πλανώ: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πλανῶ, -άω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιφέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτρέπω]] κάποιον από την ορθή οδό, [[δημιουργώ]] ψευδή [[αντίληψη]], [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]] (α. «δε μέ πλανούν τα [[λόγια]] σου / και [[πλιο]] [[πικρά]] [[ακόμα]]», Κρυστ.<br />β. «ἆρ' ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ [[γνώμη]] πλανᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) [[πλανώμαι]]<br />α) περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]], [[περιπλανώμαι]]<br />β) κινούμαι ή [[ενεργώ]] με άτακτο ή ανώμαλο τρόπο («πλανημένη η [[φαντασία]] του μέσ' στο [[μέλλον]] το [[αργό]]», <b>Σολωμ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> i) απατώμαι, γελιέμαι<br />ii) [[σχηματίζω]] εσφαλμένη [[κρίση]] για [[κάτι]], [[διαμορφώνω]] λανθασμένη [[αντίληψη]]<br />iii) (για φήμες, [[λόγια]]) διαδίδομαι («πολλὰ δ' ἐμπόρων ἔπη φιλεῑ πλανᾱσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γοητεύω]] κάποιον με την ερωτική [[έλξη]] που του [[ασκώ]], [[ξελογιάζω]], [[αποπλανώ]]<br /><b>2.</b> (το μέσ. και παθ.) <b>εκκλ.</b> [[ακολουθώ]] ψευδή [[διδασκαλία]] ή [[πίστη]] («ἐπλανήθησαν [[πάντα]] τὰ ἔθνη», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε λόγο, [[ομιλία]]) [[οδηγώ]] κάποιον [[μακριά]], τον [[εκτρέπω]] από την κύρια [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] σε [[πλάνη]] («τὸ ἀόριστον πλανᾷ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ. και παθ.) α) (για τα ουράνια σώματα και [[ιδίως]] για τους πλανήτες) περιφέρομαι, κινούμαι στο [[άπειρο]] [[διάστημα]]<br />β) (σε λόγο ή [[ομιλία]]) [[ξεφεύγω]], εκτρέπομαι από το κύριο [[θέμα]] που μέ απασχολεί («ἡμεῑς μὲν καὶ νῡν μακροτέραν τοῦ δέοντος ἀπὸ τοῦ προτεθέντος λόγου πεπλανήμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[είμαι]] [[αβέβαιος]], [[άστατος]] («τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα», <b>επιγρ.</b>)<br />δ) [[ενεργώ]] [[χωρίς]] [[συνέπεια]] και μέθοδο<br />ε) γελιέμαι από [[κάτι]], [[παρανοώ]] («πλανᾱσθαι ταῑς ὁμωνυμίαις», Φιλόδ.)<br />στ) οδηγούμαι σε [[λάθος]] ή σε [[αμαρτία]]<br />ζ) (για [[άποψη]], [[γνώμη]]) [[είμαι]] [[εσφαλμένος]] ή [[πλασματικός]], [[εικονικός]]<br />η) [[υφίσταμαι]] διανοητική ή ψυχική [[διαταραχή]], τά [[χάνω]] (α. «καὶ μὴ πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν», Ισοκρ.<br />β. «πλανᾱται καὶ ταράττεται καὶ ἰλιγγιᾷ [[ὤσπερ]] μεθύουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br />θ) [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πεπλανημένον τρόπον» — ατάκτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[μορφή]] του ρ. <i>πλαν</i>-<i>άομαι</i> / -<i>ῶμαι</i> θα μπορούσε ίσως να παραβληθεί με ορισμένους τ. ενεστ. επαναληπτικής ή επιτατικής σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>ποτ</i>-<i>άομαι</i>: [[πέτομαι]]), [[πράγμα]], όμως, που δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή του. Μορφολογικά [[αλλά]] και σημασιολογικά προβλήματα δυσχεραίνουν την [[ένταξη]] του ρ. <i>πλανῶ</i> / <i>πλανῶμαι</i> στην [[οικογένεια]] τόσο τών [[πέλαγος]], [[πλάξ]], [[παλάμη]], λατ. <i>plᾱnus</i> «[[επίπεδος]]» όσο και τών [[πλήσσω]], [[πλάζω]] (αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι οι δύο αυτές οικογένειες ανάγονται πιθ. σε συγγενικές ρίζες,<b>βλ. λ.</b> [[πλήσσω]]). Έχει [[ακόμη]] προταθεί η [[σύνδεση]] του ρ. με το αρχ. ισλανδ. <i>flana</i> «περιπλανιέμαι εδώ και [[εκεί]]». Οι συνδέσεις, [[επίσης]], με λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>lor</i> «διασκορπίζομαι, περιφέρομαι» ή με το [[πέλομαι]] δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τους τ.: <i>planus</i> «[[πλάνος]], αυτός που περιφέρεται», <i>planetae</i> «πλανήτες», <i>im</i>-<i>plano</i> «[[πλανώ]]»].
