συσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]] διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για [[μεταφορά]], [[αμπαλάρω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] τη [[συσκευασία]] τυποποιημένου προϊόντος<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] φαρμακευτικό [[μίγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[μαζί]] και [[ετοιμάζω]] διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας [[πολλά]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]] («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῑς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσκευάζομαι</i><br />[[κάνω]] κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε [[κάτι]] [[κακό]] («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] ή [[συναθροίζω]] από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[προετοιμασία]] («παῑ παῑ, τὸ δεῑπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]], [[προπαρασκευάζω]] («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με παθ. παρακμ.) [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου για [[αναχώρηση]]<br />β) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]]<br />γ) [[οικονομώ]], [[συλλέγω]] ή [[διευθετώ]] για δική μου [[χρήση]] ή για το [[συμφέρον]] μου.
|mltxt=ΝΜΑ [[σκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]] διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για [[μεταφορά]], [[αμπαλάρω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] τη [[συσκευασία]] τυποποιημένου προϊόντος<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] φαρμακευτικό [[μίγμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] [[μαζί]] και [[ετοιμάζω]] διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας [[πολλά]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]] («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῑς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συσκευάζομαι</i><br />[[κάνω]] κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε [[κάτι]] [[κακό]] («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] ή [[συναθροίζω]] από κοινού, [[βοηθώ]] στην [[προετοιμασία]] («παῑ παῑ, τὸ δεῑπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]], [[προπαρασκευάζω]] («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) (με παθ. παρακμ.) [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου για [[αναχώρηση]]<br />β) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) [[είμαι]] [[έτοιμος]] για [[αναχώρηση]]<br />γ) [[οικονομώ]], [[συλλέγω]] ή [[διευθετώ]] για δική μου [[χρήση]] ή για το [[συμφέρον]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συσκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] μαζί και [[ετοιμάζω]] τα πράγματα, [[δένω]] τις αποσκευές και τις [[ετοιμάζω]] για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[παρασκευή]], [[παρασκευάζω]] από κοινού, <i>τὸ δεῖπνόν τινι</i>, σε Αριστοφ.· με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[μηχανορραφώ]], [[συνωμοτώ]], [[ραδιουργώ]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> με Παθ. παρακ. <i>συσκεύασμαι</i>, [[ετοιμάζω]] τις αποσκευές μου, [[ετοιμάζω]] τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα [[έτοιμος]], είμαι σε [[κατάσταση]] αναχώρησης, είμαι [[έτοιμος]] να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την [[πορεία]] [[μετά]] την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ [[ἑαυτοῦ]] [[ἐνθάδε]], έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]], [[μηχανορραφώ]], [[σχεδιάζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρνω]] μαζί στο ίδιο [[σημείο]], [[εξοικονομώ]] και [[συσσωρεύω]] με προσωπική μου [[ωφέλεια]] ή [[συμφέρον]]· [[συσκευάζω]] χρήματα, σε Λυκούργ.<br /><b class="num">4.</b> [[διευθετώ]] τα πράγματα σύμφωνα με το [[συμφέρον]] μου, [[προδιαθέτω]], [[προετοιμάζω]] το [[έδαφος]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκευάζω Medium diacritics: συσκευάζω Low diacritics: συσκευάζω Capitals: ΣΥΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: syskeuázō Transliteration B: syskeuazō Transliteration C: syskevazo Beta Code: suskeua/zw

English (LSJ)

   A make ready by putting together, pack up baggage for another, X.Cyr.1.4.25.    2 help in preparing, τὸ δεῖπνον νῷν Ar. V.1251:—Pass., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα X.Oec.11.19.    b in bad sense, contrive, concert, get up, D.24.206:—Pass., Id.18. 144, 19.76; ἅπαντα εἰς ἓν ψήφισμα ib.54; σ. λοιδορίας ψευδεῖς κατά τινων Hyp.Lyc.9; τοιαῦτα κατά τινος Hdn.3.12.4.    II Med., with pf. συνεσκεύασμαι, pack up one's own baggage, pack up, Th.7.74, X. Cyr.5.3.16, etc.; σ. ὡς εἰς στρατείαν Id.HG3.4.11; εἰς τὸ ἀπιέναι ib. 5.2.28; πρὸς τὴν φυγήν Luc.Tim.4: esp. in aor. part. or pf. Med., all packed up, in marching order, ready for a start, παρεῖναι συνεσκευασμένος X.Cyr.3.2.3; πορεύεσθαι συσκευασάμενοι ib.6.2.3, cf. PTeb. 765.11 (ii B.C.), etc.    2 c. acc., οἷον στρωματόδεσμον συσκευάσασθαι Pl.Tht.175e; συσκευασάμενος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθένδε with all his goods packed up and brought thence, Lys.31.9, cf. Lycurg.17, Din.1.80, X.Smp.1.11, etc.; prepare, make ready, τὴν πορείαν Id.Cyr.8.5.1; τὸν ὄνον PSI4.359.6 (iii B.C.).    b in bad sense, like Act. (1.2b), contrive, organize, τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν . . συνεσκευασμένοι D.25.9; φαρμακείαν κατά τινος Plu.Art.18; ἐπί τινα Luc.Pisc.25; εἰς ἡδονὴν σ. τὸν βίον Plu.Cat.Ma.11.    3 arrange or organize for one's own interests, seize control of, τὴν Ἑλλάδα D.19.303; σ. πάντας ἀνθρώπους ἐφ' ἡμᾶς Id.8.5; Ἔρως πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον X.Cyr.5.1.16.

