παρατεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paratektainomai
|Transliteration C=paratektainomai
|Beta Code=paratektai/nomai
|Beta Code=paratektai/nomai
|Definition=Med., prop. of timber, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[work into another form]] : then, generally, [[transform]], [[alter]], <b class="b3">οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο</b> not even he could [[make them any way else]], <span class="bibl">Il. 14.54</span> ; <b class="b3">αἶψά κε… ἔπος παρατεκτήναιο</b> [[could disguise]], [[falsify]] it, <span class="bibl">Od. 14.131</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. later in Act., [[build besides]], οἰκίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>40</span>.</span>
|Definition=Med., prop. of timber, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[work into another form]] : then, generally, [[transform]], [[alter]], <b class="b3">οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο</b> not even he could [[make them any way else]], <span class="bibl">Il. 14.54</span> ; <b class="b3">αἶψά κε… ἔπος παρατεκτήναιο</b> [[could disguise]], [[falsify]] it, <span class="bibl">Od. 14.131</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. later in Act., [[build besides]], οἰκίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>40</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:20, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατεκταίνομαι Medium diacritics: παρατεκταίνομαι Low diacritics: παρατεκταίνομαι Capitals: ΠΑΡΑΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: paratektaínomai Transliteration B: paratektainomai Transliteration C: paratektainomai Beta Code: paratektai/nomai

English (LSJ)

Med., prop. of timber,    A work into another form : then, generally, transform, alter, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο not even he could make them any way else, Il. 14.54 ; αἶψά κε… ἔπος παρατεκτήναιο could disguise, falsify it, Od. 14.131.    II. later in Act., build besides, οἰκίαν Plu.Pomp.40.

Greek (Liddell-Scott)

παρατεκταίνομαι: μέσ., κυρίως ἐπὶ ξύλου, μετασχηματίζω εἰς ἄλλο σχῆμα ἢ μορφήν· ἀκολούθως καθόλου, μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, οὐδ’ αὐτὸς ὁ Ζεὺς θὰ ἠδύνατο νὰ τὸ κάμῃ κατ’ ἄλλον τινὰ τρόπον (τὸ ἄλλως εἶναι σχεδὸν πλεοναστ.), Ἰλ. Ξ. 54· αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο, «παρατεχνήσαις, παρὰ τὴν ἀλήθειαν κατασκευάσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 131. ΙΙ. παρὰ μεταγενεστ., μετ’ ἐνεργ. σημασίας, οἰκοδομῶ προσέτι, κατασκευάζω, παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης (δηλ. ἧς πρότερον ᾤκει) Πλουτ. Πομπ. 40.

English (Autenrieth)

aor. opt. παρατεκτηναίμην: alter in building, make over, Il. 14.54 ; ἔπος, invent, ‘fix up a story,’ Od. 14.131.

Greek Monotonic

παρατεκταίνομαι: Επικ. αόρ. αʹ -ετεκτηνάμην — Μέσ.,
I. λέγεται για ξύλο, μεταβάλλω σε άλλη μορφή, έπειτα γενικά μεταμορφώνω, αλλάζω, οὐδέκεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, ούτε ο ίδιος ο Δίας μπορεί να κάνει αλλιώς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἶψά κε ἔπος παρατεκτήναιο, σύντομα θα μπορέσεις να φτιάξεις κάποια ιστορία, σε Ομήρ. Οδ.
II. Ενεργ., χτίζω άλλη ιστορία πιο πέρα ή επιπλέον, σε Πλούτ.

Middle Liddell

epic aor1 -ετεκτηνάμην
I. Mid.:—of timber, to work into another form; then, generally, to transform, alter, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο not even Zeus could make it any way else, Il.; αἶψά κε ἔπος παρατεκτήναιο soon couldst thou dress up some other tale, Od.
II. Act. to build besides, Plut.