μείλιχος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 36: Line 36:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''μείλιχος''': {meílikhos}<br />'''Forms''': äol. [[μέλλιχος]]; auch [[μειλίχιος]] ib. (ep. poet. seit Il.); Μειλίχιος Bein., bes. des Zeus (ion. att.), att. auch Μιλίχιος (früher Itazismus, Schwyzer 193 m. Lit.), dor. Μηλ-, ark. Μελ-, mit Μειλιχιεῖον ‘Tempel des Zeus ''M''.’ (Halaesa); Einzelheiten bei Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.<br />'''Meaning''': [[sanft]], [[mild]], [[freundlich]] (ep. poet. seit Il., auch sp. Prosa);<br />'''Composita''': Kompp., z.B. [[μελλιχόφωνος]] (Sapph.), [[ἀμείλιχος]] [[unfreundlich]], [[unversöhnlich]] = [[ἀμείλικτος]] (ep. poet. seit Il.; vgl. Frisk Adj.priv. 7f.).<br />'''Derivative''': Von [[μείλιχος]]: 1. [[μειλιχίη]] f. [[Sanftheit]], [[Milde]] (''O''741, Hes., A. R.); 2. [[μειλιχώδης]] [[sanft]] (Kerk.); [[μειλίχη]] f. Art Boxhandschuh (Paus. 8, 40, 3; vgl. [[πυρρίχη]]); 4. [[μειλίσσω]], Aor. -ίξαι [[begütigen]], [[beschwichtigen]], [[besänftigen]] (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), auch mit ἐκ- (sp. Prosa); davon [[μείλιγμα]] (μέλιχμα Miletos VI<sup>a</sup>; Schulze Kl. Schr. 411 ) n. ‘Beschwichtigungsmittel, Sühngabe, -opfen’ (ep. poet. seit κ 217), (ἐκ-)[[μείλιξις]] [[Beschwichtigung]] (Anon. ap. Suid., Eust.), [[μειλικτήριος]] [[beschwichtigend]] (A. ''Pers''. 610), -τικῶς Adv. ib. (Sch.); [[μείλικτρα]] pl. = μειλίγματα (A. R.).<br />'''Etymology''': Volkstümliche Bildung mit χ-Suffix wie [[νηπίαχος]], [[ὁσσίχος]] (dor.) u. a. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), zunächst zu [[μείλια]] (s. d.), aber ohne sichere weitere Anknüpfung. Die verschiedenen Dialektformen μειλ-: μελλ-: μηλ- lassen sich aus μελν- erklären, wobei man teils an lat. ''mel'' [[Honig]], Gen. ''mellis'' (falls wirklich aus *''mel''-''n''-''és''), teils an lit. ''malóne'' [[Gnade]] gedacht hat; s. die reiche Lit. bei W.-Hofmann s. ''mel'', ''melior'' und ''mītis''; ältere Lit auch bei WP. 2, 244 und bei Bq. — Volksetymologisch wurde [[μείλιχος]] gewiß auf [[μέλι]] bezogen (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), aber μειλισσέμεν Η 410 nicht mit Schmid BphW 36, 1414ff. für *μελισσέμεν von [[μέλι]], vgl. Kretschmer Glotta 10, 242. Über das Nebeneinander von [[μειλιχίη]] und [[μειλίσσω]] Scheller Oxytonierung 40; Beobachtungen über [[μείλιχος]]: [[μειλίχιος]] bei Porzig Satzinhalte 207 f. ([[μειλιχίη]] substantiviertes Fem. von [[μειλίχιος]]?).<br />'''Page''' 2,194-195
