ἄριστον: Difference between revisions
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
(6) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄριστον]], το (AM)<br />το μεσημβρινό [[φαγητό]] (σε μτγν. [[εποχή]], όταν το [[πρόγευμα]] το αποκαλούσαν «[[ἀκράτισμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το πρωινό [[φαγητό]], το [[πρόγευμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τ. <i>αιερι</i>-<i>δ</i>-<i>τον</i> <span style="color: red;"><</span> (τοπικό) <i>άρι</i> ([[συνηρημένος]] τ. του <i>αίερι</i>, <i>ήρι</i> «[[ενωρίς]]») <span style="color: red;">+</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>δ</i>) του θ. <i>εδ</i>-(του ρ. [[εσθίω]] «[[τρώγω]]») <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>το</i>-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το [[πρόγευμα]]», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό [[φαγητό]]», το δε «πρωινό [[γεύμα]]» δηλώνεται με τον όρο [[ακράτισμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αριστίζω]], [[αριστώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αριστόδειπνον]], [[αριστοποιώ]]]. | |mltxt=[[ἄριστον]], το (AM)<br />το μεσημβρινό [[φαγητό]] (σε μτγν. [[εποχή]], όταν το [[πρόγευμα]] το αποκαλούσαν «[[ἀκράτισμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />το πρωινό [[φαγητό]], το [[πρόγευμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τ. <i>αιερι</i>-<i>δ</i>-<i>τον</i> <span style="color: red;"><</span> (τοπικό) <i>άρι</i> ([[συνηρημένος]] τ. του <i>αίερι</i>, <i>ήρι</i> «[[ενωρίς]]») <span style="color: red;">+</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>δ</i>) του θ. <i>εδ</i>-(του ρ. [[εσθίω]] «[[τρώγω]]») <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>το</i>-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το [[πρόγευμα]]», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό [[φαγητό]]», το δε «πρωινό [[γεύμα]]» δηλώνεται με τον όρο [[ακράτισμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αριστίζω]], [[αριστώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αριστόδειπνον]], [[αριστοποιώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄριστον:''' [ᾰ] Επικ., ᾱ Αττ.], τό, [[πρόγευμα]], πρωϊνό, κατά την [[ανατολή]] του ηλίου, σε Όμηρ., Ηρόδ.· <i>ἄριστα</i>, <i>δεῖπνα</i>, <i>δάρπα θ' αἱρεῖσθαι [[τρίτον]]</i>, σε Αισχύλ.· μεταγεν., το [[ἄριστον]] ήταν το μεσημεριανό [[φαγητό]], το Ρωμ. [[prandium]], σε Θουκ. (πιθ. συγγενές προς το [[ἦρι]], [[νωρίς]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A morning meal, breakfast, twice in Hom., ἐντύνοντ' ἄ. ἅμ' ἠοῖ Od.16.2, cf. Il.24.124; ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182, cf. Ag.331: later, breakfast was called ἀκράτισμα, and ἄριστον was the midday meal, our luncheon, cf. Th.4.90, 7.81; ἄ. αἱρεῖσθαι, ποιεῖσθαι, Hdt.3.26, 6.78; ἀπ' ἀρίστου μέχρι δείλης Arist. HA619a15. [ᾱ; contr. from ᾰ (y) ερι-στον, cf. Goth. air, OHG. ēr 'early', Avest. ayar[schwa] 'day'; also ᾱ (y) ερ- in ἦρι, ἠέριος; -στο- from -d-to-, root ed- 'eat'.]
German (Pape)
[Seite 352] τό, Frühstück; verwandt ἠώς, ἦρι, αὔριον; bei den Att. das α in ἄριστον lang, bei Hom. kurz; ᾰ statt η ist Jonisch. Bei Hom., welcher das Wort zweimal hat, Iliad. 24, 124 Od. 16, 2, ist ἄριστον das erste Frühstück, was ἅμ' ἠοῖ bereitet wird; bei d. Att. ist ἄριστον das zweite Frühstück, um Mittag aus. Das erste Frühstück heißt bei den Att. ἀκράτισμα, das zweite bei Hom. δεῖ πνον. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 24, 124 Od. 16, 2 u. Lehrs Aristarch. p. 132 sqq. – Aesch. Ag. 322; Her. 1, 63; Ar. Nubb. 415.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit-déjeuner, repas du matin ; plus tard déjeuner, repas du milieu du jour.
