προσμένω: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(6) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμένω]] ή [[περιμένω]] [[ακόμα]] περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[παραμένω]] προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.· [[προσμένω]] ταῖς δεήσεσιν, [[συνεχίζω]] τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιμένω]], [[αναμένω]], με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· [[περιμένω]] κάποιον για [[μάχη]], δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., <i>Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''προσμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αναμένω]] ή [[περιμένω]] [[ακόμα]] περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., [[παραμένω]] προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.· [[προσμένω]] ταῖς δεήσεσιν, [[συνεχίζω]] τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιμένω]], [[αναμένω]], με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· [[περιμένω]] κάποιον για [[μάχη]], δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., <i>Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσμένω:''' (fut. προσμενῶ, aor. προσέμεινα)<br /><b class="num">1)</b> оставаться, пребывать (χρόνον [[πολλόν]] Her.; ἡμέρας [[τρεῖς]] NT): εἰ ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. если я буду бездействовать; [[σῖγα]] πρόσμενε Soph. храни молчание;<br /><b class="num">2)</b> предстоять, тж. угрожать (τινί Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> поджидать, ждать (τινά Soph.): Ὀρέστην προσμένουσα ἐφήξειν Soph. ожидающая прихода Ореста. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. ποτι- SIG615.7 (Delph., ii B.C.):—
A bide, wait, χρόνον πολλόν Hdt.1.199, cf. 5.19; σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε S.El.1236, cf. 1399; ἡσυχάζων π. Id.OT620; π. χρόνον ὀλίγον ἔστ' ἂν... π. ἕως . ., Hdt.8.4, X.HG2.4.7. 2 c. dat., remain attached to, cleave to, πάθεα π. τοκεῦσιν A.Eu.497 (lyr.); τῷ Κυρίῳ Act.Ap.11.23; π. ταῖς δεήσεσιν continue in . ., 1 Ep.Ti.5.5; ταῖς ἑαυτῶν ἀγωγαῖς Gal.15.436. II trans., wait for, await, c. acc., Thgn.1144, S.OT837, El.164(lyr.), etc.; face in battle, stand one's ground against, δορίκτυπον ἀλαλάν Pi.N.3.60: c. acc. et inf. fut., Ὀρέστην τῶνδε προσμένουσ' ἀεὶ παυστῆρ' ἐφήξειν S.El.303.
German (Pape)
[Seite 772] (s. μένω), 1) dabei bleiben, verweilen, ausharren; σῖγα πρόσμενε, Soph. El. 1391; O. R. 620; Her. 8, 4; c. dat., bevorstehen, πάθεα προσμένει τοκεῦσιν, Aesch. Eum. 474. – 2) trans. erwarten, c. acc., Theogn. 1140; ἀλαλὰν Λυκίων, abwarten, ohne zu fliehen, im Kampfe bestehen, Pind. N. 3, 60; τὸν βοτῆρα προσμεῖναι, Soph. O. R. 837; Trach. 522 El. 160; προσμένουσα τὴν τύχην, Eur. Med. 1116; Xen. auch mit folgdm ἕως, Hell. 2, 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσμένω: ἀναμένω, περιμένω ἔτι μᾶλλον, προσμένω, Ἡρόδ. 1. 199., 5. 19· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε Σοφ. Ἠλ. 1236, πρβλ. 1399 ἡσυχάζων προσμένω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 620· πρ. ἔστ’ ἄν…, ἕως., Ἡρόδ. 8. 4, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 7 2) μετὰ δοτ., παραμένω, πάθεα προσμένει τοκεῦσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 497, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 23· πρ. ταῖς δεήσεσιν, ἐπιμένω, ἐξακολουθῶ δεόμενος, ..., Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 5. ΙΙ. μεταβ., περιμένω, ἀναμένω, μετ’ αἰτ., Θέογν. 1140, Σοφ. Ο. Τ. 837, Ἠλ. 164, κτλ. ― περιμένω τινὰ πρὸς μάχην, δηλ. ὅπως ἀντικρούσω αὐτόν, Πινδ. Ν. 3. 105· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., Ὀρέστην τῶνδε προσμενοῦσ’ ἀεὶ παυστῆρ’ ἐφήξειν Σοφ. Ἠλ. 303.
French (Bailly abrégé)
f. προσμενῶ, ao. προσέμεινα, etc.
I. intr. 1 rester auprès, demeurer;
2 avec un suj. de chose attendre ; être réservé à, τινι;
II. tr. attendre en gén., acc. ; προσμένειν ἔστ’ ἄν, ἕως attendre que.
Étymologie: πρός, μένω.
English (Slater)
προσμένω
1 withstand c. acc. ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.60)
English (Strong)
from πρός and μένω; to stay further, i.e. remain in a place, with a person; figuratively, to adhere to, persevere in: abide still, be with, cleave unto, continue in (with).
English (Thayer)
1st aorist participle προσμείνας, infinitive προσμεῖναι; from Aeschylus and Herodotus down;
a. to remain with (see πρός, IV:3): with a dative of the person to continue with one, L WH marginal reading omit; Tr brackets the dative); τῷ κυρίῳ, to be steadfastly devoted to (A. V. cleave unto) the Lord, Josephus, Antiquities 14,2, 1); τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ, to hold fast to (A. V. continue in) the grace of God received in the gospel, G L T Tr WH; δεήσεσι καί προσευχαῖς (A. V. to continue in supplications and prayers), to remain still (cf. πρός, IV:2), stay, tarry: ἐν with a dative of place, 1 Timothy 1:3.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α
1. περιμένω με χαρά και ανυπομονησία κάποιον, ιδίως ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο, καρτερώ («σε προσμένω πάντοτε / νύχτα κι αυγή και μέρα», Παλαμ.)
2. (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) περιμένω ελπίζοντας, προσδοκώ
3. αναμένω ένα γεγονός του οποίου η επέλευση θεωρείται βέβαιη ή αρκετά πιθανή (α. «στόμα μαχαίρας, βάσανα / κλαύματα φυλακής / τότε ας προσμένη», Κάλβ.
β. «δορίκτυπον ἀλαλάν... προσμένοι», Πίνδ.)
4. (για γεγονότα ή καταστάσεις) πρόκειται να ακολουθήσω, επίκειμαι
αρχ.
1. μένω σε μια κατάσταση, παραμένω
2. εμμένω σε κάτι, επιμένω
3. μένω πιστός σε κάποιον, αφοσιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτί + μένω.
Greek Monotonic
προσμένω: μέλ. -μενῶ,
I. 1. αναμένω ή περιμένω ακόμα περισσότερο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. με δοτ., παραμένω προσκολλημένος σε, τινί, σε Αισχύλ.· προσμένω ταῖς δεήσεσιν, συνεχίζω τις ικεσίες, σε Καινή Διαθήκη
II. μτβ., περιμένω, αναμένω, με αιτ., σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· περιμένω κάποιον για μάχη, δηλ. για να τον αντικρούσω, σε Πίνδ.· επίσης με αιτ. και απαρ. μέλ., Ὀρέστην προσμενοῦσ' ἀεὶ ἐφήξειν, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προσμένω: (fut. προσμενῶ, aor. προσέμεινα)
1) оставаться, пребывать (χρόνον πολλόν Her.; ἡμέρας τρεῖς NT): εἰ ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. если я буду бездействовать; σῖγα πρόσμενε Soph. храни молчание;
2) предстоять, тж. угрожать (τινί Aesch.);
3) поджидать, ждать (τινά Soph.): Ὀρέστην προσμένουσα ἐφήξειν Soph. ожидающая прихода Ореста.