μα: Difference between revisions
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: pcle<br />Meaning: asseverating [[yea]], [[really]] (Il., IA), adversative = | |etymtx=Grammatical information: pcle<br />Meaning: asseverating [[yea]], [[really]] (Il., IA), adversative = [[δέ]] [[but]] (Thess.).<br />Origin: IE [Indo-European] [966] <b class="b2">*(s)me(h₂</b>)? assev. pcle [[really]]<br />Etymology: Can be identified with Skt. enclit. [[sma]] [[really]], [[truly]] and with Hitt. encl. <b class="b2">-ma</b> [[but]]. Greek however has no trace of initial <b class="b2">sm-</b>. Schwyzer-Debrunner 569 f. Details in Hahn Lang. 29, 242ff. Does it continue <b class="b2">*mh₂</b>? or <b class="b2">*mn̥</b>? - Cf. 1. [[μήν]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 8 July 2020
Greek (Liddell-Scott)
μα: (= με, ἐμέ), Ἐπιγρ. ἀρχαϊκή, Ὀλυμπίας ἴσως. CIG. 31: Κοῖός μα πόεσεν. Οὕτως ἀνέγνω ὁ Bœekh. Ἀλλ’ ὁ Ahrens, Curtius καὶ Rœhl (IG ant. 557) ἀναγινώσκουσι: μ’ ἀπόεσεν, παραδεχόμενοι τὰ α ὡς κείμενον ἀντὶ τοῦ ε τῆς ῥηματ. αὐξήσεως καὶ στηριζόμενοι εἴς τινα τοιαῦτα παρ’ Ἡσυχ. παραδείγματα, περὶ ὧν ὅμως ἑτεροίαν γνώμην ἐκφέρει ὁ G. Meyer ἐν griech. Gram. § 472.
Greek Monolingual
(I)
(AM μά)
1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική του ονόματος ή του πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ. καταφατικό, όταν προτάσσεται το ναι, και ως απωμοτικό, δηλ. αρνητικό, όταν προτάσσεται το όχι ή το οὐ (α. «ναι μα την Παναγία» β. «οὐ μὰ τὴν δέσποιναν Ἄρτεμιν», Σοφ.)
2. χρησιμοποιείται επίσης ως απωμοτικό όταν ακολουθεί αρνητική πρόταση ή φράση (α. «μα τον άγιο, δεν τον πείραξα» β. «μὰ σέ, Καῑσαρ, οὐδείς σε νικᾱ», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. χρησιμοποιείται ως απωμοτικό σε απαντήσεις όταν η άρνηση ενυπάρχει στις ερωτήσεις («οὐκ αὖ μ' ἐάσεις; — Μά Δί', ἐπεὶ κἀγώ πονηρός εἰμι», Αριστοφ.)
2. στην κοινή, καθημερινή χρήση της γλώσσας πολλές φορές παραλείπονταν το όνομα του θεού στον οποίο ορκιζόταν κανείς και παρέμενε μόνο: μὰ τον, μὰ τήν, ναὶ μὰ τον, οὐ μὰ τὸν κ.λπ.
3. επίσης παραλειπόταν μερικές φορές το μά, μετά το ναι ή το ού (α. «ναί, πρὸς θεών», Ευρ.
β. «οὐ τόνδ' Όλυμπον», Σοφ.)
4. χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαβεβαίωσης, χωρίς το ναὶ (α. «μὰ τὴν Ἄρτεμιν», Αρισταίν.
β. «δακρύω μὰ σὲδ αῑμον», επιγρ.)
5. (σε επιγρ.) αντί του δέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ομοτικό μόριο μά όσο και το μά που απαντά σε θεσσαλική επιγραφή αντί του δέ είναι εγκλιτικά, ανάγονται σε IE smă «πράγματι, βέβαια» και συνδέονται με μήν (I), καθώς και με αρχ. ινδ. smā «βεβαιότατα» και χεττιτ. εγκλιτικό -ma «όμως»].
(II)
(Μ μά)
(αντιθ. σύνδ.)
1. αλλά, όμως, δε, ωστόσο («σού φώναξα, μα δεν μέ άκουσες»)
2. στην αρχή πρότασης, ιδίως ερωτηματικής ως δηλωτικό απορίας, αμφιβολίας ή έκπληξης, οπότε και παραλείπεται η πρόταση με την οποία γίνεται η αντίθεση (α. «μα τί να σού κάνω;» β. «μα μίλησε επιτέλους»
3. ως επιτατικό έννοιας που ακολουθεί («δεν έδωσε τίποτα, μα ούτε δεκάρα»)
4. ως συνδετικό περιόδου ή ημιπεριόδου με την αμέσως προηγούμενη («μόλις τελείωσα πήγα να κοιμηθώ, μα αμέσως χτύπησε το τηλέφωνο»)
5. με διάφορες λέξεις και μόρια σε επιδοτικές συμπλοκές εννοιών («όχι μόνο ήλθε να μέ δει, μα κάθησε και τρεις ώρες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ma].
(III)
μά (Α)
(σε αρχαϊκή επιγρ. της Ολυμπίας) αντί με, ἐμέ («Κοῑός μα πόεσεν»).
(IV)
μά (Α)
(δωρ. τ., σε επιγρ. Ηλείας) αντί του μή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του ιων.-αττ. μή].
(V)
η (Α μᾱ)
νεοελλ.
ως ιδιωμ. συγκεκομμένος τύπος αντί μάνα, στη Χίο και αλλού («κι η μα του η αναμαλλαριά», Χιακ. Γλωσσ.)
αρχ.
1. (συντετμημένος αιολ. και δωρ. τ.) αντί του μάτηρ («μᾱ γᾱ
μητέρα γη, Αισχύλ.)
2. ως επιφώνημα από γυναίκες οι οποίες επικαλούνταν πιθανώς τη Δήμητρα («μᾱ, πόθεν, ὤνθρωπος;», Θεόκρ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «πρόβατα. Φρύγες, ἀντὶ μᾱζα»
4. ως κύριο όν. ἡ Μᾱ
η Ρέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός και εκφραστικός τ. που συνδέεται με τα μάτηρ, μαῖα, μάμμη (πρβλ. πᾶς «πατήρ» και αρχ. ινδ. mā «μητέρα»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για επιφώνημα αβέβαιης προέλευσης].
Frisk Etymological English
Grammatical information: pcle
Meaning: asseverating yea, really (Il., IA), adversative = δέ but (Thess.).
Origin: IE [Indo-European] [966] *(s)me(h₂)? assev. pcle really
Etymology: Can be identified with Skt. enclit. sma really, truly and with Hitt. encl. -ma but. Greek however has no trace of initial sm-. Schwyzer-Debrunner 569 f. Details in Hahn Lang. 29, 242ff. Does it continue *mh₂? or *mn̥? - Cf. 1. μήν.