ἀναπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπέμπω:''' ποιητ. -ἀμπ-, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέλνω]] προς τα πάνω, σε Αισχύλ.· [[στέλνω]] προς τα [[μπρος]], σε Πίνδ. — Μέσ., [[στέλνω]] εκ μέρους μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέλνω]] σε ψηλότερο [[σημείο]], από τα παράλια στην [[ενδοχώρα]], [[ιδίως]] στην Κεντρική Ασία, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[στέλνω]] [[πίσω]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀναπέμπω:''' ποιητ. -ἀμπ-, μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέλνω]] προς τα πάνω, σε Αισχύλ.· [[στέλνω]] προς τα [[μπρος]], σε Πίνδ. — Μέσ., [[στέλνω]] εκ μέρους μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέλνω]] σε ψηλότερο [[σημείο]], από τα παράλια στην [[ενδοχώρα]], [[ιδίως]] στην Κεντρική Ασία, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[στέλνω]] [[πίσω]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπέμπω:''' поэт. [[ἀμπέμπω]]<br /><b class="num">1)</b> высылать наверх, выпускать (κάτωθέν τι Aesch.; κρουνούς Pind.; τοξεύματα [[πανταχόθεν]] Plut.): ἀ. παντοῖα φύματα Plat. вызывать всевозможные опухоли;<br /><b class="num">2)</b> (вглубь или вверх) посылать, отсылать (τινὰ ὡς [[βασιλέα]] Thuc.; φρουροὺς εἰς τὰς ἄκρας Xen.; [[στρατόπεδον]] ἐπί τινα Isocr.; τινὰς εἰς τὴν Ῥώμην Polyb.); ἀποπέμπεσθαί τινα Xen. отпускать кого-л. от себя; ἀ. τὸ [[γένος]] εἴς τινα Diod. возводить свой род к кому-л. или вести свою родословную от кого-л.
}}
}}

Revision as of 16:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπέμπω Medium diacritics: ἀναπέμπω Low diacritics: αναπέμπω Capitals: ΑΝΑΠΕΜΠΩ
Transliteration A: anapémpō Transliteration B: anapempō Transliteration C: anapempo Beta Code: a)nape/mpw

English (LSJ)

poet. ἀμπ-,

   A send up, κάτωθεν A.Ch.382 (lyr.), cf. Ar.Th.585; Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἀ. sends forth... Pi.P.1.26; χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀ. ib.9.46; παντοῖα φύματα Pl.Ti.85c:—Med., send up from oneself, X.An.1.1.5.    2 send up to higher ground, εἰς τὰς ἄκρας Id.Cyr.7.5.34; esp. from the coast inland, into Central Asia, ἀ. ὡς βασιλέα Th.2.67, cf. Isoc.8.98; to the metropolis, εἰς τὴν Ῥώμην Plb.1.7.12, etc.    3 remit, refer to higher authority, PHib.1.57 (iii B. C.), PTeb.7.7 (ii B. C.); ψήφισμα πρὸς βασιλέα OGI329.51; τινὰ πρός τινα Ev.Luc.23.7; τινά τινι Ep.Philem.12; of a higher authority referring to delegates, BGU613.4 (ii A. D.), cf. 19i20, PLond.2.196, 11 (ii A. D.); refer to a book, Gal.18(2).663, etc.    4 trace up one's pedigree, γένος εἴς τινα D.S.4.83.    5 transmit, in Pass., τῶν κατ' ὄψιν ἀναπεμπομένων Epicur.Nat.11.7; αἰσθήσεων ἀναπεμπομένων Plot. 4.4.42.    II send back, Pi.I.7(6).10: metaph., send back in discussion to something previously said, Alex.Aphr. in Top.445.15.    2 refer, τὰ εἰς τὸ θεἰον -όμενα OGI194, cf. D.S.4.43; ascribe, τι ἐπί τι Dam.Pr.37; τίτινι Corp.Herm.18.12.    3 throw back the accent, of enclitics, Hdn.Gr.2.828.

