ὠκύς: Difference between revisions
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=okys | |Transliteration C=okys | ||
|Beta Code=w)ku/s | |Beta Code=w)ku/s | ||
|Definition=[ῠ]<b class="b3">, ὠκεῖα, ὠκύ</b>, gen. έος, είας, έος: Ep. and Ion. fem. <b class="b3">ὠκέᾰ</b>, as always in <span class="bibl">Il.,2.786</span>, al. (in the formula <b class="b3">ὠκέα Ἶρις</b>), cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span> 780</span>; in Od., only in <span class="bibl">12.374</span> (<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v.l. [[ὠκύς]]): fem. pl. ὠκεῖαι <span class="bibl">Od.7.36</span>; Ep. gen. ὠκειάων <span class="bibl">9.101</span>, <span class="bibl">Il.4.500</span>, etc.; fem. ὠκύς <span class="bibl">Jo.Gaz.<span class="title">Ecphr.</span>1.240</span>, v.l. (<b class="b3">ἐν πολλοῖς</b> Sch.) in <span class="bibl">Od.12.374</span>:— | |Definition=[ῠ]<b class="b3">, ὠκεῖα, ὠκύ</b>, gen. έος, είας, έος: Ep. and Ion. fem. <b class="b3">ὠκέᾰ</b>, as always in <span class="bibl">Il.,2.786</span>, al. (in the formula <b class="b3">ὠκέα Ἶρις</b>), cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span> 780</span>; in Od., only in <span class="bibl">12.374</span> (<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v.l. [[ὠκύς]]): fem. pl. ὠκεῖαι <span class="bibl">Od.7.36</span>; Ep. gen. ὠκειάων <span class="bibl">9.101</span>, <span class="bibl">Il.4.500</span>, etc.; fem. ὠκύς <span class="bibl">Jo.Gaz.<span class="title">Ecphr.</span>1.240</span>, v.l. (<b class="b3">ἐν πολλοῖς</b> Sch.) in <span class="bibl">Od.12.374</span>:—[[quick]], [[swift]], [[fleet]], κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν <span class="bibl">Od.8.329</span>; mostly of persons, freq. with <b class="b3">πόδας</b> added, specially of Achilles, <span class="bibl">Il.1.58</span>, etc.; also <b class="b3">ὠκὺς Ἀχ</b>., without <b class="b3">πόδας</b>, <span class="bibl">21.211</span>, <span class="bibl">22.188</span>; so <b class="b3">ὠκέα</b>, of Iris, <span class="bibl">2.786</span>, al. (<b class="b3">ὦκα δὲ Ἶ</b>. shd. be read for <b class="b3">ὠκέα δ' Ἶρις</b>, <span class="bibl">23.198</span>); of animals, [ἴρηξ] ὤκιστος πετεηνῶν <span class="bibl">15.238</span>, cf. <span class="bibl">21.253</span>; ἵπποι <span class="bibl">8.88</span>; ἔλαφοι <span class="bibl">Od.6.104</span>; also of things, esp. of ships, <span class="bibl">Il.8.197</span>, <span class="bibl">Od.7.36</span>; of arrows, <span class="bibl">Il.5.106</span>, <span class="bibl">112</span>, al.; ὠ. πτέρυξ <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.6</span>; αἰετός <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>3.80</span>; ἴτ' ἆσσον ὠκεῖς <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1215</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span> 452</span>, etc.; ὠκὺς Ἄρης <span class="bibl">Id.<span class="title">Andr.</span>106</span> (eleg.), cf. <span class="bibl">Od.8.331</span> (Sup.); of the sun, ὠ. ἠέλιος <span class="bibl">Mimn.11.5</span>, <span class="title">AP</span>7.466 (Leon.): also ὠκὺ νόημα <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>43</span>, cf. <span class="bibl">Od.7.36</span>; θνατῶν φρένες ὠκύτεραι <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.139</span>; <b class="b3">πρᾶξις, γάμος</b>, ib.