Étymologie: DELG *ἀρι cf. ἔαρ, -ιστ- cf. ἐσθίω : repas du matin.
Par. ἀκράτισμα, δεῖπνον, δόρπον.
English (Autenrieth)
breakfast; in Homer taken not long after sunrise; only ἐντύνοντο ἄριστον, Ω 12, Od. 16.2.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [ᾱ-]
1 desayuno ἐντύνοντ' ἄ. ἅμ' ἠοῖ Od.16.2 (falsa etim. ad loc. en Plu.2.726d), cf. Il.24.124, ἄριστα, δεῖπνα δόρπα θ' αἰρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182.
2 almuerzo, comida de mediodía ἐπ' ἄριστον ... κέκληκεν αὐτήν la invitó a comer Ar.Ec.348, ἀπ' ἄριστον μέχρι δείλης Arist.HA 619a15, op. δεῖπνον Hdt.7.120, X.Eq.9.11, HG 6.1.15, Arist.Metaph.1042b21, Diotog.p.76.23, IStratonikeia 256.4 (II d.C.), fig. de la eucaristía, Chrys.M.61.78, op. νήστεις: τοὺς δ' ... πόνος νήστεις πρὸς ἀρίστοισιν ... τάσσει A.A.331, cf. Arist.Pr.904b4, op. μονοσιτίη Hp.Vict.2.60
•ἀρίστου τυχεῖν comer, almorzar X.Cyr.4.2.38, ἄριστον ποιεῖσθαι Hdt.6.78, Th.7.40, ἄριστον αἱρεῖν Hdt.3.26, D.H.1.55, cf. Hdt.1.63, Hp.Vict.3.68, 73, E.Cyc.214, X.HG 4.5.3, An.4.5.30, Cyr.1.2.11, Didyma 201.15 (I a.C.), Luc.Asin.17, Plu.2.64b, D.C.37.46.4.
• Etimología: Comp. de *ἄ(i̯)ερι < *H°-Hi̯2er- ‘temprano’, cf. av. ayarə, ayąn ‘día’ y del grado cero *H1d- de la raíz *ed- < *H1ed- ‘comer’. Según otros el 1er término sería un loc. *ἀρι < *αi̯ερι.
English (Strong)
apparently neuter of a superlative from the same as ἄῤῥην; the best meal (or breakfast; perhaps from eri ("early")), i.e. luncheon: dinner.
English (Thayer)
ἀρίστου, τό (from Homer down);
a. the first food, taken early in the morning before work, breakfast; dinner was called δεῖπνον. But the later Greeks called breakfast; τό ἀκράτισμα, and dinner ἄριστον i. e. δεῖπνον μεσηβρινον, Athen. 1,9, 10, p. 11b.; and so in the N. T. Hence,
b. dinner: ποιεῖν ἄριστον ἤ δεῖπνον, to which others are invited); ἑτοιμάζειν). (B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Meals; Becker's Charicles, namely, vi. excurs. i. (English translation, p. 312 f).)
Greek Monolingual
ἄριστον, το (AM)
το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα»)
αρχ.
το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τ. αιερι-δ-τον < (τοπικό) άρι (συνηρημένος τ. του αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη βαθμίδα (-δ) του θ. εδ-(του ρ. εσθίω «τρώγω») + (επίθημα) -το-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το πρόγευμα», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό φαγητό», το δε «πρωινό γεύμα» δηλώνεται με τον όρο ακράτισμα.
ΠΑΡ. αρχ. αριστίζω, αριστώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αριστόδειπνον, αριστοποιώ].
Greek Monotonic
ἄριστον: [ᾰ] Επικ., ᾱ Αττ.], τό, πρόγευμα, πρωϊνό, κατά την ανατολή του ηλίου, σε Όμηρ., Ηρόδ.· ἄριστα, δεῖπνα, δάρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτον, σε Αισχύλ.· μεταγεν., το ἄριστον ήταν το μεσημεριανό φαγητό, το Ρωμ. prandium, σε Θουκ. (πιθ. συγγενές προς το ἦρι, νωρίς).