στονόεις: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> gémissant;<br /><b>2</b> qui fait gémir, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[στόνος]].
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> gémissant;<br /><b>2</b> qui fait gémir, funeste.<br />'''Étymologie:''' [[στόνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στονόεις''': εσσα, εν, ([[στόνος]]) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· [[σίδαρος]] Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) [[καθόλου]], τεθλιμμένος, [[μελαγχολικός]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[ἀϋτή]], [[εὐνή]] Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· [[ὅμαδος]] Πινδ. Ι. 8 (7). 55· [[γῆρυς]] Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. [[ὄρνις]], [[ἀηδών]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε [[χώρα]] Αἰσχύλ. Πρ. 406.
|elnltext=στονόεις -εσσα -εν [στόνος] vol van gejammer zuchtend, jammerend: adv..; στονόεν (op) jammerend(e wijze) Aeschl. PV 407; σ. ὄρνις de jammerende vogel (nachtegaal) Soph. El. 147; overdr. luidruchtig, bruisend (van de zee). Soph. Ant. 1145. alg. droevig, verdrietig, triest:. σ. ἀοιδή klaagzang Il. 24.721. gejammer veroorzakend, verschrikkelijk (van wapens).
}}
{{elru
|elrutext='''στονόεις:''' όεσσα, όεν<br /><b class="num">1)</b> [[стонущий]], [[рыдающий]] ([[ἀοιδή]] Hom.; [[γῆρυς]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[печальный]], [[безотрадный]] ([[εὐνή]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[исторгающий стоны]] ([[ἀϋτή]], ὀϊστοί Hom.; [[πλαγά]] Aesch.; [[σίδηρος]] Soph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''στονόεις:''' -εσσα, -εν ([[στόνος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προκαλεί γογγυσμούς ή στεναγμούς, [[λυπηρός]], σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]], εξαθλιωμένος, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στονόεις:''' -εσσα, -εν ([[στόνος]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προκαλεί γογγυσμούς ή στεναγμούς, [[λυπηρός]], σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]], εξαθλιωμένος, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στονόεις:''' όεσσα, όεν<br /><b class="num">1)</b> [[стонущий]], [[рыдающий]] ([[ἀοιδή]] Hom.; [[γῆρυς]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[печальный]], [[безотрадный]] ([[εὐνή]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[исторгающий стоны]] ([[ἀϋτή]], ὀϊστοί Hom.; [[πλαγά]] Aesch.; [[σίδηρος]] Soph.).
|lstext='''στονόεις''': εσσα, εν, ([[στόνος]]) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· [[σίδαρος]] Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) [[καθόλου]], τεθλιμμένος, [[μελαγχολικός]], [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[ἀϋτή]], [[εὐνή]] Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· [[ὅμαδος]] Πινδ. Ι. 8 (7). 55· [[γῆρυς]] Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. [[ὄρνις]], ἡ [[ἀηδών]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε [[χώρα]] Αἰσχύλ. Πρ. 406.
}}
{{elnl
|elnltext=στονόεις -εσσα -εν [στόνος] vol van gejammer zuchtend, jammerend: adv..; στονόεν (op) jammerend(e wijze) Aeschl. PV 407; σ. ὄρνις de jammerende vogel (nachtegaal) Soph. El. 147; overdr. luidruchtig, bruisend (van de zee). Soph. Ant. 1145. alg. droevig, verdrietig, triest:. σ. ἀοιδή klaagzang Il. 24.721. gejammer veroorzakend, verschrikkelijk (van wapens).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στονόεις]], εσσα, εν [[στόνος]]<br /><b class="num">1.</b> causing groans or sighs, Hom., Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[mournful]], sad, [[wretched]], Hom., Soph.; neut. as adv., Aesch.
|mdlsjtxt=[[στονόεις]], εσσα, εν [[στόνος]]<br /><b class="num">1.</b> causing groans or sighs, Hom., Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[mournful]], sad, [[wretched]], Hom., Soph.; neut. as adv., Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στονόεις Medium diacritics: στονόεις Low diacritics: στονόεις Capitals: ΣΤΟΝΟΕΙΣ
Transliteration A: stonóeis Transliteration B: stonoeis Transliteration C: stonoeis Beta Code: stono/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (στόνος) A causing groans or sighs, βέλεα Il.8.159; στονόεσσαν ἀϋτήν (war-cry) Od.11.383; στονόϝεσσαν ἀϝυτάν IG9(1).868 (Corc., vi B.C.); ὅμαδος Pi.I.8(7).25; ὀϊστοί Od.21.60; κήδεα 9.12; εὐνή 17.102; ἄεθλοι Hes.Sc.127; πλαγά A.Pers.1053 (lyr.); σίδαρος S.Tr.886 (lyr.); ἄλγη Tim.Pers.199; τύμβος IG3.1354. 2 full of moaning, ἀοιδή Il.24.721; γῆρυς S.OT187 (lyr.); ἁ σ. ὄρνις, of the nightingale, Id.El.147 (lyr.); στονόεντα πορθμόν the moaning sea, Id.Ant.1145 (lyr.): neut. as adverb, στονόεν λέλακε χώρα A.Pr.407 (lyr.), cf. Opp.C.3.213.