<span class="bibl">9.67</span>,<span class="bibl">114</span> (Sup.); ὠκεῖαι χάριτες γλυκερώτεραι <span class="title">AP</span>10.30: τὸ ὠκύ <b class="b2">quickness, sharpness</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1032</span>; ὤκιστος τῇ ἀκοῇ <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>6.63</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of sound, [[shrill]], <b class="b3">ἀοιδαί</b>, of the creaking of door-hinges, <span class="bibl">A.R.4.42</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Adv. -έως <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>3.58</span>, <span class="bibl"><span class="title">N.</span>10.64</span>, <span class="bibl"><span class="title">Parth.</span>2.6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>19</span>; cf. [[ὦκα]]: once neut. <b class="b3">ὠκύ</b> as Adv., ὣς ἔπεσ' Ἕκτορος ὠκὺ χαμαὶ μένος <span class="bibl">Il.14.418</span> (v.l. [[ὦκα]], v. Sch.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> degrees of Comparison, regul. Sup. ὠκύτατος <span class="bibl">Od.8.331</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.114</span>: irreg. Sup., ὤκιστος πετεηνῶν <span class="bibl">Il. 15.238</span>, <span class="bibl">21.253</span>; ὤκιστος ὄλεθρος <span class="bibl">22.325</span>; [<b class="b3">καιρός</b>] <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>65</span>. Adv. ὤκιστα <span class="bibl">Od.22.77</span>, <span class="bibl">133</span>, <span class="bibl">A.R.4.242</span>.—The word is mostly Ep., being used once by A. and once by S., but more freq. in E.; also in late Prose, as <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.3</span> (Comp.), Ael. l.c., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>77</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:05, 30 June 2020
English (LSJ)
[ῠ], ὠκεῖα, ὠκύ, gen. έος, είας, έος: Ep. and Ion. fem. ὠκέᾰ, as always in Il.,2.786, al. (in the formula ὠκέα Ἶρις), cf. Hes.Th. 780; in Od., only in 12.374 (
A v.l. ὠκύς): fem. pl. ὠκεῖαι Od.7.36; Ep. gen. ὠκειάων 9.101, Il.4.500, etc.; fem. ὠκύς Jo.Gaz.Ecphr.1.240, v.l. (ἐν πολλοῖς Sch.) in Od.12.374:—quick, swift, fleet, κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν Od.8.329; mostly of persons, freq. with πόδας added, specially of Achilles, Il.1.58, etc.; also ὠκὺς Ἀχ., without πόδας, 21.211, 22.188; so ὠκέα, of Iris, 2.786, al. (ὦκα δὲ Ἶ. shd. be read for ὠκέα δ' Ἶρις, 23.198); of animals, [ἴρηξ] ὤκιστος πετεηνῶν 15.238, cf. 21.253; ἵπποι 8.88; ἔλαφοι Od.6.104; also of things, esp. of ships, Il.8.197, Od.7.36; of arrows, Il.5.106, 112, al.; ὠ. πτέρυξ Pi.P.1.6; αἰετός Id.N.3.80; ἴτ' ἆσσον ὠκεῖς S.Ant.1215, cf. E.Ba. 452, etc.; ὠκὺς Ἄρης Id.Andr.106 (eleg.), cf. Od.8.331 (Sup.); of the sun, ὠ. ἠέλιος Mimn.11.5, AP7.466 (Leon.): also ὠκὺ νόημα h.Merc.43, cf. Od.7.36; θνατῶν φρένες ὠκύτεραι Pi.P.4.139; πρᾶξις, γάμος, ib.9.67,114 (Sup.); ὠκεῖαι χάριτες γλυκερώτεραι AP10.30: τὸ ὠκύ quickness, sharpness, E.Fr.1032; ὤκιστος τῇ ἀκοῇ Ael.NA6.63. 2 of sound, shrill, ἀοιδαί, of the creaking of door-hinges, A.R.4.42. II Adv. -έως Pi.P.3.58, N.10.64, Parth.2.6, Luc.Salt.19; cf. ὦκα: once neut. ὠκύ as Adv., ὣς ἔπεσ' Ἕκτορος ὠκὺ χαμαὶ μένος Il.14.418 (v.l. ὦκα, v. Sch.). III degrees of Comparison, regul. Sup. ὠκύτατος Od.8.331, Pi.P.9.114: irreg. Sup., ὤκιστος πετεηνῶν Il. 15.238, 21.253; ὤκιστος ὄλεθρος 22.325; [καιρός] A.Th.65. Adv. ὤκιστα Od.22.77, 133, A.R.4.242.—The word is mostly Ep., being used once by A. and once by S., but more freq. in E.; also in late Prose, as Aret.SA2.3 (Comp.), Ael. l.c., Luc.Herm.77.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ion. έα, ύ;
1 rapide, prompt, vite, agile : πόδας ὠκύς, aux pieds agiles;
2 aigu, perçant, tranchant ; en parl. du son ὤκιστος ἀκοῇ ÉL qui a l’ouïe très fine;
Cp. ὠκύτερος, Sp. ὠκύτατος ou ὤκιστος.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu ; cf. ἀκή, ἀκωκή, lat. acer, accipiter.