|mltxt=πλανῶ, -άω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιφέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτρέπω]] κάποιον από την ορθή οδό, [[δημιουργώ]] ψευδή [[αντίληψη]], [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]] (α. «δε μέ πλανούν τα [[λόγια]] σου / και [[πλιο]] [[πικρά]] [[ακόμα]]», Κρυστ.<br />β. «ἆρ' ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ [[γνώμη]] πλανᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) [[πλανώμαι]]<br />α) περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]], [[περιπλανώμαι]]<br />β) κινούμαι ή [[ενεργώ]] με άτακτο ή ανώμαλο τρόπο («πλανημένη η [[φαντασία]] του μέσ' στο [[μέλλον]] το [[αργό]]», <b>Σολωμ.</b>)<br />γ) <b>μτφ.</b> i) απατώμαι, γελιέμαι<br />ii) [[σχηματίζω]] εσφαλμένη [[κρίση]] για [[κάτι]], [[διαμορφώνω]] λανθασμένη [[αντίληψη]]<br />iii) (για φήμες, [[λόγια]]) διαδίδομαι («πολλὰ δ' ἐμπόρων ἔπη φιλεῑ πλανᾱσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γοητεύω]] κάποιον με την ερωτική [[έλξη]] που του [[ασκώ]], [[ξελογιάζω]], [[αποπλανώ]]<br /><b>2.</b> (το μέσ. και παθ.) <b>εκκλ.</b> [[ακολουθώ]] ψευδή [[διδασκαλία]] ή [[πίστη]] («ἐπλανήθησαν [[πάντα]] τὰ ἔθνη», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε λόγο, [[ομιλία]]) [[οδηγώ]] κάποιον [[μακριά]], τον [[εκτρέπω]] από την κύρια [[υπόθεση]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] σε [[πλάνη]] («τὸ ἀόριστον πλανᾷ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ. και παθ.) α) (για τα ουράνια σώματα και [[ιδίως]] για τους πλανήτες) περιφέρομαι, κινούμαι στο [[άπειρο]] [[διάστημα]]<br />β) (σε λόγο ή [[ομιλία]]) [[ξεφεύγω]], εκτρέπομαι από το κύριο [[θέμα]] που μέ απασχολεί («ἡμεῑς μὲν καὶ νῡν μακροτέραν τοῦ δέοντος ἀπὸ τοῦ προτεθέντος λόγου πεπλανήμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[είμαι]] [[αβέβαιος]], [[άστατος]] («τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα», <b>επιγρ.</b>)<br />δ) [[ενεργώ]] [[χωρίς]] [[συνέπεια]] και μέθοδο<br />ε) γελιέμαι από [[κάτι]], [[παρανοώ]] («πλανᾱσθαι ταῖς ὁμωνυμίαις», Φιλόδ.)<br />στ) οδηγούμαι σε [[λάθος]] ή σε [[αμαρτία]]<br />ζ) (για [[άποψη]], [[γνώμη]]) [[είμαι]] [[εσφαλμένος]] ή [[πλασματικός]], [[εικονικός]]<br />η) [[υφίσταμαι]] διανοητική ή ψυχική [[διαταραχή]], τά [[χάνω]] (α. «καὶ μὴ πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν», Ισοκρ.<br />β. «πλανᾱται καὶ ταράττεται καὶ ἰλιγγιᾷ [[ὤσπερ]] μεθύουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br />θ) [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πεπλανημένον τρόπον» — ατάκτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[μορφή]] του ρ. <i>πλαν</i>-<i>άομαι</i> / -<i>ῶμαι</i> θα μπορούσε ίσως να παραβληθεί με ορισμένους τ. ενεστ. επαναληπτικής ή επιτατικής σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>ποτ</i>-<i>άομαι</i>: [[πέτομαι]]), [[πράγμα]], όμως, που δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή του. Μορφολογικά [[αλλά]] και σημασιολογικά προβλήματα δυσχεραίνουν την [[ένταξη]] του ρ. <i>πλανῶ</i> / <i>πλανῶμαι</i> στην [[οικογένεια]] τόσο τών [[πέλαγος]], [[πλάξ]], [[παλάμη]], λατ. <i>plᾱnus</i> «[[επίπεδος]]» όσο και τών [[πλήσσω]], [[πλάζω]] (αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι οι δύο αυτές οικογένειες ανάγονται πιθ. σε συγγενικές ρίζες,<b>βλ. λ.</b> [[πλήσσω]]). Έχει [[ακόμη]] προταθεί η [[σύνδεση]] του ρ. με το αρχ. ισλανδ. <i>flana</i> «περιπλανιέμαι εδώ και [[εκεί]]». Οι συνδέσεις, [[επίσης]], με λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>lor</i> «διασκορπίζομαι, περιφέρομαι» ή με το [[πέλομαι]] δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τους τ.: <i>planus</i> «[[πλάνος]], αυτός που περιφέρεται», <i>planetae</i> «πλανήτες», <i>im</i>-<i>plano</i> «[[πλανώ]]»].
