χειροτέχνης: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(13_5) |
(CSV import) |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirotechnis | |Transliteration C=cheirotechnis | ||
|Beta Code=xeirote/xnhs | |Beta Code=xeirote/xnhs | ||
|Definition= | |Definition= χειροτέχνου, ὁ, [[handicraftsman]], [[artisan]], [[Herodotus|Hdt.]]2.167, Ar.''Pl.''533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 597a, ''PBremen''48.27 (ii A.D.), etc.; opp. [[ἀρχιτέκτων]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''981a31; of slaves who brought in income to their owner, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.11.4; φαύλους καὶ χ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 405a; opp. [[φιλόσοφοι]], X.''Vect.''5.4; opp. [[πολιτικοί]], Plb.10.17.6; <b class="b3">τίς ὁ χ. ἰατορίας</b>..; who is the [[expert]] in surgery..? S.''Tr.''1000 (anap.), cf. Hp.''VM''7; [[πολέμον]] χ. Plu.''Comp.Lyc.Num.''2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ [[ἄλλου]] τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1346.png Seite 1346]] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ [[ἄλλου]] τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />qui exerce un art manuel ; artiste, artisan ; ἰατορίας SOPH qui pratique l'art de guérir ; <i>fig.</i> πολέμου PLUT artisan <i>ou</i> auteur d'une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[τέχνη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειροτέχνης:''' ου ὁ [[ремесленник]], [[мастер]] Her., Thuc., Arph., Xen., Plat.: χ. ἰατορίας Soph. врач; πολέμου χ. Plut. опытный воин. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χειροτέχνης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν χειρῶν ἐργαζόμενος, [[τεχνίτης]], [[χειρῶναξ]], Ἡρόδ. 2. 167, Ἀριστοφ. Πλ. 534. 617, Θουκ. 6. 72, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ [[ἀρχιτέκτων]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17· - οἱ χειροτέχναι ἦσαν δοῦλοι ἐργαζόμενοι [[ὑπὲρ]] τοῦ δεσπότου αὐτῶν καὶ φέροντες αὐτῷ εἰσόδημα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· χ. καὶ φαύλους Πλάτ. Πολ. 405Α ἀντίθετ. τῷ φιλόσοφοι, Ξεν. Πόροι 5,4· τῷ πολιτικοί, Πολύβ. 10. 17, 6· τίς ὁ χ. ἰατορίας …; τίς ὁ πεπειραμένος [[ἰατρός]]; Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8. - Ἐπίρρ. -τέχνως, Πολυδ. Β΄, 148. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το [[χέρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]], [[χειρώνακτας]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο<br /><b>2.</b> [[δούλος]] ο [[οποίος]] με την [[εργασία]] του απέφερε [[εισόδημα]] στον κύριό του<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]] («τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἱστορίας;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[ἰατροτέχνης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειροτέχνης:''' -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, [[τεχνίτης]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ [[χειροτέχνης]] ἰατορίας; [[ποιος]] είναι ο [[επιδέξιος]] [[γιατρός]]; σε Σοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χειρο-τέχνης, ου, ὁ,<br />a [[handicraftsman]], [[artisan]], Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the [[skilled]] [[surgeon]]? Soph. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[workman]] | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[operarius]]'', [[workman]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.72.3/ 6.72.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.27.5/ 7.27.5]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:46, 16 November 2024
English (LSJ)
χειροτέχνου, ὁ, handicraftsman, artisan, Hdt.2.167, Ar.Pl.533 (anap.), 617 anap.), Th.6.72, Pl.R. 597a, PBremen48.27 (ii A.D.), etc.; opp. ἀρχιτέκτων, Arist.Metaph.981a31; of slaves who brought in income to their owner, X.Mem.3.11.4; φαύλους καὶ χ. Pl.R. 405a; opp. φιλόσοφοι, X.Vect.5.4; opp. πολιτικοί, Plb.10.17.6; τίς ὁ χ. ἰατορίας..; who is the expert in surgery..? S.Tr.1000 (anap.), cf. Hp.VM7; πολέμον χ. Plu.Comp.Lyc.Num.2.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, Handarbeiter, Handwerker, Künstler; Ar. Plut. 533. 617; Her. 2, 167; Thuc. 6, 72. 7, 27; Plat. Prot. 328 a; τὰ τοῦ κλινουργοῦ ἔργα ἢ ἄλλου τινὸς χειροτέχνου Rep. X, 597 a; Sp., Pol. 10, 17, 6, πολέμου Plut. Lyc. 4 Compar. Lyc. et Num. 2; ἰατορίας, der Chirurg oder Wundarzt, Soph. Tr. 996.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui exerce un art manuel ; artiste, artisan ; ἰατορίας SOPH qui pratique l'art de guérir ; fig. πολέμου PLUT artisan ou auteur d'une guerre.
Étymologie: χείρ, τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
χειροτέχνης: ου ὁ ремесленник, мастер Her., Thuc., Arph., Xen., Plat.: χ. ἰατορίας Soph. врач; πολέμου χ. Plut. опытный воин.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτέχνης: -ου, ὁ, ὁ διὰ τῶν χειρῶν ἐργαζόμενος, τεχνίτης, χειρῶναξ, Ἡρόδ. 2. 167, Ἀριστοφ. Πλ. 534. 617, Θουκ. 6. 72, Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετ. τῷ ἀρχιτέκτων, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 17· - οἱ χειροτέχναι ἦσαν δοῦλοι ἐργαζόμενοι ὑπὲρ τοῦ δεσπότου αὐτῶν καὶ φέροντες αὐτῷ εἰσόδημα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· χ. καὶ φαύλους Πλάτ. Πολ. 405Α ἀντίθετ. τῷ φιλόσοφοι, Ξεν. Πόροι 5,4· τῷ πολιτικοί, Πολύβ. 10. 17, 6· τίς ὁ χ. ἰατορίας …; τίς ὁ πεπειραμένος ἰατρός; Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8. - Ἐπίρρ. -τέχνως, Πολυδ. Β΄, 148.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι
αρχ.
1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο
2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του
3. έμπειρος, πεπειραμένος («τίς ὁ χειροτέχνης ἱστορίας;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατροτέχνης].
Greek Monotonic
χειροτέχνης: -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται με τα χέρια, τεχνίτης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τίς ὁ χειροτέχνης ἰατορίας; ποιος είναι ο επιδέξιος γιατρός; σε Σοφ.
Middle Liddell
χειρο-τέχνης, ου, ὁ,
a handicraftsman, artisan, Hdt., Ar., etc.; τίς ὁ χ. ἰατορίας; who is the skilled surgeon? Soph.