|ftr='''μείλιχος''': {meílikhos}<br />'''Forms''': äol. [[μέλλιχος]]; auch [[μειλίχιος]] ib. (ep. poet. seit Il.); Μειλίχιος Bein., bes. des Zeus (ion. att.), att. auch Μιλίχιος (früher Itazismus, Schwyzer 193 m. Lit.), dor. Μηλ-, ark. Μελ-, mit Μειλιχιεῖον ‘Tempel des Zeus ''M''.’ (Halaesa); Einzelheiten bei Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.<br />'''Meaning''': [[sanft]], [[mild]], [[freundlich]] (ep. poet. seit Il., auch sp. Prosa);<br />'''Composita''': Kompp., z.B. [[μελλιχόφωνος]] (Sapph.), [[ἀμείλιχος]] [[unfreundlich]], [[unversöhnlich]] = [[ἀμείλικτος]] (ep. poet. seit Il.; vgl. Frisk Adj.priv. 7f.).<br />'''Derivative''': Von [[μείλιχος]]: 1. [[μειλιχίη]] f. [[Sanftheit]], [[Milde]] (''O''741, Hes., A. R.); 2. [[μειλιχώδης]] [[sanft]] (Kerk.); [[μειλίχη]] f. Art Boxhandschuh (Paus. 8, 40, 3; vgl. [[πυρρίχη]]); 4. [[μειλίσσω]], Aor. -ίξαι [[begütigen]], [[beschwichtigen]], [[besänftigen]] (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), auch mit ἐκ- (sp. Prosa); davon [[μείλιγμα]] (μέλιχμα Miletos VI<sup>a</sup>; Schulze Kl. Schr. 411 ) n. ‘Beschwichtigungsmittel, Sühngabe, -opfen’ (ep. poet. seit κ 217), (ἐκ-)[[μείλιξις]] [[Beschwichtigung]] (Anon. ap. Suid., Eust.), [[μειλικτήριος]] [[beschwichtigend]] (A. ''Pers''. 610), -τικῶς Adv. ib. (Sch.); [[μείλικτρα]] pl. = μειλίγματα (A. R.).<br />'''Etymology''': Volkstümliche Bildung mit χ-Suffix wie [[νηπίαχος]], [[ὁσσίχος]] (dor.) u. a. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), zunächst zu [[μείλια]] (s. d.), aber ohne sichere weitere Anknüpfung. Die verschiedenen Dialektformen μειλ-: μελλ-: μηλ- lassen sich aus μελν- erklären, wobei man teils an lat. ''mel'' [[Honig]], Gen. ''mellis'' (falls wirklich aus *''mel''-''n''-''és''), teils an lit. ''malóne'' [[Gnade]] gedacht hat; s. die reiche Lit. bei W.-Hofmann s. ''mel'', ''melior'' und ''mītis''; ältere Lit auch bei WP. 2, 244 und bei Bq. — Volksetymologisch wurde [[μείλιχος]] gewiß auf [[μέλι]] bezogen (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), aber μειλισσέμεν Η 410 nicht mit Schmid BphW 36, 1414ff. für *μελισσέμεν von [[μέλι]], vgl. Kretschmer Glotta 10, 242. Über das Nebeneinander von [[μειλιχίη]] und [[μειλίσσω]] Scheller Oxytonierung 40; Beobachtungen über [[μείλιχος]]: [[μειλίχιος]] bei Porzig Satzinhalte 207 f. ([[μειλιχίη]] substantiviertes Fem. von [[μειλίχιος]]?).<br />'''Page''' 2,194-195
}}
{{pape
|ptext=ον, = [[μειλίχιος]], <i>[[freundlich]], [[liebreich]], mild</i>, [[ἔπος]], <i>Od</i>. 15.374, wie Hes. <i>Th</i>. 84; und von [[Personen]], οὐ γὰρ [[μείλιχος]] [[ἔσκε]] πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ, <i>Il</i>. 24.739; πᾶσιν, gegen Alle, 17.671; [[μείλιχος]] [[ὀργά]], [[αἰών]] vrbdt Pind. <i>P</i>. 8.102, 9.44; [[μείλιχος]] [[Λητώ]], Hes. <i>Th</i>. 406; μείλιχα μυθεῖσθαι, Opp. <i>C</i>. 3.219; ὠδίνων μειλίχῳ Ἀρτέμιδι, Crinag. 12 (VI.242); auch in sp. [[Prosa]], πᾶσι μ. καὶ [[φίλος]], Plut. <i>consol. ad [[Apoll]]</i>. p. 364; <i>Cat. mai</i>. 6.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείλῐχος Medium diacritics: μείλιχος Low diacritics: μείλιχος Capitals: ΜΕΙΛΙΧΟΣ
Transliteration A: meílichos Transliteration B: meilichos Transliteration C: meilichos Beta Code: mei/lixos