German (Pape)

[Seite 201] 1) heraufschicken, κάτωθεν ἀμπέμπων Aesch. Ch. 376, zw.; κρουνούς Pind. P. 1, 26; hervorwachsen lassen, χθὼν – φύλλα 11, 47; φύματα Plat. Tim. 85 c; βόρβορος δυσωδίαν, haucht aus, Sp.; εἰς ἄκρας, auf einen Berg hinauf, Xen. Cyr. 7, 5, 34; in's Innere des Landes, bes. nach Asien, Isocr. 12, 104; εἰς Ῥώμην, Gefangene nach Rom, Pol. 1, 7, oft; auch τὸ γένος εἴς τινα, seinen Ursprung auf Jem. zurückführen, D. Sic. 4, 83. vgl. ἀνάγω. – 2) zurückschicken, wegsenden, ἐξ ἀλαλᾶς Pind. I. 6. 10; Plut. Sol. 4, öfter. – Med., von sich, Xen. An. 1, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπέμπω: ποιητ. ἀμπ-: (ἴδε πέμπω): - πέμπω πρὸς τὰ ἄνω, κάτωθεν Αἰσχύλ. Χο. 382, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 585· Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ... ἀν. Πινδ. Π.1.48· χθὼν ἠρινὰ φύλλ’ ἀν. αὐτόθι 9. 82· παντοῖα φύματα Πλάτ. Τίμ. 85G· ἐπὶ παντὸς πράγματος ἰσχυρὰν ὀσμὴν ἔχοντος, Φιλοστρ. Ἡρωικ. σ. 313, Βοασσ.: - Μέσ., πέμπω παρ’ ἐμοῦ, ἐκ μέρους μου, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 5. 2) πέμπω εἰς ὑψηλότερον μέρος ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγεια, ἰδίως εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀσίας, ἀν. ὡς βασιλέα Θουκ. 2. 67, Ξεν. Κύρ. 7.5, 34, πρβλ. Ἰσοκρ. 179Β (πρβλ. ἀναβαίνω ΙΙ. 3, ἀνάβασις): εἰς τὴν μητρόπολιν, τὴν πρωτεύουσαν, Πολύβ. 1. 7, 12, κτλ. 3) ἀνάγω εἴς τινα τὴν καταγωγήν μου, τὸ γὰρ γένος εἰς ταύτην (τὴν Ἀφροδίτην) ἀναπέμποντες Διόδ. 4. 83. ΙΙ. πέμπω ὀπίσω, Πινδ. Ι. 7(6), 16. 2) ἀναφέρω, ἀνάγω τι εἴς τινα, Εὐσ. π. τῶν ἐν Παλαιστίνῃ μαρτυρ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναπέμψω, etc.
I. (ἀνά, en haut);
1 envoyer en haut, faire monter;
2 envoyer de la côte dans l’intérieur;
II. (ἀνά, en arrière) éloigner, repousser;
Moy. ἀναπέμπομαι éloigner de soi, congédier.
Étymologie: ἀνά, πέμπω.

English (Slater)

ἀναπέμπω, ἀμπέμπω
   a send up κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει (P. 1.26) “ὅσσα δὲ χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” (P. 9.46)
   b send away ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον; (sc. ὦ Θήβα: ἀπέπεμψας Σ.) (I. 7.10)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπ- A.Ch.382
I 1enviar hacia arriba τοὺς μὲν πῦρ ἀνέπεμπε el fuego les empujaba hacia arriba Emp.B 62.6, Ζεῦ, κάτωθεν ἀμπέμπειν ... ἄταν A.Ch.l.c., Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ... ἀναπέμπει Pi.P.1.26, φλόγα ἀναπέμπειν πυρός Arist.Mir.841a20, Εὐριπίδην φάσ' ἄνδρα κηδεστὴν ... ἀναπέμψαι Ar.Th.585, de Creso μέγ[ιστα] θνατῶν ἐς ἀγαθέαν <ἀν>έπεμψε Π[υθ] ώ B.3.62, φρουροὺς εἰς ταύτας (sc. τὰς ἄκρας) ἀνέπεμπε X.Cyr.7.5.34
fig. al cielo ἀναπέμψαντος δὲ αὐτοῦ τὸ ἀμήν Mart.Pol.15.1, ὁδὸς ... εἰς οὐρανοὺς ἀναπέμπουσα Clem.Al.Prot.10.100, una oración, Origenes Io 28.6.
2 llevar desde la costa tierra adentro ὃς αὐτοὺς ἔμελλεν ὡς βασιλέα ἀναπέμψειν Th.2.67, στρατιάν Isoc.8.98, a Persia χρήματα Isoc.5.104, εἰς τὴν Ῥώμην Plb.1.7.12.
3 echar, hacer crecer χθὼν ... φύλλ' ἀναπέμπει Pi.P.9.46, φύματα Pl.Ti.85c.
4 remitir, enviar a una autoridad ἐπὶ τοὺς δικαστάς Arist.Fr.454, cf. PHib.1.57 (III a.C.), PTeb.7.7 (II a.C.), ἀναπέμψαι ... τόδε τὸ ψήφισμα ... πρὸς τὸν βασιλέα IG 4.1.51 (Egina II a.C.), αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην Eu.Luc.23.7, αὐτὸν τῷ Πειλάτῳ Eu.Luc.23.11, cf. Ep.Philem.12, PLond.196.11 (II d.C.), BGU 613.4 (II d.C.).
II 1reexpedir, despedir, devolver Ἄδραστον ... ἐς Ἄργος Pi.P.7.10, cf. Clem.Al.Paed.1.8.70, τὴν φερνήν PPar.13.12 (II a.C.), Eu.Luc.23.11, en v. pas. ἀναπεμπόμενος ... ἐπὶ Θαλῆν ἀφίκετο Plu.Sol.4.
2 retrotraer el acento, Hdn.Gr.2.828, cf. An.Ox.2.334.
3 referir, remitir a algo ya dicho, Alex.Aphr.in Top.445.15, a otro libro, Gal.18(2).663
gram. en v. med.-pas. del pron. referirse a A.D.Pron.61.7.
4 atribuir en v. pas. τῶν εἰς τὸ θεῖον ἀναπεμπομένων OGI 194.23
hacer remontar τὸ ... γένος εἰς ταύτην D.S.4.83, cf. 4.43, Dam.Pr.37
transmitir en v. pas. τινῶν τῶν κατ' ὄψιν ἀναπεμπο[μέ] νων πρὸς ἐπίνο[ια] ν Epicur.Fr.[26] 39.18, cf. Plot.4.4.42.
5 reflejar τῆς αὐγῆς ἀναπέμπει τὸ εἴδωλον Plu.2.931b, cf. 936e.