German (Pape)

[Seite 1042] zusammenpacken, bes. zur Abreise zurechtlegen, rüsten, Xen. Cyr. 1, 4, 25; überh. zusammenbringen, zurecht machen, zu- od. vorbereiten, τὸ δεῖπνον, Ar. Vesp. 1251; bes. auch Listen u. Ränke ersinnen, πράγματα συσκευάσαι, Händel anstiften, Dem. 24, 206; τινὶ τὴν βασιλείαν, D. Hal. 3, 35, Einem die Herrschaft verschaffen. – Med. sein Geräth zusammenpacken und sich so zur Abreise fertig machen, ein- od. aufpacken, vasa colligere, οἷον στρωματόδεσμον μὴ ἐπιστάμενος συσκευάσασθαι, Plat. Theat. 175 e; Xen. Cyr. 3, 1, 43; συνεσκευασμένος, reisefertig, 3, 2, 3; ὅπλα καὶ σκεύη, Hell. 2, 4, 4; τὴν πορείαν, sich zur Reise rüsten, Cyr. 8, 5, 1; auch Lebensmittel und andere Reisebedürfnisse zusammenbringen, Thuc. 7, 74; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 35, wo es dem voranstehenden τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν entspricht; ὄψα συσκ., 6, 1, 31; τὰ ἐν τῇ οἰκίᾳ, ausräumen und wegschaffen, Dem. 9, 35. – Ueberh. für sich zusammenbringen, gewinnen, annehmen, mit List auf seine Seite bringen, Dem. 19, 303; εἰς ἑαυτὸν τὴν πόλιν, Plut. Phoc. 32 Caes. 21; auch von der Liebe, συσκ. τὸν ἄνθρωπον, Xen. Cyr. 5, 1, 15. – Auch wie das act., listig anstiften, στεφάνου καὶ ἐπαίνου κατηγορίαν συνεσκευασμένος, Dem. 18, 279, vgl. 25, 9; φαρμακείαν, Plut. Artax. 18.

Greek (Liddell-Scott)

συσκευάζω: μέλλ. -άσω, βάλλω ὁμοῦ καὶ ἑτοιμάζω τὰ πράγματα, δένω τὰς ἀποσκευὰς καὶ τὰς ἑτοιμάζω δι’ ἄλλον τινά, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἑτοιμάζω, τὸ δεῖπνόν τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1251. ― Παθητ., συνεσκευασμένα παρασκευάσματα Ξεν. Οἰκ. 11. 19. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, σχεδιάζω, Δημ. 764. 7, πρβλ. 275. 24., 365. 5· ἅπαντα εἰς ἓν ψήφισμα ὁ αὐτ. 358. 14· σ. λοιδορίας Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 7· σ. τινὶ τὴν βασιλείαν Διον. Ἁλ. 3. 35. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. συνεσκεύασμαι, ἑτοιμάζω τὰ πράγματά μου, τὰς ἀποσκευάς μου πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. convasate, vasa colligere, Θουκ. 7. 74, Ξεν., κλπ.· σ. ὡς εἰς στρατείαν Ξεν. Ἑλλ. 3, 4, 11· εἰς τὸ ἀπιέναι αὐτόθι 5. 2, 28· πρὸς τὴν φυγὴν Λουκ. Τίμ. 4· μάλιστα κατὰ μετοχ. μέσ. ἀορ. α΄ ἢ παθ. πρκμ., ἐν τάξει πορείας, ἕτοιμος πρὸς ἀναχώρησιν, παρεῖναι συνεσκευασμένος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 3· πορεύεσθαι συσκευασάμενοι αὐτόθι 6. 2, 3, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., οἷον στρωμματόδεσμον συσκευάσασθαι Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε· συνεσκευασμένος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθάδε, ἔχων πάντα τὰ πράγματά του παρεσκευασμένα ἢ δεδεμένα ὁμοῦ καὶ κεκομισμένα ἐνταῦθα, Λυσί. 187. 28. πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32, Ξεν. ἐν Κύρ. 5. 3, 16, κλπ.· ― ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, τὴν πορείαν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 5, 1· σῖτον, ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ ἐνεργ. (Ι. β), μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, παρασκευάζω, τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῖς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν. συνεσκευασμένον Δημ. 772. 11· τι κατά τινος Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλιεὺς 25. 3) φέρω ὁμοῦ εἰς τὸ αὐτό, οἰκονομῶ καὶ συλλέγω πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν ἢ πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, σ. χρήματα Λυκοῦργ. 149. 44, πρβλ. Δείναρχ. 100. 25· ὡσαύτως, σ. τὸν βίον εἰς ἡδονήν Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 11. 4) διευθετῶ πρὸς τὸ ἴδιόν μου συμφέρον, παρασκευάζω, προδιαθέτω, τὴν Ἑλλάδα Δημ. 438. 14· συσκευάζεται πάντας ἀνθρώπους πρὸς ἡμᾶς ὁ αὐτ. 91. 9· καὶ ἐπὶ ἔρωτος, ἴσως γὰρ θᾶττον ἀπῆλθες ἢ ἐν ὅσῳ χρόνῳ ὁ ἔρως πέφυκε συσκευάζεσθαι ἄνθρωπον Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

