πίθηκος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] ὁ (auch [[πίθηξ]] und [[πίθων]]), der [[Affe]]; Ar. Ach. 120 Av. 440 u. öfter; sprichwörtlich ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι, Plat. Rep. IX, 590 b; [[πίθηκος]] ἐν πορφύρᾳ, Diogen. 7, 94. – Nach Suid. auch ὁ βραχὺς [[ἀνθρωπίσκος]]. – Auch wie bei uns Schimpfwort, [[πίθηκος]] [[αὐτοτραγικός]], Dem. 18, 242. – Die Ableitung von [[πείθω]], [[πιθανός]] ist zw.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0613.png Seite 613]] ὁ (auch [[πίθηξ]] und [[πίθων]]), der [[Affe]]; Ar. Ach. 120 Av. 440 u. öfter; sprichwörtlich ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι, Plat. Rep. IX, 590 b; [[πίθηκος]] ἐν πορφύρᾳ, Diogen. 7, 94. – Nach Suid. auch ὁ βραχὺς [[ἀνθρωπίσκος]]. – Auch wie bei uns Schimpfwort, [[πίθηκος]] [[αὐτοτραγικός]], Dem. 18, 242. – Die Ableitung von [[πείθω]], [[πιθανός]] ist zw.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />singe ; ἡ [[πίθηκος]], guenon ; <i>fig.</i> homme laid, magot : [[πίθηκος]] [[θαλάττιος]] ÉL sorte de σελάχη.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], litt. « l'animal qui fait croire, qui fait illusion » ; cf. [[μιμώ]] et [[μιμέομαι]], <i>lat.</i> simia et similis -- DELG pas d'étym., prob. emprunt.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πίθηκος''': [ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκας, «μαϊμοῦ» ([[μιμώ]]), Ἀρχίλ. 82. 84, Ἀριστοφ. Ἀχ. 120, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 1· ὡς θηλ., ἦλθε δὲ καὶ [[πίθηκος]], ὡς καλὴ [[μήτηρ]] Βάβρ. 56· πίθηκον ἐνδυομένην, ἐνδυομένην μορφὴν πιθήκου, ἐπὶ τῆς ψυχῆς τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου, Πλάτ. Πολ. 620C· πρβλ. [[πίθηξ]], [[πίθων]]· ― σκωπτικῶς, [[ὥσπερ]] πίθακον Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἐπὶ δυσειδοῦς ἀνθρώπου, Ὄρν. 440, Βάτρ. 708, κτλ.· [[οὕτως]] ὁ Δημοσθ. καλεῖ τὸν Αἰσχίνην πίθηκον αὐτοτραγικὸν 307. 25· ― παροιμ., ἀντὶ λέοντος π. γίγνεσθαι Πλάτ. Πολ. 590Β· ὑπὸ τῇ λεοντῇ πίθηκον ὑποστέλλειν Λουκ. Φιλοψ. 5· π. ἐν πορφύρᾳ Διογεν. 7. 94· [[ὄνος]] ἐν πιθήκοις = αἰσχρὸς ἐν αἰσχροῖς, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8. ΙΙ [[εἶδος]] σελαχώδους ζῴου ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 27.
|lstext='''πίθηκος''': [ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκας, «μαϊμοῦ» ([[μιμώ]]), Ἀρχίλ. 82. 84, Ἀριστοφ. Ἀχ. 120, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 1· ὡς θηλ., ἦλθε δὲ καὶ [[πίθηκος]], ὡς καλὴ [[μήτηρ]] Βάβρ. 56· πίθηκον ἐνδυομένην, ἐνδυομένην μορφὴν πιθήκου, ἐπὶ τῆς ψυχῆς τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου, Πλάτ. Πολ. 620C· πρβλ. [[πίθηξ]], [[πίθων]]· ― σκωπτικῶς, [[ὥσπερ]] πίθακον Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἐπὶ δυσειδοῦς ἀνθρώπου, Ὄρν. 440, Βάτρ. 708, κτλ.· [[οὕτως]] ὁ Δημοσθ. καλεῖ τὸν Αἰσχίνην πίθηκον αὐτοτραγικὸν 307. 25· ― παροιμ., ἀντὶ λέοντος π. γίγνεσθαι Πλάτ. Πολ. 590Β· ὑπὸ τῇ λεοντῇ πίθηκον ὑποστέλλειν Λουκ. Φιλοψ. 5· π. ἐν πορφύρᾳ Διογεν. 7. 94· [[ὄνος]] ἐν πιθήκοις = αἰσχρὸς ἐν αἰσχροῖς, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8. ΙΙ [[εἶδος]] σελαχώδους ζῴου ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 27.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />singe ; ἡ [[πίθηκος]], guenon ; <i>fig.</i> homme laid, magot : [[πίθηκος]] [[θαλάττιος]] ÉL sorte de σελάχη.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], litt. « l'animal qui fait croire, qui fait illusion » ; cf. [[μιμώ]] et [[μιμέομαι]], <i>lat.</i> simia et similis -- DELG pas d'étym., prob. emprunt.
}}
}}
{{eles
{{eles