German (Pape)

[Seite 948] εσσα, εν, seufzerreich, viel Seufzen und Stöhnen verursachend; βέλεα, Il. 8, 159. 15, 590 u. öfter; ὀϊστοί, Od. 21, 60, wie σίδηρος Soph. Trach. 882; ἀϋτή, Od. 11, 383; auch εὐνή, 17, 102, welches viele Seufzer vernimmt, wo viel geseufzt wird; ἀοιδή, traurig, klagend, Il. 24, 721; ὅμαδος, Pind. l. 7, 25; κήδεα, Archil. 48, wie Od. 9, 12; πλαγά, Aesch. Pers. 1010, klagend; auch πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, Prom. 405; γῆρυς, Soph. O. R. 187; ὄρνις, El. 144; vom Meere, brausend, Ant. 1131.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 gémissant;
2 qui fait gémir, funeste.
Étymologie: στόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στονόεις -εσσα -εν [στόνος] vol van gejammer zuchtend, jammerend: adv..; στονόεν (op) jammerend(e wijze) Aeschl. PV 407; σ. ὄρνις de jammerende vogel (nachtegaal) Soph. El. 147; overdr. luidruchtig, bruisend (van de zee). Soph. Ant. 1145. alg. droevig, verdrietig, triest:. σ. ἀοιδή klaagzang Il. 24.721. gejammer veroorzakend, verschrikkelijk (van wapens).

Russian (Dvoretsky)

στονόεις: όεσσα, όεν
1) стонущий, рыдающий (ἀοιδή Hom.; γῆρυς Soph.);
2) печальный, безотрадный (εὐνή Hom.);
3) исторгающий стоны (ἀϋτή, ὀϊστοί Hom.; πλαγά Aesch.; σίδηρος Soph.).

English (Autenrieth)

εσσα, εν: full of, or causing sighs and groans, mournful, grievous, ἀοιδή, βέλεα, Ω, Il. 8.159.

English (Slater)

στονόεις dolorous ἀρίστευον παῖδες ἀνορέᾳ χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (στονόεντά τ codd.) (I. 8.25)

Greek Monolingual

και στενόεις -εσσα, -εν, Α
1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ.
β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ.
γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.)
2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε γῆρυς ὅμαυλος», Σοφ.
β. «ἀοιδοὺς οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν οἱ μὲν ἄρ' ἐθρήνεον», Ομ. Ιλ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) στονόεν
με θρήνους, με στεναγμούς («πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «στονόεσσα ὄρνις» — το αηδόνι (Σοφ.)
β) «στονόεις πορθμός» — θορυβώδης πορθμός, εκεί όπου βουίζει η θάλασσα (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόνος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

στονόεις: -εσσα, -εν (στόνος),
1. αυτός που προκαλεί γογγυσμούς ή στεναγμούς, λυπηρός, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. γενικά, θλιμμένος, λυπημένος, εξαθλιωμένος, σε Όμηρ., Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στονόεις: εσσα, εν, (στόνος) ὁ παρέχων στεναγμούς, βέλεα Ἰλ. Θ. 159· ὀϊστοὶ Ὀδ. Φ. 60· κήδεα Ι. 12· ἄεθλοι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 127· πλαγὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1053· σίδαρος Σοφ. Τρ. 887, κτλ. 2) καθόλου, τεθλιμμένος, μελαγχολικός, ἄθλιος, ἐλεεινός, ἀϋτή, εὐνή Ὀδ. Λ. 382, Ρ. 102· ἀοιδὴ Ἰλ. Θ. 159· ὅμαδος Πινδ. Ι. 8 (7). 55· γῆρυς Σοφ. Ο. Τ. 187· ἁ στ. ὄρνις, ἡ ἀηδών, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 147· στονόϝεσσαν ἀϝυτὰν Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 180· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ. στονόεν λελακε χώρα Αἰσχύλ. Πρ. 406.

Middle Liddell

στονόεις, εσσα, εν στόνος
1. causing groans or sighs, Hom., Aesch., etc.
2. generally, mournful, sad, wretched, Hom., Soph.; neut. as adv., Aesch.