1 faire des approvisionnements pour qqn;
2 équiper, munir ; fig. concerter, machiner, acc.;
Moy. συσκευάζομαι;
I. intr. préparer ses bagages, faire ses paquets, se préparer à partir : εἰς στρατείαν XÉN faire ses préparatifs pour une expédition ; abs. au part. ao. συσκευασάμενος ou pf. συνεσκευασμένος tout prêt;
II. tr. 1 préparer pour soi : πορείαν XÉN se préparer à partir ; fig. σ. τὸν βίον εἰς ἡδονήν PLUT disposer sa vie pour le plaisir;
2 fig. préparer dans son intérêt, disposer en sa faveur ; s’emparer de, acc.;
3 en mauv. part concerter, machiner.
Étymologie: σύν, σκευάζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σκευάζω
νεοελλ.
1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω
2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος
3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα
μσν.-αρχ.
1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους δοὺς καὶ ἄλλα συσκευάσας πολλά», Ξεν.)
2. (ενεργ. και μέσ.) μηχανεύομαι, επινοώ, σχεδιάζω («τόλμαν καὶ κραυγὴν καὶ ψευδεῑς αἰτίας καὶ συκοφαντίαν καὶ ἀναισχυντίαν... συνεσκευασμένοι», Δημοσθ.)
3. μέσ. συσκευάζομαι
κάνω κάποιον συνεργάτη μου ή ομόφρονα σε κάτι κακό («οὕς μὲν δεδιξάμενοι τῶν πολιτῶν, οὕς δὲ συσκευασάμενοι χάρισι καὶ δωροδοκίαις», Πλούτ.)
αρχ.
1. παρασκευάζω ή συναθροίζω από κοινού, βοηθώ στην προετοιμασία («παῑ παῑ, τὸ δεῑπνον, Χρυσέ, συσκεύαζε νῷν», Αριστοφ.)
2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («συνεσκευάζετο τὴν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.)
3. μέσ. α) (με παθ. παρακμ.) ετοιμάζω τις αποσκευές μου για αναχώρηση
β) (στην μτχ. μέσ. αορ. ή παρακμ.) είμαι έτοιμος για αναχώρηση
γ) οικονομώ, συλλέγω ή διευθετώ για δική μου χρήση ή για το συμφέρον μου.

Greek Monotonic

συσκευάζω: μέλ. -άσω,
I. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω τα πράγματα, δένω τις αποσκευές και τις ετοιμάζω για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν.
2. βοηθώ στην παρασκευή, παρασκευάζω από κοινού, τὸ δεῖπνόν τινι, σε Αριστοφ.· με αρνητική σημασία, μηχανεύομαι, μηχανορραφώ, συνωμοτώ, ραδιουργώ, επινοώ, σχεδιάζω, σε Δημ.
II. Μέσ.,
1. με Παθ. παρακ. συσκεύασμαι, ετοιμάζω τις αποσκευές μου, ετοιμάζω τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα έτοιμος, είμαι σε κατάσταση αναχώρησης, είμαι έτοιμος να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την πορεία μετά την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθάδε, έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ.
2. με αρνητική σημασία, μηχανεύομαι, επινοώ, μηχανορραφώ, σχεδιάζω, σε Δημ.
3. φέρνω μαζί στο ίδιο σημείο, εξοικονομώ και συσσωρεύω με προσωπική μου ωφέλεια ή συμφέρον· συσκευάζω χρήματα, σε Λυκούργ.
4. διευθετώ τα πράγματα σύμφωνα με το συμφέρον μου, προδιαθέτω, προετοιμάζω το έδαφος, σε Δημ.