ἀρχηγός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. [[αρχηγίνα]], η) (AM [[ἀρχηγός]], -όν)<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> ο επικεφαλής μιας ομάδας<br /><b>3.</b> (με αφηρημένες έννοιες) «[[αρχηγός]] μίσους» ή «[[αρχηγός]] στη [[φασαρία]]» — αυτός που πρωτοστατεί σε [[κάτι]] ή που έχει [[κάτι]] σε μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[αρχικός]] ή ο [[δημιουργικός]], αυτός που δημιουργεί ή προκαλεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ο [[ιδρυτής]]<br />β) ο [[πρωταίτιος]]<br /><b>3.</b> <b>(ουδ.)</b> <i>τὸ ἀρχηγόν</i><br />α) η δημιουργική [[δύναμη]]<br />β) το θεμελιώδες, το πρωταρχικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αληγός]], [[κυνηγός]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχηγικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχηγείο]], [[αρχηγεύω]], [[αρχηγία]], [[αρχηγίσκος]], [[αρχηγώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[οπλαρχηγός]], [[συναρχηγός]], [[υπαρχηγός]]].
|mltxt=ο (θηλ. [[αρχηγίνα]], η) (AM [[ἀρχηγός]], -όν)<br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> ο επικεφαλής μιας ομάδας<br /><b>3.</b> (με αφηρημένες έννοιες) «[[αρχηγός]] μίσους» ή «[[αρχηγός]] στη [[φασαρία]]» — αυτός που πρωτοστατεί σε [[κάτι]] ή που έχει [[κάτι]] σε μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[αρχικός]] ή ο [[δημιουργικός]], αυτός που δημιουργεί ή προκαλεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ο [[ιδρυτής]]<br />β) ο [[πρωταίτιος]]<br /><b>3.</b> <b>(ουδ.)</b> <i>τὸ ἀρχηγόν</i><br />α) η δημιουργική [[δύναμη]]<br />β) το θεμελιώδες, το πρωταρχικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άγω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αληγός]], [[κυνηγός]] <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχηγικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχηγείο]], [[αρχηγεύω]], [[αρχηγία]], [[αρχηγίσκος]], [[αρχηγώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[οπλαρχηγός]], [[συναρχηγός]], [[υπαρχηγός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχηγός:''' Δωρ. ἀρχ-ᾱγός, -ὸν ([[ἡγέομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πρωταίτιος]], [[πρόξενος]] ενός πράγματος, με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., όπως το [[ἀρχηγέτης]], [[ιδρυτής]], λέγεται για πολιούχο ήρωα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]], σε Αισχύλ., Σιμων., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> πρώτη [[αιτία]], [[πρωταίτιος]], [[αρχηγός]], <i>τοῦ πράγματος</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:41, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχηγός Medium diacritics: ἀρχηγός Low diacritics: αρχηγός Capitals: ΑΡΧΗΓΟΣ
Transliteration A: archēgós Transliteration B: archēgos Transliteration C: archigos Beta Code: a)rxhgo/s

English (LSJ)

Dor. ἀρχᾱγός, όν,

   A beginning, originating, λόγος ἀρχηγὸς κακῶν E.Hipp.881; primary, leading, chief, Τροίας ἀ. τιμάς Id.Tr.196 (lyr.); δύο φλέβες ἀ. Arist.PA666b25.    II as Subst., founder, of a tutelary hero, S.OC60; as fem., ancestral heroine, B.8.51; τοῦ γένους Isoc.3.28, cf. D.S.5.56; τῆς πόλεως θεὸς ἀ. τίς ἐστιν Pl.Ti. 21e; founder of a family, Arist.EN1162a4.    2 prince, chief, Δία ἀ. θεῶν B.5.179, cf. A.Ag.259; chief captain, leader, Ἑλλάνων Simon. 138; Βεβρύκων Theoc.22.110; ἀ. ἱερέων CIG6798 (Dijon), cf. 2882 (Milet.).    3 first cause, originator, κοπίδων Heraclit.81; πράγματος X.HG3.3.4, cf. Din.3.7, Isoc.12.101; συγχύσεως SIG684.8 (Dyme, ii B.C.); φόνου POxy.1241 iii 35; σωτηρίας Ep.Hebr.2.10; Θαλῆς ὁ τῆς τοιαύτης ἀ. φιλοσοφίας Arist.Metaph.983b20; τῆς τέχνης Sosip.1.14; τὸ ἀ. the originating power, Pl.Cra.401d, cf. Sph.243d; primary, fundamental, ἀρχηγὸν ἡ φωνή Phld.Po.2.19.