English (Autenrieth)
ὠκεῖα and ὠκέα, ὠκύ (cf. ocior), sup. ὤκιστος, ὠκύτατος (Od. 8.331): swift, fleet, often πόδας ὠκύς, ‘swift-footed.’ Of things, βέλος, ὀιστός, ὄλεθρος, Il. 22.325. Predicatively as adv., Od. 12.374, Il. 23.880.—Sup. neut. pl. as adv., ὤκιστα, Od. 22.77, 133.
English (Slater)
ὠκῠς (-ύς; -εῖα, -εῖαν, -είας; -έα nom.: ὠκύτεραι: ὠκύτατον m.)
1 swift, eager πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (O. 2.83) Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις (P. 1.6) “ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας” (P. 4.139) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις pr. (P. 9.67) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.114) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες (N. 1.42) ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς (N. 3.80) ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ]ωκεια[ P. Oxy. 2442, fr. 104. adv., ὠκέως, ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως (P. 3.58) καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως (N. 10.64) ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως Παρθ. 2. 6.
Greek Monolingual
-εῑα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ
(ιδίως ως προσωνυμία του Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για πτηνό) ταχύπτερος
2. (για πλοίο) ταχύπλοος
3. (για βέλος) ὠκύπορος
4. οξύς («ὠκὺ νόημα», Ύμν. Ερμ.)
5. αυτός που τελείται γρήγορα
6. καυστικός («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», Ανθ. Παλ.)
7. διαπεραστικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκύ
α) η ταχύτητα
β) η οξύτητα.
επίρρ...
ὠκέως Α
με ταχύτητα, γρήγορα («χερσὶ καθέλεν.. ὠκέως», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠκύς ανάγεται σε ΙΕ τ. ōku-s και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšu- και αβεστ. āsu-, ενώ ο υπερθ. του επιθ. ὤκιστος αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšis tha και αβεστ. āsišta-. Ο λατ., εξάλλου, τ. του συγκριτικού ōcior αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού ὠκίων, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. ὠκύτερος. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η σύνδεση της οικογένειας του ὠκύς «ταχύς, γρήγορος» αλλά και «οξύς» με τη ρίζα ak- «οξύς αιχμηρός» (πρβλ. λατ. accipiter «ταχύπτερος»), βλ. και λ. οξύς].
Greek Monotonic
ὠκύς: [ῠ], ὠκεῖα, ὠκύ, γεν. -έος, είας, έος, Επικ. και θηλ. ὠκέᾰ, θηλ. πληθ. ὠκεῖαι, Επικ. γεν. ὠκειάων·
I. 1. (συγγενές προς το ὀξύς)· γρήγορος, ταχύς, ορμητικός, σε Ομήρ. Οδ.· πόδαςὠκύς, λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· πόδαςὠκέα, λέγεται για την Ίριδα, στο ίδ. κ.λπ.
2. = ὀξύς, κοφτερός, σε Ανθ.
II. επίρρ. -έως, σε Πίνδ., αλλά στον τύπο ὦκα —σχημ. όπως το τάχα— βρίσκεται συχνά στον Όμηρ.
III. Ομαλά παραθετικά, ὠκύτερος, ὠκύτατος, σε Ομήρ. Οδ.· ανώμ. υπερθ., ὤκιστος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύς: ὠκεῖα (эп.-ион. тж. ὠκέα), ὠκύ (compar. ὠκύτερος и ὠκίων, superl. ὠκύτατος и ὤκιστος) быстрый, скорый, стремительный (Ἄρης, Ἀχιλλεύς, ἴρηξ, ἵπποι, ἔλαφοι, νέες, νόημα, βέλος Hom.; αἰετός, φρενες Pind.; πτερόν Eur.): τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέ Aesch. используй как можно поскорее эти благоприятные обстоятельства; ἴτ᾽ ὠκεῖς Soph. спешите, бегите.
