase: of bodily stature, ἐμεγαλύνθη τό παιδάριον, to make conspicious: ἔλεος, 2a.).
2. to deem or declare great, i. e. to esteem highly, to extol, laud, celebrate: to get glory and praise: ἐν τίνι, in a thing, Philippians 1:20.
Greek Monolingual
(ΑM μεγαλύνω) μέγας
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι ισχυρό, ισχυροποιώ, δυναμώνω («τοὺς πολεμίους μεγαλύνετε», Θουκ.)
2. προσδίδω μεγαλείο, δοξολογώ, εγκωμιάζω, ανυμνώ («μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον», ΚΔ)
αρχ.
1. μέσ. μεγαλύνομαι
καυχώμαι, υπερηφανεύομαι
2. μεγαλοποιώ, εξογκώνω, υπερβάλλω.
Greek Monotonic
μεγᾰλύνω: [ῡ] (μέγας),·
I. μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον τρανό ή ισχυρό, εκθειάζω, ισχυροποιώ, σε Θουκ.· Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, κερδίζω μεγάλη δόξα από κάποιον, από κάτι..., σε Ξεν.
II. 1. εκθειάζω, δοξάζω, εξυμνώ, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. — Μέσ., περιαυτολογώ, καυχιέμαι, σε Αισχύλ., Ξεν.
2. δίνω μεγαλύτερες διαστάσεις σ' ένα έγκλημα, σε Θουκ.
Middle Liddell
μεγᾰλύ¯νω, only in pres. and imperf.] μέγας
I. to make great or powerful, to exalt, strengthen, Thuc.:— Pass., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος to gain great glory from…, Xen.
II. to make great by word, to extol, magnify, Eur., Thuc., etc.:—Mid. to boast oneself, Aesch., Xen.
2. to aggravate a crime, Thuc.
Chinese
原文音譯:megalÚnw 姆瓜呂挪
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:(變)大 相當於: (גָּדַל)
字義溯源:尊為大,顯大,大施,開展,做長了,頌揚,尊重,尊大,尊為大,稱讚為大;源自(μέγας)*=大)。參讀 (αἶνος)同義字
出現次數:總共(8);太(1);路(2);徒(3);林後(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 顯大(1) 腓1:20;
2) 尊⋯為大(1) 路1:46;
3) 稱讚⋯為大(1) 徒10:46;
4) 開展(1) 林後10:15;
5) 被尊為大(1) 徒19:17;
6) 大施(1) 路1:58;
7) 尊重(1) 徒5:13;
8) 做長了(1) 太23:5