στρώννυμι: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 51: | Line 51: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: [[verspreiden]], [[spreiden]], [[uitbreiden]], [[verbreiden]], [[uitstrekken]]; Finnish: levittää, tasoittaa; French: [[étaler]]; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: [[verteilen]]; Ancient Greek: [[στρώννυμι]]; Hebrew: פָּרַשׂ; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: [[spartire]]; Japanese: 開く, 裂く; Latin: [[sterno]], [[pando]]; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: [[estender]]; Romanian: așterne, întinde; Russian: [[распространять]], [[распространить]]; Sanskrit: तनोति; Spanish: [[extender]]; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати | |trtx=Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: [[verspreiden]], [[spreiden]], [[uitbreiden]], [[verbreiden]], [[uitstrekken]]; Finnish: levittää, tasoittaa; French: [[étaler]]; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: [[verteilen]]; Ancient Greek: [[στρώννυμι]]; Hebrew: פָּרַשׂ; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: [[spartire]]; Japanese: 開く, 裂く; Latin: [[sterno]], [[pando]]; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: [[estender]]; Romanian: așterne, întinde; Russian: [[распространять]], [[распространить]]; Sanskrit: तनोति; Spanish: [[extender]]; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=([[στρωννύω]] = στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, [[καταβάλλω]]). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + [[πρόσφυμα]] νυ + μι → [[στόρνυμι]]. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → [[στορέννυμι]]. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → [[στρώννυμι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στρατός]], [[στρατεύω]], [[στρατιά]], [[στρατιώτης]], [[στρατιωτικός]], [[στρατηγός]], [[στρατηλάτης]], [[στρατόπεδον]], [[στρῶμα]], [[στρωματεύς]], [[στρωματόδεσμον]] (=[[δερμάτινος]] [[σάκος]] ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), [[κατάστρωμα]], στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), [[στρῶσις]], [[στρωτήρ]], [[στρώτης]], [[κατάστρωσις]], [[στρωτός]], [[ἄστρωτος]], [[λιθόστρωτος]], [[στρωμνή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 14 October 2022
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 957] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.
English (Autenrieth)
aor. (ἐ)στόρεσα, pass. perf. ἔστρωμαι, plup. ἔστρωτο: spread, lay (sternere), a bed, couch, carpet; ‘lay,’ ‘calm,’ the waves, Od. 3.158.
see στορέννυμι.
French (Bailly abrégé)
f. στρώσω, ao. ἔστρωσα, pf. ἔστρωκα, pqp. ἐστρώκειν;
Pass. f. στρωθήσομαι, ao. ἐστρώθην, pf. ἔστρωμαι, pqp. ἐστρώμην;
étendre (un tapis, etc.).
Étymologie: R. Στρω étendre ; cf. Στορ, > στόρνυμι, στορέννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.
Russian (Dvoretsky)
στρώννῡμι: и στρωννύω = στορέννυμι.
Spanish
extender, cubrir, preparar, arreglar
English (Strong)
or simpler stronnuo, prolongation from a still simpler stroo, (used only as an alternate in certain tenses) (probably akin to στερεός through the idea of positing); to "strew," i.e. spread (as a carpet or couch): make bed, furnish, spread, strew.
Greek Monolingual
και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α
βλ. στρώνω.
Greek Monotonic
στρώννῡμι: και -ύω· βλ. στορέννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
στρώννῡμι: καὶ -ύω, ἴδε στορέννυμι.
Frisk Etymological English
See also: s. στόρνυμι.
Frisk Etymology German
στρώννυμι: {strṓnnumi}
See also: s. στόρνυμι.
Page 2,812
Chinese
原文音譯:strènnumi 士特朗匿米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:撒佈 相當於: (יָצוּעַ / יָצִיעַ) (רָבַד)
字義溯源:散佈*,鋪,散播,擺設,擺設整齊,收拾,收拾褥子;或源自(στερεός)=堅硬的)
同源字:1) (καταστρώννυμι)覆沒 2) (λιθόστρωτος)鋪設石頭 3) (στρώννυμι / στρωννύω)散佈 4) (ὑποστρωννύω)鋪設於下面
出現次數:總共(7);太(2);可(3);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 鋪(3) 太21:8; 可11:8; 可11:8;
2) 把⋯鋪(1) 太21:8;
3) 收拾褥子罷(1) 徒9:34;
4) 擺設整齊的(1) 路22:12;
5) 擺設(1) 可14:15
Translations
Azerbaijani: yaymaq; Bulgarian: простирам се; Catalan: estendre; Chechen: даржа; Danish: fordele; Dutch: verspreiden, spreiden, uitbreiden, verbreiden, uitstrekken; Finnish: levittää, tasoittaa; French: étaler; Friulian: stierni; Galician: estender; Georgian: ავრცელებს; German: verteilen; Ancient Greek: στρώννυμι; Hebrew: פָּרַשׂ; Ingush: даржа; Irish: scaoil; Italian: spartire; Japanese: 開く, 裂く; Latin: sterno, pando; Macedonian: поделува; Malay: hampar; Maori: tahora, māroha, māroharoha; Middle English: spreden, breden; Polish: podzielić; Portuguese: estender; Romanian: așterne, întinde; Russian: распространять, распространить; Sanskrit: तनोति; Spanish: extender; Swahili: enea; Swedish: sprida, vidga; Tagalog: kumalat; Turkish: yaymak; Ukrainian: розповсюджувати, поширювати
Mantoulidis Etymological
(στρωννύω = στρώνω τό κρεββάτι, ξαπλώνω, καταβάλλω). Ἀπό ἀρχική ρίζα στρακαί μέ μετάθεση σταρ-. Θέματα: α) στορ + πρόσφυμα νυ + μι → στόρνυμι. β) στορ + πρόσφ. ε + σ + νυ +μι → στορέσνυμι → στορέννυμι. γ) στρω + σ + νυ + μι → στρώσνυμι → στρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στρατός, στρατεύω, στρατιά, στρατιώτης, στρατιωτικός, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατόπεδον, στρῶμα, στρωματεύς, στρωματόδεσμον (=δερμάτινος σάκος ὅπου οἱ δοῦλοι τύλιγαν τά στρώματα), κατάστρωμα, στρωματεῖς (=ἔργο συναρμολογημένο ἀπό πολλούς), στρῶσις, στρωτήρ, στρώτης, κατάστρωσις, στρωτός, ἄστρωτος, λιθόστρωτος, στρωμνή.