German (Pape)

[Seite 365] anfangend, veranlassend, κακῶν ἀρχηγὸν ἐκφαίνεις λόγον, Unheil verkündend, Eur. Hipp. 881; τὸ αἴτιον καὶ τὸ ἀρχ. αὐτῶν Plat. Crat. 401 d. Gew. subst., der Urheber, θεὸς τῶν πάντων Plat. Tim. Locr, 96 c; ἀρχ. γενόμενος τοῦ διαδιδομένου χρυσίου Din. 3, 7; αὐτοῖς τῶν ἀγαθῶν ἐγένοντο Isocr. 4, 61; τόλμα νεῶν ἀρχηγέ Antiphil. 24 (IX, 29). Bes. Ahnherr, τοῦ γένους Isocr. 5, 32; Gründer, τῆς πόλεως Plat. Tim. 21 e; vgl. Soph. O. C. 60. – Anführer, Aesch. Ag. 250; Epigr. bei Thuc. 1, 132; Theocr. 22, 110; τιμαὶ ἀρχηγοί, königliche Würde, Eur. Tr. 196; τὸ μέγιστον καὶ ἀρχ. Plat. Soph. 243 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχηγός: Δωρ. ἀρχᾱγός, όν, (ἡγέομαι): ― ὁ πρωταίτιος, ὁ πρόξενος, λόγος ἀρχηγὸς κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 881· πρῶτος, μέγιστος, ἃ Τροίας ἀρχηγοὺς εἶχον τιμάς, ἥτις εἶχον τὰς ὑψίστας τιμὰς τῆς Τροίας, δηλ. ἤμην βασίλισσα, ὁ αὐτ. Τρῳ. 196· ἀρχικός, πρῶτος, δύο φλέβες ἀρχ. Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 22. ΙΙ. οὐσιαστ., ὡς τὸ ἀρχηγέτης, ἱδρυτής, γενάρχης, Λατ. auctor, ἐπὶ πολιούχου ἥρωος ἢ θεοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 60· τοῦ γένους Ἰσοκρ. 32C· οἷς τῆς πόλεως θεὸς ἀρχηγός τις ἐστιν Πλατ. Τιμ. 21Ε· ― ὁ γενάρχης οἰκογενείας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 12, 4. 2) ἡγεμών, ἀρχηγός, Αἰσχυλ. Ἀγ. 259· πρῶτος ἀρχηγός, ἡγεμών, Ἑλλήνων Σιμων. (198) παρὰ Θουκ. 1. 132· ὡσαύτως, ἀρχ. ἱερέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6798, πρβλ. 2882. 3) ὁ ἀρχηγός, ὁ πρῶτος πράγματός τινος, καταγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλὴν καὶ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ πράγματος Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4, πρβλ. Δείναρχ. 109. 15, Ἰσοκρ. 253D· Θαλῆς ὁ τῆς τοιαύτης ἀρχηγὸς φιλοσοφίας Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 5· οὗτος τῆς τέχνης ἀρχηγὸς ἧν Σωσίπατρ. ἐν «καταψευδομένῳ» 1. 14: ― οὓτω, τὸ ἀρχηγὸν, ἡ τὴν ἀρχὴν διδοῦσα δύναμις, Πλάτ. Κρατ. 401D.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
I. adj. qui est la cause première de, auteur de;
II. subst.ἀρχηγός :
1 cause première, auteur de, fondateur (d’une race, d’une cité, etc.) ; héros tutélaire, protecteur;
2 chef, roi ; particul. chef militaire.
Étymologie: ἀρχή, ἄγω.

Spanish (DGE)

