ἐπουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> pousser à l'aide d’un bon vent;<br /><b>2</b> pousser <i>ou</i> faire retomber sur : αἱματηρὸν πνεῦμ’ ἐπ. τινί ESCHL souffler sur qqn une haleine sanglante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖρος]].
|btext=<b>1</b> pousser à l'aide d’un bon vent;<br /><b>2</b> pousser <i>ou</i> faire retomber sur : αἱματηρὸν πνεῦμ’ ἐπ. τινί ESCHL souffler sur qqn une haleine sanglante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπουρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> (о попутном ветре) досл. погонять, мчать, перен. поворачивать(ся), обращать(ся): [[οὔτι]] [[ταύτῃ]] σὸν [[φρόνημα]] ἐπουρίσας Eur. не в эту сторону обратилась твоя мысль; [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν ἐ. τινί Aesch. дохнуть на кого-л. кровавым дыханием (об Эриниях);<br /><b class="num">2)</b> [[плыть с попутным ветром]]: ἐ. περὶ χρημάτων κτῆσιν Plat. плыть в поисках богатства; τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας! Arph. провались ты поскорее!
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπουρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πνέω]] ευνοϊκά πάνω από, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο ([[οὖρος]]), <i>ἐπ. τὴν ὀθόνην</i>, [[φουσκώνω]] τα πανιά, σε Λουκ.· μεταφ., [[φρόνημα]] [[ἐπουρίζω]], [[αλλάζω]] την [[άποψη]] κάποιου με [[επιτυχία]] πάνω σε ένα [[ζήτημα]], σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν [[ἐπουρίζω]] τινί (λέγεται για τις Ερινύες), [[στέλνω]], [[εξαπολύω]] [[εναντίον]] του [[θύελλα]], άνεμο δολοφονικής πνοής, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπουρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πνέω]] ευνοϊκά πάνω από, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο ([[οὖρος]]), <i>ἐπ. τὴν ὀθόνην</i>, [[φουσκώνω]] τα πανιά, σε Λουκ.· μεταφ., [[φρόνημα]] [[ἐπουρίζω]], [[αλλάζω]] την [[άποψη]] κάποιου με [[επιτυχία]] πάνω σε ένα [[ζήτημα]], σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν [[ἐπουρίζω]] τινί (λέγεται για τις Ερινύες), [[στέλνω]], [[εξαπολύω]] [[εναντίον]] του [[θύελλα]], άνεμο δολοφονικής πνοής, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπουρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> (о попутном ветре) досл. погонять, мчать, перен. поворачивать(ся), обращать(ся): [[οὔτι]] [[ταύτῃ]] σὸν [[φρόνημα]] ἐπουρίσας Eur. не в эту сторону обратилась твоя мысль; [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν ἐ. τινί Aesch. дохнуть на кого-л. кровавым дыханием (об Эриниях);<br /><b class="num">2)</b> [[плыть с попутным ветром]]: ἐ. περὶ χρημάτων κτῆσιν Plat. плыть в поисках богатства; τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας! Arph. провались ты поскорее!
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[blow]] [[favourably]] [[upon]], of a [[fair]] [[wind]] (οὖροσ), ἐπ. τὴν ὀθόνην to [[fill]] the [[sail]], Luc.:— metaph., [[φρόνημα]] ἐπ. to [[turn]] one's [[mind]] [[successfully]] to a [[thing]], Eur.: c. acc. cogn., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν ἐπ. τινί (of the Erinyes) to [[send]] [[after]] him a [[gale]] of [[murderous]] [[breath]], Aesch.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[blow]] [[favourably]] [[upon]], of a [[fair]] [[wind]] (οὖροσ), ἐπ. τὴν ὀθόνην to [[fill]] the [[sail]], Luc.:— metaph., [[φρόνημα]] ἐπ. to [[turn]] one's [[mind]] [[successfully]] to a [[thing]], Eur.: c. acc. cogn., [[πνεῦμα]] αἱματηρὸν ἐπ. τινί (of the Erinyes) to [[send]] [[after]] him a [[gale]] of [[murderous]] [[breath]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπουρίζω Medium diacritics: ἐπουρίζω Low diacritics: επουρίζω Capitals: ΕΠΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: epourízō Transliteration B: epourizō Transliteration C: epourizo Beta Code: e)pouri/zw

English (LSJ)