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

πλανῶ, -άω, ΝΜΑ
1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί
2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ.
β. «ἆρ' ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ», Σοφ.)
3. (μέσ. και παθ.) πλανώμαι
α) περιφέρομαι εδώ κι εκεί, περιπλανώμαι
β) κινούμαι ή ενεργώ με άτακτο ή ανώμαλο τρόπο («πλανημένη η φαντασία του μέσ' στο μέλλον το αργό», Σολωμ.)
γ) μτφ. i) απατώμαι, γελιέμαι
ii) σχηματίζω εσφαλμένη κρίση για κάτι, διαμορφώνω λανθασμένη αντίληψη
iii) (για φήμες, λόγια) διαδίδομαι («πολλὰ δ' ἐμπόρων ἔπη φιλεῑ πλανᾱσθαι», Σοφ.)
νεοελλ.-μσν.
1. γοητεύω κάποιον με την ερωτική έλξη που του ασκώ, ξελογιάζω, αποπλανώ
2. (το μέσ. και παθ.) εκκλ. ακολουθώ ψευδή διδασκαλία ή πίστη («ἐπλανήθησαν πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ)
αρχ.
1. (σε λόγο, ομιλία) οδηγώ κάποιον μακριά, τον εκτρέπω από την κύρια υπόθεση
2. οδηγώ σε πλάνη («τὸ ἀόριστον πλανᾷ», Αριστοτ.)
3. (το μέσ. και παθ.) α) (για τα ουράνια σώματα και ιδίως για τους πλανήτες) περιφέρομαι, κινούμαι στο άπειρο διάστημα
β) (σε λόγο ή ομιλία) ξεφεύγω, εκτρέπομαι από το κύριο θέμα που μέ απασχολεί («ἡμεῑς μὲν καὶ νῡν μακροτέραν τοῦ δέοντος ἀπὸ τοῦ προτεθέντος λόγου πεπλανήμεθα», Πλάτ.)
γ) είμαι αβέβαιος, άστατος («τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα», επιγρ.)
δ) ενεργώ χωρίς συνέπεια και μέθοδο
ε) γελιέμαι από κάτι, παρανοώ («πλανᾱσθαι ταῖς ὁμωνυμίαις», Φιλόδ.)
στ) οδηγούμαι σε λάθος ή σε αμαρτία
ζ) (για άποψη, γνώμη) είμαι εσφαλμένος ή πλασματικός, εικονικός
η) υφίσταμαι διανοητική ή ψυχική διαταραχή, τά χάνω (α. «καὶ μὴ πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν», Ισοκρ.
β. «πλανᾱται καὶ ταράττεται καὶ ἰλιγγιᾷ ὤσπερ μεθύουσα», Πλάτ.)
θ) αποτυγχάνω, αστοχώ
4. φρ. «πεπλανημένον τρόπον» — ατάκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφή του ρ. πλαν-άομαι / -ῶμαι θα μπορούσε ίσως να παραβληθεί με ορισμένους τ. ενεστ. επαναληπτικής ή επιτατικής σημ. (πρβλ. ποτ-άομαι: πέτομαι), πράγμα, όμως, που δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή του. Μορφολογικά αλλά και σημασιολογικά προβλήματα δυσχεραίνουν την ένταξη του ρ. πλανῶ / πλανῶμαι στην οικογένεια τόσο τών πέλαγος, πλάξ, παλάμη, λατ. plᾱnus «επίπεδος» όσο και τών πλήσσω, πλάζω (αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο αυτές οικογένειες ανάγονται πιθ. σε συγγενικές ρίζες,βλ. λ. πλήσσω). Έχει ακόμη προταθεί η σύνδεση του ρ. με το αρχ. ισλανδ. flana «περιπλανιέμαι εδώ και εκεί». Οι συνδέσεις, επίσης, με λατ. pālor «διασκορπίζομαι, περιφέρομαι» ή με το πέλομαι δεν θεωρούνται πιθανές. Τέλος, η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τους τ.: planus «πλάνος, αυτός που περιφέρεται», planetae «πλανήτες», im-plano «πλανώ»].