Middle Liddell
akin to ὀξύς
I. quick, swift, fleet, Od.; πόδας ὠκύς, of Achilles, Il.; πόδας ὠκέα, of Iris, Il., etc.
2. = ὀξύς, sharp, Anth.
II. adv. -έως, Pind.; but in form ὦκα, formed like τάχα, often in Hom.
III. degrees of Comparison, regul. ὠκύτερος, ὠκύτατος Od.: irreg. Sup., ὤκιστος Il., Aesch.
Frisk Etymology German
ὠκύς: {ōkús}
Forms: Superl. ὤκιστος (vorw. Hom.), ὠκύτατος (dichter. seit θ 331), Komp. ὠκύτερος (Pi. u.a.; urspr. *ὤσσων? Seiler Steigerungsformen 51), Adv. ὦκα (Hom.; zur Bildung Seiler 65 und Schwyzer 622 m. A. 9).
Meaning: schnell, geschwind (vorw. ep. seit Il.),
Composita : Sehr oft als Vorderglied in dichter. Kompp., z.B. ὠκύπους, -ποδος schnellfüßig, Beiw. von ἵππος (seit Il.), wohl auch ὠκύαλος, Beiw. von ναῦς (Hom., S. in lyr., Mosch.), auch von ῥιπή (Pi., Opp.), von πτερά (H.), als N. eines Phaiaken (θ 111; vgl. Εὐρύ-, Ἀστύαλος), mit verblaßtem Hinterglied nach ἀγχί-, ἀμφίαλος u. a.; nicht besser mit Bechtel Lex. s. v., Risch ̨ 74 d, Sommer Nominalkomp. 69 (mit Doederlein) zu ἅλλομαι, auch nicht mit Ruijgh L’éIém. ach. 165 m. A. 4 (mit Sch. Ο 705 und H.) rein erweiternd (mit äol. Barytonese) wie ὁμαλός : ὁμός. Als Hinterglied in ποδώκης, von Ἀχιλλεύς u.a., = πόδας ὠκύς, ὠκύπους (seit Il.; wie von *ὦκος), danach ἱππώκης, ἀνεμώκης (B., E. in lyr. u.a.).
Derivative: Wenige Ableitungen: ὠκύτης, dor. -τας f. Schnelligkeit (Pi., E. u.a.); erweitert ὠκήεντα τέρετρα (AP; Versende). — Ausführlich über ὠκύς nebst Komposita und Ableitungen Ruijgh a. O.
Etymology : Altererbtes Adj. für schnell, mit aind. āśú- und aw. āsu- identisch : idg. *ōḱú-s. Ebenso ὤκιστος = aind. ā́śiṣṭha-, aw. āsišta-, wozu Komp. ā́śīyān, aw. āsyā̊ = lat. ōcior mit ōcissimus (auch ōximē Paul. Fest.). Im Griech. ist der primäre Komp. (*ὤσσων? s. ob.) von ὠκύτερος mit ὠκύτατος abgelöst worden. Auch das Kelt. hat dieses alte Adj. bewahrt, aber nur mit negierendem Präfix, z.B. akymr. di-auc träge ("unschnell"). Daß in lat. acu-pedius = cui praecipuum erat in currendo acu-men (Paul. Fest.) und in accipiter (< *acu-peter schnellfliegend) Habicht, Falke ein alter schwachstufiger Positiv erhalten wäre, ist eine verlockende aber unsichere Annahme, da die lat. Wörter auch zu acus, acūtus gehören können, vgl. ὀξύπους schnellfüßig (E.), ὀξύπτερος mit schnellen Flügeln (Aesop.), ὀξύρροπος schnell sich neigend (Pl.). Die Hypothese, daß idg. *ōḱús schnell letzten Endes zu *aḱ-, oḱ- scharf (in acus, ἄκρος, ὄκρις usw.) gehören sollte, ist selbstverständlich möglich, aber als unbeweisbar ohne besonderes Interesse. — Das altertümliche ὠκύς wurde (ebenso wie lat. ōcior von velōcior, celerior) schon früh von dem geläufigen ταχύς zurückgedrängt und ersetzt. — Weitere Einzelheiten m. Lit. bei WP. 1, 172, Pok. 775, W.-Hofmann s. ōcior.
Page 2,1145-1146