=foreg., of the sea, waft onwards, Str.3.2.4: metaph., ὅσῳπερ ἂν λαμπρότερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης the more freshly the breeze of f

German (Pape)

[Seite 1010] vom günstigen Winde, nachwehen, treiben, das Schiff, auch ἐπουρίζοντος τοῦ πελάγους, wenn das Meer die Schiffe forttreibt, Strab. 3, 2, 4. – Häufiger übertr., ἀλλ' οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημ' ἐπούρισας, du hast deinen Sinn nicht darauf gerichtet, gleichsam mit günstigem Fahrwinde dahin getrieben, Eur. Androm. 611; ὅσῳπερ ἂν μὴ πρότερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς ψυχῆς Plat. Alc. IL, 147 a, nit Bezug auf den vorher gebrauchten Vergleich mi einem Steuermann; πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίζειτινί, blutigen Anhauch nachsenden als Fahrwine Aesch. Eum. 132; – intrans., mit gutem Wind segeln, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας, geh mit gutem Winde zum Henker, so schnell wie möglich, Ar. Th. 1226. – Epicrat. bei Ath. XI, 782 f vrbdí ἄνελκε τὴν γραῦν, τὴν νέαν τ' ἐπουρίσας πλήρωσον.

French (Bailly abrégé)

1 pousser à l'aide d’un bon vent;
2 pousser ou faire retomber sur : αἱματηρὸν πνεῦμ’ ἐπ. τινί ESCHL souffler sur qqn une haleine sanglante.
Étymologie: ἐπί, οὖρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπουρίζω:
1) (о попутном ветре) досл. погонять, мчать, перен. поворачивать(ся), обращать(ся): οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημα ἐπουρίσας Eur. не в эту сторону обратилась твоя мысль; πνεῦμα αἱματηρὸν ἐ. τινί Aesch. дохнуть на кого-л. кровавым дыханием (об Эриниях);
2) плыть с попутным ветром: ἐ. περὶ χρημάτων κτῆσιν Plat. плыть в поисках богатства; τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας! Arph. провались ты поскорее!

Greek (Liddell-Scott)

ἐπουρίζω: ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὡς οὔριος ἄνεμος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐπουρίζοντος δὲ τοῦ πελάγους καθάπερ τοῦ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα Στράβ. 143· μεταφ., ἀλλ’ οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημα ἐπούρισας δὲν ἔστρεψας τὸν νοῦν σου ἐπιτυχῶς πρὸς τοῦτο, Εὐρ. Ἀνδρ. 610· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίσασα, ἐπιπνεύσασα πνοὴν αἵματος (ἐπὶ τῶν Ἐρινύων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· πρβλ. κατουρίζω. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι κατ’ εὐθεῖαν πρός τι μέρος ὡς ὑπὸ οὐρίου ἀνέμου, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 1226, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2. 3· μεταφ., βοηθῶ, ὅσῳπερ ἂν μὴ ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· πρβλ. οὖρος.

Greek Monolingual

(AM ἐπουρίζω)
(για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος
νεοελλ.
αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα
αρχ.
1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῦ πελάγους καθάπερ τοῦ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα», Στράβ.)
2. (με σύστοιχη αιτ. και δοτ.) (για Ερινύες) φυσώ πνοή αίματος («αἱματηρὸν πνεῡμ’ ἐπουρίσασα τῷ... νηδύος πυρί», Αισχύλ.)
3. ταξιδεύω με ούριο άνεμο («τρέχε νῦν κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρίζω «κατευθύνω σωστά» (< ούρος «ευνοϊκός άνεμος»)].

Greek Monotonic

ἐπουρίζω: μέλ. -σω, πνέω ευνοϊκά πάνω από, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο (οὖρος), ἐπ. τὴν ὀθόνην, φουσκώνω τα πανιά, σε Λουκ.· μεταφ., φρόνημα ἐπουρίζω, αλλάζω την άποψη κάποιου με επιτυχία πάνω σε ένα ζήτημα, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίζω τινί (λέγεται για τις Ερινύες), στέλνω, εξαπολύω εναντίον του θύελλα, άνεμο δολοφονικής πνοής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. σω
to blow favourably upon, of a fair wind (οὖροσ), ἐπ. τὴν ὀθόνην to fill the sail, Luc.:— metaph., φρόνημα ἐπ. to turn one's mind successfully to a thing, Eur.: c. acc. cogn., πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπ. τινί (of the Erinyes) to send after him a gale of murderous breath, Aesch.