ὀψώνιον: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] τό, = [[ὀψωνία]], u. das Eingekaufte selbst. – Später übh. Kost, Proviant, Sold für ein Heer, wie [[ὀψωνιασμός]], Pol. 6, 39, 12; im plur., 1, 67, 1; N. T.; aber vgl. Lob. Phryn. 420. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] τό, = [[ὀψωνία]], u. das Eingekaufte selbst. – Später übh. Kost, Proviant, Sold für ein Heer, wie [[ὀψωνιασμός]], Pol. 6, 39, 12; im plur., 1, 67, 1; N. T.; aber vgl. Lob. Phryn. 420. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />approvisionnement de vivres <i>ou</i> d’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψον]], ὠνέω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψώνιον''': τό, ζωοτροφίαι ἢ χρήματα πρὸς ἀγορὰν αὐτῶν, Λατ. obsonium, πρῶτον παρὰ Μενάνδρ. (ἐν Ἀδήλ. 447)· ᾔτησεν εἰς [[ὀψώνιον]] τριώβολον Θουγενίδης ἐν Ἀδήλ. 1· ― ἀκολούθως, ζωοτροφίαι καὶ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 67, 1., 6. 39, 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 3. 25, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 106· ― μεταφορ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ὁ [[μισθός]], ἡ [[ἀνταμοιβὴ]] τῆς ἁμαρτίας, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ςϳ, 23. ― Τὴν λέξιν ἀποδοκιμάζουσιν οἱ ἀττικίζοντες, Φρύνιχ. σ. 418. | |lstext='''ὀψώνιον''': τό, ζωοτροφίαι ἢ χρήματα πρὸς ἀγορὰν αὐτῶν, Λατ. obsonium, πρῶτον παρὰ Μενάνδρ. (ἐν Ἀδήλ. 447)· ᾔτησεν εἰς [[ὀψώνιον]] τριώβολον Θουγενίδης ἐν Ἀδήλ. 1· ― ἀκολούθως, ζωοτροφίαι καὶ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 67, 1., 6. 39, 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 3. 25, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 106· ― μεταφορ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ὁ [[μισθός]], ἡ [[ἀνταμοιβὴ]] τῆς ἁμαρτίας, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ςϳ, 23. ― Τὴν λέξιν ἀποδοκιμάζουσιν οἱ ἀττικίζοντες, Φρύνιχ. σ. 418. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 18:05, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, (ὄψον, ὠνέομαι) A salary, reckoned in money, τό τε ὀ. καὶ σιτομετρίαν καὶ τὸ ἔλαιον PCair.Zen.507.5, cf. 421.6, 483.14, 498.5 (all iii B. C.); ἵνα ἡμῖν ὀ. προστεθῇ καὶ σιτάριον ib.49.4 (iii B. C.); μετρήματα καὶ ὀ. corn- and money-payments, UPZ14.26 (ii B. C.); φυλακιτῶν PPetr.3p.230 (iii B. C.); of a bank clerk, PCair.Zen.342.6 (iii B. C.): distinguished from γραμματικόν (bonus on turnover), PStrassb.105.4 (iii B. C.); χωρὶς ὀψωνίων, of unsalaried services, Inscr.Prien.121.34 (i B. C.). 2 a policeman's pay, PLille25.55 (iii B. C.), PFay.302 (ii B. C.), IG9(2).1109.27 (Thess., ii/i B. C.); freq. a soldier's pay, PStrassb.103.16 (iii B. C.), PTheb.Bank6.7 (ii B. C.), Plb.6.39.12: so in plural, pay of an army, Rev.Ét.Anc.33.8 (Theangela, iv/iii B. C.), OGI 229.106 (iii B. C.), SIG410.19 (iii B. C.), 581.34 (ii/i B. C.), Plb.1.67.1, 3.25.4, LXX 1 Ma.3.28, Aristeas 22. 3 allowance paid to a victorious athlete, PRyl. 153.25 (ii A. D.), CPHerm.54.7, al. (iii A. D.); allowance or scholarship paid to a music-student, προδοῦναί μοι τὸ ὀ. καὶ τὸ κατὰ μῆνα ἀνάλωμα PCair.Zen.440.6 (iii B. C.); allowance to a son or daughter, BGU665 ii 15 (i A. D.), POxy.898.31 (ii A. D.); to a slave, distinguished from ἱματις μός, PCair.Zen.28.6, 100.14 (iii B. C.). 4 wages of labour, τὰ σώματα ἐνοχλεῖ ἡμᾶς τὰ ὀ. ἀπαιτοῦντα ib. 43.2, cf. 27.2, al., PPetr.2p.113 (all iii B. C.), POxy.974 (iii A. D.); ἀρτάβην κριθῆς εἰς λόγον ὀψωνίων PTeb.420.24 (iii A. D.): metaph., ὀψώνια ἁμαρτίας the wages of sin, Ep.Rom.6.23. 5 a magician's fee, PMag.Par.1.2454. 6 gratuity to tax-farmers, UPZ112v3 (pl.). 7 = ὄψον 1.1 (cf. Lat. obsonium), τῶν ἀνηλωμάτων πάντων σίτου καὶ ὀψωνίων ib.91.13 (ii B. C.).—The word is rejected by Phryn. 393. First used by Men.1051 (no context); ᾔτησεν εἰς ὀ. τριώβολον Thugen.2. Glossed ὀψωνία, also (in pl.) κέρδη, χαρίσματα, by Phot.