-όν

• Alolema(s): ἀρχᾱγός B.9.51, E.Hipp.152, Tr.196
I de pers. adj. o subst. ὁ, ἡ, esp. dioses y héroes
1 fundador, ancestro original de ciu. y lugares, B.9.51, S.OC 60, Pl.Ti.21e, de estirpes, razas, familias Τεῦκρος Isoc.3.28, Οἰνεύς D.60.30, Ἀπόλλων IIl.32.26 (III a.C.), Ἥλιος Zeno Rhodius 1.56, Ἡρακλῆς D.Chr.33.47, de Abraham, Eus.HE 1.4.5, de Adán ἀ. πάντων ἀνθρώπων Nil.M.79.84A, ἀρχηγοὺς χώρας θυσίαις ἥρωας ἐνοίκους ἵλασο Orác. en Plu.Sol.9, gener. τῷ σύνεγγυς ἢ πόρρω τὸν ἀρχηγὸν εἶναι por estar cerca o lejos el ancestro original Arist.EN 1162a4, cf. Plu.Alc.1
iniciador, instaurador τῆς τοιαύτης φιλοσοφίας Arist.Metaph.983b20, τῆς τέχνης Sosip.1.14, cf. Plu.2.958d, τῆς μουσικῆς Plu.2.1135b, νόμου ὑμῶν Manes 94.11, φύσεως de Zeus, Cleantn.Fr.Poet.1.2, τῶν παρόντων ἀγαθῶν Isoc.4.61, Clem.Al.Strom.7.4.22, ὁμονοίας Plb.2.40.2, σωτηρίας Ep.Hebr.2.10
en algunos casos por cont. instigador, cabecilla τῶν τοιούτων ἔργων Isoc.12.101, cf. X.HG 3.3.4, διαδεδομένου χρυσίου Din.3.7, πονηρᾶς ἐφόδου Plb.4.60.6, cf. SIG 684.8 (Dime II a.C.), Vit.Fr.Pap. en POxy.1241.3.35, Cyr.H.Catech.2.7, 1Ep.Clem.51.1, D.C.54.3.4
fig. de abstr. origen, arranque, punto de partida ἡ τῶν ῥητόρων εἰσαγωγὴ ... κοπίδων ἀ. Heraclit.B 81, cf. Hippol.Haer.9.6, ref. al nombre del ser primero περὶ δὲ τοῦ μεγίστου τε καὶ ἀρχηγοῦ πρώτου Pl.Sph.243d.
2 jefe, guía Δία ... ἀρχαγὸν θεῶν B.5.179, cf. Simon.105.1D., E.Hipp.152, Theoc.22.110, φωτὸς ἀρχογοῦ τίειν γυναῖκα A.A.259, ἀ. χθονός el rey del país E.IT 1303, ἀρχηγοὶ τέσσαρες κατεστάθησαν se establecieron cuatro gobernadores D.S.31
de la abeja reina Sch.A.Pers.126(p.433)D.
fig. de abstr. τόλμα, νεῶν ἀρχηγέ intrepidez, guía de naves, AP 9.29.1 (Antiphil.).
II de cosas o abstr., adj.
1 inicial, causante, que da origen κακῶν ἀ. ... λόγος E.Hipp.881, αἱ ἀρχηγοὶ φλέβες las venas principales Arist.PA 666b25
subst. τὸ ἀρχηγόν el punto de partida τὸ οὖν αἴτιον καὶ τὸ ἀ. αὐτῶν Pl.Cra.401d, cf. Plb.1.66.10, ὅτι δ' ἀρχηγὸν ἡ φωνή ... Phld.Po.B.26.1.19, plu. τὰ ἀρχηγά las causas principales Anon.Herc.346.8.5.
2 que lleva el mando, regio Τροίας ἀρχαγοὺς εἶχον τιμάς E.Tr.196.

English (Strong)

from ἀρχή and ἄγω; a chief leader: author, captain, prince.

English (Thayer)

ἀρχηγόν, adjective, leading, furnishing the first cause or occasion: Euripides, Hipp. 881; Plato, Crat., p. 401d.; chiefly used as a substantive, ὁ, ἡ, ἀρχηγός (ἀρχή and ἄγω);
1. the chief leader, prince: of Christ, Aeschylus Ag. 259; Thucydides 1,132;. The Sept. ἀρχηγός λόγων εἰρηνικῶν) and thus affords an example, a predecessor in a matter": τῆς πίστεως, of Christ, Hebrews 11) (others bring this under the next head; yet cf. Kurtz at the passage). So ἀρχηγός ἁμαρτίας, ζήλους, Clement of Rome, 1 Corinthians 14,1 [ET]; τῆς στάσεως καί διχοστασίας, ibid. 51,1; τῆς ἀποστασιας, of the devil, Irenaeus 4,40, 1; τοιαυτης φιλοσοφίας, of Thales, Aristotle, met. 1,3, 7 (p. 983{b} 20). Hence,
3. the author: τῆς ζωῆς, τῆς σωτηρίας, τῶν πάντων, of God (Plato) Tim. Locr., p. 96c.; τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, of God, Diodorus 5,72; ἀρχηγός καί αἴτιος, leader and author, are often joined, as Polybius 1,66, 10; Herodian, 2,6, 22 (14, Bekker edition)). Cf. Bleek on Heb. vol. ii. 1, p. 301f.

Greek Monolingual

ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, -όν)
1. ηγεμόνας, κυβερνήτης
2. ο επικεφαλής μιας ομάδας
3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» — αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό
αρχ.
1. ως επίθ. ο αρχικός ή ο δημιουργικός, αυτός που δημιουργεί ή προκαλεί κάτι
2. ως ουσ. α) ο ιδρυτής
β) ο πρωταίτιος
3. (ουδ.) τὸ ἀρχηγόν
α) η δημιουργική δύναμη
β) το θεμελιώδες, το πρωταρχικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + -ηγός < άγω (πρβλ. αληγός, κυνηγός κ.ά.).
ΠΑΡ. αρχηγικός
νεοελλ.
αρχηγείο, αρχηγεύω, αρχηγία, αρχηγίσκος, αρχηγώ.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. οπλαρχηγός, συναρχηγός, υπαρχηγός].

Greek Monotonic

ἀρχηγός: Δωρ. ἀρχ-ᾱγός, -ὸν (ἡγέομαι
I. πρωταίτιος, πρόξενος ενός πράγματος, με γεν., σε Ευρ.
II. 1. ως ουσ., όπως το ἀρχηγέτης, ιδρυτής, λέγεται για πολιούχο ήρωα, σε Σοφ.
2. ηγεμόνας, αρχηγός, σε Αισχύλ., Σιμων., Θουκ.
3. πρώτη αιτία, πρωταίτιος, αρχηγός, τοῦ πράγματος, σε Ξεν.