English (Strong)

from ἀνά and πέμπω; to send up or back: send (again).

English (Thayer)

(ἀναπηδάω) (1aor participle ἀναπηδήσας); (Homer, Iliad 11,379; often in Plato, Xenophon, Demosthenes); to leap up, spring up, start up: ἀναπηδήσας, L T Tr WH; cf. Fritzsche at the passage (Ald., etc.); Tobit 7:6.)

Greek Monolingual

ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω)
1. στέλνω προς τα επάνω
2. εκπέμπω, αναδίνω
3. απλώς στέλνω
(Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό
νεοελλ.
βγάζω φωνή, εκστομίζω
μσν.
(στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. στέλνω προς τα επάνω, δηλ. σε ψηλότερο μέρος και ειδικότερα από τα παράλια στο εσωτερικό ενός τόπου, στη μητρόπολη ή την πρωτεύουσα
2. ανάγω την καταγωγή μου, κατάγομαι
ΙΙ. μέσ.
1. στέλνω πίσω, επιστρέφω
2. στέλνω εκ μέρους μου
3. αναφέρομαι
ΙΙΙ. παθ. μεταβιβάζομαι, μεταδίδομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa- + πέμπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπομπή, ἀναπομπός
αρχ.-μσν.
ἀναπόμπιμος.

Greek Monotonic

ἀναπέμπω: ποιητ. -ἀμπ-, μέλ. -ψω,
I. 1. στέλνω προς τα πάνω, σε Αισχύλ.· στέλνω προς τα μπρος, σε Πίνδ. — Μέσ., στέλνω εκ μέρους μου, σε Ξεν.
2. στέλνω σε ψηλότερο σημείο, από τα παράλια στην ενδοχώρα, ιδίως στην Κεντρική Ασία, σε Θουκ., Ξεν.
II. στέλνω πίσω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπέμπω: поэт. ἀμπέμπω
1) высылать наверх, выпускать (κάτωθέν τι Aesch.; κρουνούς Pind.; τοξεύματα πανταχόθεν Plut.): ἀ. παντοῖα φύματα Plat. вызывать всевозможные опухоли;
2) (вглубь или вверх) посылать, отсылать (τινὰ ὡς βασιλέα Thuc.; φρουροὺς εἰς τὰς ἄκρας Xen.; στρατόπεδον ἐπί τινα Isocr.; τινὰς εἰς τὴν Ῥώμην Polyb.); ἀποπέμπεσθαί τινα Xen. отпускать кого-л. от себя; ἀ. τὸ γένος εἴς τινα Diod. возводить свой род к кому-л. или вести свою родословную от кого-л.