German (Pape)
[Seite 434] τό, = ὀψωνία, u. das Eingekaufte selbst. – Später übh. Kost, Proviant, Sold für ein Heer, wie ὀψωνιασμός, Pol. 6, 39, 12; im plur., 1, 67, 1; N. T.; aber vgl. Lob. Phryn. 420.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
approvisionnement de vivres ou d’argent.
Étymologie: ὄψον, ὠνέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψώνιον: τό, ζωοτροφίαι ἢ χρήματα πρὸς ἀγορὰν αὐτῶν, Λατ. obsonium, πρῶτον παρὰ Μενάνδρ. (ἐν Ἀδήλ. 447)· ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον Θουγενίδης ἐν Ἀδήλ. 1· ― ἀκολούθως, ζωοτροφίαι καὶ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 67, 1., 6. 39, 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 3. 25, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 106· ― μεταφορ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ὁ μισθός, ἡ ἀνταμοιβὴ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ςϳ, 23. ― Τὴν λέξιν ἀποδοκιμάζουσιν οἱ ἀττικίζοντες, Φρύνιχ. σ. 418.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of the same as ὀψάριον; rations for a soldier, i.e. (by extension) his stipend or pay: wages.
English (Thayer)
ὀψωνιου, τό (from ὄψον — on which see ὀψάριον, at the beginning — and ὠνέομαι to buy), a later Greek word (cf. Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 187; Phryn. ed. Lob., p. 418), properly, whatever is bought to be eaten with bread, as fish, flesh, and the like (see ὀψάριον). And as grain, meat, fruits, salt, were given to soldiers instead of pay (Caesar b. g. 1,23, 1; Polybius 1,66f; 3,13, 8), ὀψώνιον began to signify:
1. universally, a soldier's pay, allowance (Polybius 6,39, 12; Dionysius Halicarnassus, Antiquities 9,36), more commonly in the plural (Winer's Grammar, 176 (166); Buttmann, 24 (21)) ὀψώνια, properly, that part of a soldier's support given in place of pay (i. e. rations) and the money in which he is paid (Polybius 1,67, 1; 6,39, 15; Josephus, Antiquities 12,2, 3): Winer's Grammar, § 31,7d.).
2. metaphorically, wages: singular τῆς ἁμαρτίας, the hire that sin pays, Romans 6:23.
Greek Monotonic
ὀψώνιον: τό (ὀψώνης), προμήθειες σε τρόφιμα ή τα χρήματα για την εξασφάλιση των προμηθειών, Λατ. obsonium, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.· μεταφ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ανταμοιβή αμαρτίας, δηλ. η τιμωρία της, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀψώνιον: τό (преимущ. pl.)
1) выдача продовольственного пайка (в натуре или деньгами) Men., Polyb.;
2) воздаяние, возмездие (τῆς ἁμαρτίας NT).
Middle Liddell
ὀψώνιον, ου, τό, ὀψώνης
provisions or provision-money, Lat. obsonium, supplies and pay for an army, Polyb.: —metaph., ὀψώνια ἁμαρτίας the wages of sin, NTest.
Chinese
原文音譯:Ñyènion 哦普所你按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:預備 購買
字義溯源:士兵的糧食,工價,工資,糧餉,酬金,錢糧;源自(ὀψάριον)=美味食物,魚);而 (ὀψάριον)出自(ὀπτός)=煮的), (ὀπτός)出自(ἔχω)X*=漬)比較: (μισθός)=工資
出現次數:總共(4);路(1);羅(1);林前(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 工價(2) 羅6:23; 林後11:8;
2) 糧餉(1) 林前9:7;
3) 錢糧(1) 路3:14