ἐπίγειος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - " ," to ",")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Holy Spirit" to "Holy Spirit")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐπιγειον ([[ἐπί]] and γῆ), existing [[upon]] the [[earth]], [[earthly]], [[terrestrial]]: [[οἰκία]], the [[house]] we [[live]] in on [[earth]], [[spoken]] of the [[body]] [[with]] [[which]] we are clothed in [[this]] [[world]], σώματα ἐπίγεια, opposed to ἐπουράνια, οἱ ἐπιγειοι (opposed to οἱ ἐπουράνιοι and οἱ καταχτονιοι), those [[who]] are on [[earth]], the inhabitants of the [[earth]], men, τά ἐπίγεια, things done on [[earth]], [[spoken]] of the [[new]] [[birth]] [[wrought]] by the Holy Spirit, τά ἐπίγεια φόνειν, to [[set]] the [[mind]] on the pleasures and [[good]] things of [[earth]], [[σοφία]] [[ἐπίγειος]] (opposed to ἡ [[ἄνωθεν]] κατερχομένη), the [[wisdom]] of Prayer of Manasseh, [[liable]] to [[error]] and [[misleading]], [[Plato]] [[down]]; [[nowhere]] in the O. T.)
|txtha=ἐπιγειον ([[ἐπί]] and γῆ), existing [[upon]] the [[earth]], [[earthly]], [[terrestrial]]: [[οἰκία]], the [[house]] we [[live]] in on [[earth]], [[spoken]] of the [[body]] [[with]] [[which]] we are clothed in [[this]] [[world]], σώματα ἐπίγεια, opposed to ἐπουράνια, οἱ ἐπιγειοι (opposed to οἱ ἐπουράνιοι and οἱ καταχτονιοι), those [[who]] are on [[earth]], the inhabitants of the [[earth]], men, τά ἐπίγεια, things done on [[earth]], [[spoken]] of the [[new]] [[birth]] [[wrought]] by the [[Holy Spirit]], τά ἐπίγεια φόνειν, to [[set]] the [[mind]] on the pleasures and [[good]] things of [[earth]], [[σοφία]] [[ἐπίγειος]] (opposed to ἡ [[ἄνωθεν]] κατερχομένη), the [[wisdom]] of Prayer of Manasseh, [[liable]] to [[error]] and [[misleading]], [[Plato]] [[down]]; [[nowhere]] in the O. T.)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:40, 4 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγειος Medium diacritics: ἐπίγειος Low diacritics: επίγειος Capitals: ΕΠΙΓΕΙΟΣ
Transliteration A: epígeios Transliteration B: epigeios Transliteration C: epigeios Beta Code: e)pi/geios

English (LSJ)

ον, A on or of the earth, terrestrial, ζῷα Pl.R.546a; βροτοί IG14.1571; opp. ὑπόγειος, PMag.Par.1.3043 (iii A.D.), etc. 2. creeping, of plants, Thphr.HP3.18.6,6.2.2, al.; but land-plants, opp. water-plants, Arist.PA681a21; living on the ground, [ὄρνιθες], τετράποδα, Id.HA633b1, PA657b24. 3. neut. pl., ἐπίγεια ground-floor, opp. πύργος διώρυφος, PPetr.2p.20 (iii B.C.). II. Subst. ἐπίγειον, τό, misspelling of ἐπίγυον, v.l. in Ar.Fr.80,426. (Cf. ἐπίγαιος.)

German (Pape)

[Seite 932] an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt, Plat. Rep. VIII, 546 a; ἄνθρωπος Ax. 368 b, βροτοί Ep. ad. 710 c (App. 369). Am Boden, niedrig, φυτόν Philo; κάλαμος, Ggstz des im Wasser wachsenden, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγειος: -ον, (γέα, γῆ) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, ζῷα Πλάτ. Πολ. 546A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49B, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 369· πρβλ. ἐπίγαιος. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐπίγειον, τό, καλῴδιον ἐκ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου δεδεμένον εἰς τὴν γῆν (πρβλ. πρυμνήσιος), ὡς ἐξοίσων ἐπ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51, πρβλ. 371. Γράφεται ἐπίγυιον παρ’ Ἁρποκρ., ἐπίγυον δὲ παρὰ Πολυβ. 3. 46, 3, Σουΐδᾳ καὶ Ἡσυχίῳ, καὶ οἱ τύποι οὗτοι ἀπαντῶσιν ὡσαύτως καὶ ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh Urkunden u. d. Att. Seewesen σ. 162· πρβλ. ἀπόγαιος. ΙΙ. ἕρπων, ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur la terre :
1 qui vit sur la terre;
2 qui se traîne à terre, rampant en parl. de plantes.
Étymologie: ἐπί, γῆ.

Spanish

terrestre, de la tierra

English (Strong)

from ἐπί and γῆ; worldly (physically or morally): earthly, in earth, terrestrial.

English (Thayer)

ἐπιγειον (ἐπί and γῆ), existing upon the earth, earthly, terrestrial: οἰκία, the house we live in on earth, spoken of the body with which we are clothed in this world, σώματα ἐπίγεια, opposed to ἐπουράνια, οἱ ἐπιγειοι (opposed to οἱ ἐπουράνιοι and οἱ καταχτονιοι), those who are on earth, the inhabitants of the earth, men, τά ἐπίγεια, things done on earth, spoken of the new birth wrought by the Holy Spirit, τά ἐπίγεια φόνειν, to set the mind on the pleasures and good things of earth, σοφία ἐπίγειος (opposed to ἡ ἄνωθεν κατερχομένη), the wisdom of Prayer of Manasseh, liable to error and misleading, Plato down; nowhere in the O. T.)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπίγειος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους])
2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό)
3. (για βλαστούς φυτών) εκείνος που βρίσκεται πάνω από το έδαφος (σε αντίθεση προς τον υπόγειο)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επίγεια
τα υλικά αγαθά (σε αντίθεση προς τα επουράνια)
αρχ.
1. (για φυτά) εκείνος που έρπει στη γη
2. (για πτηνά) εκείνος που δεν πετάει αλλά ζει κυρίως στο έδαφος
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το επίγειον
το ισόγειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γειος < γη].

Greek Monotonic

ἐπίγειος: -ον (γέα=γῆ), επίγειος, γήϊνος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίγειος:
1) наземный, живущий на земле (ζῷα Plat.; πέρδιξ Arst.);
2) стелющийся по земле (φυτά Arst.);
3) земной, т. е. вещественный, смертный (βροτοί Anth.; σοφία NT): οἱ ἐπίγειοι NT = οἱ ἄνθρωποι.

Middle Liddell

ἐπί-γειος, ον [γέα, = γῆ]
terrestrial, Plat.

Chinese

原文音譯:™p⋯geioj 誒披-給哦士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:在上-土地
字義溯源:現世的,屬世的,屬地的,世上的,地上的,在地上;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(γῆ)*=地)組成
出現次數:總共(7);約(1);林前(2);林後(1);腓(2);雅(1)
譯字彙編
1) 地上的(3) 林前15:40; 腓2:10; 腓3:19;
2) 屬地的(1) 雅3:15;
3) 地上(1) 林後5:1;
4) 在地上(1) 林前15:40;
5) 地上的事(1) 約3:12

English (Woodhouse)

terrestrial

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)