English (LSJ)

ον, Aeol. μέλλιχος Hdn.Gr.2.302, cj. in Sapph. 100:— A gentle, kind: I in Il. always of persons, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι 17.671; μ. αἰεί 19.300, al.; epithet of Λητώ, Ὕπνος, Hes.Th. 406, 763: c. gen., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων soother of…, AP6.242 (Crin.): Sup. μειλιχώτατος IG7.115.1 (Megara): in late Prose, Jul.Or.2.86a, al. II of things, once in Od., οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον 15.374; μ. δῶρα h.Hom.10.2; ἔπεα Hes.Th.84; οἶνος Xenoph. 1.6; αἰών, ὀργά, Pi.P.8.97, 9.43; τὸ μείλιχον = gentleness, Thgn.365; τὰ μείλιχα joys, Pi.O.1.30; μείλιχα μυθεῖσθαι Opp.C.3.219. Adv. μειλίχως, μυθεύμενος Semon.7.18: neut. as adverb, μείλιχον ἀντιάαν A.R.1.971.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
doux, agréable, aimable : τινι, envers qqn.
Étymologie: μέλι.

Russian (Dvoretsky)

μείλῐχος: Hom., Hes., Pind., Plut., Anth. = μειλίχιος.

Greek (Liddell-Scott)

μείλῐχος: -ον, πρᾶος, ἤπιος, ἀγαθός, ὡς τὸ μειλίχιος, Ὅμ.: Ι. ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι Ρ. 671· μ. αἰεὶ Τ. 300, κτλ.· ἐπίθετ. τῆς Λητοῦς, τοῦ Ὕπνου Ἡσ. Θ. 406, 763· μετὰ γεν., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων, ἡ πραΰνουσα, μαλάσσουσα τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὑπερθετ. μειλιχώτατος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 462. 1. ΙΙ. ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πραγμάτων, οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ’ ἔπος οὔτε τι ἔργον Ο. 374· οὕτω, μ. δῶρα Ὁμ. Ὑμν. 8. 2· ἔπεα Ἡσ. Θ. 84· μείλιχος αἰών, ὀργὰ Πινδ. Π. 8. 139., 9. 76· τὸ μείλιχον, ἡ πρᾳότος, Θέογν. 365· τὰ μείλιχα, αἱ χαραί, Πινδ. Ο. 1. 49· μείλιχα μυθεῖσθαι Ὀππ. Κυν. 3. 219, κτλ.

English (Slater)

μείλιχος, -ον gentle Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) “ἔ- τραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43) λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (P. 8.97)

Greek Monolingual

μείλιχος και αιολ. τ. μέλλιχος, -ον (Α)
1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ.
β. «ἔκ δ' ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.)
2. επίθετο της Λητούς, του Ύπνου και της Αρτέμιδος («ὠδίνων μειλίχῳ Ἀρτέμιδι», Κριναγ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μείλιχον
πραότητα, ηπιότητα, ευγένεια, γλυκύτητα
4. (το ουδ. ως επίρρ.) μείλιχον
με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μείλιχα
οι χαρές («χάρις ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς», Πίνδ.).
επίρρ...
μειλίχως (Α)
με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι οι τύποι μείλια και μείλι-χος ανάγονται σε θ. μελν-, οπότε οι τύποι με -ει- είναι προϊόντα αντέκτασης, ενώ ο αιολ. τ. μέλλιχος (πρβλ. μελλιχόφωνος) είναι προϊόν αφομοίωσης. Το επίθ. μείλιχος εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. νηπίαχος, όσσιχος). Η σύνδεση τών τύπων με το λατ. mel, mellis «μέλι» είναι δυνατή αν η γεν. mellis ανάγεται σε ρίζα meln- (πρβλ. λιθουαν. malone «ευμένεια, εύνοια», meile «αγάπη», αρχ. σλαβ. milu «συμβιβάσιμος»), ενώ η ανεπιφύλακτη σύνδεση τών τύπων με τη λ. μέλι οφείλεται σε παρετυμολογία.
ΠΑΡ. μειλίχιος
αρχ.
μειλίσσω, μειλίχη, μειλίχια, μειλιχώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μειλιχόβουλος, μειλιχόγηρυς, μειλιχόδωρος, μειλιχόμητις, μειλιχόμυθος, μειλιχόφωνος
αρχ.-μσν.
μειλιχόθυμος, μειλιχομειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. αμείλιχος, γλυκυμείλιχος, ευμείλιχος, παμμείλιχος, παναμείλιχος.

Greek Monotonic

μείλῐχος: -ον, πράος, ευγενικός, όπως το μειλίχιος, σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., Ἄρτεμις μείλιχος ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· τὸ μείλιχον, πραότητα, σε Θέογν.· τὰ μείλιχα, χαρές, σε Πίνδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: oft, mild, friendly (Il.); also μειλίχιος id. (Il.); Μειλίχιος surn., especially of Zeus (IA.), Att. also Μιλίχιος (early itacism, Schwyzer 193), Dor. Μηλ-, Arc. Μελ-, with Μειλιχιεῖον temple of Zeus M. (Halaesa); details in Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.
Other forms: Aeol. μέλλιχος.
Compounds: Compp., e.g. μελλιχόφωνος (Sapph.), ἀμείλιχος = unfriendly, irreconcilable = ἀμείλικτος (Il.; cf. Frisk Adj.priv. 7f.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From μείλιχος: 1. μειλιχίη f. softness, mildness (O741, Hes., A. R.); 2. μειλιχώδης soft (Cerc.); μειλίχη f. boxing-glove (Paus. 8, 40, 3; cf. πυρρίχη); 4. μειλίσσω, aor. -ίξαι calm (Il.), also with ἐκ-; μείλιγμα (μέλιχμα Miletos VIa; Schulze Kl. Schr. 411 ) n. means to calm, expiational offer (κ 217), (ἐκμείλιξις, μείλιξις expiation (Anon. ap. Suid., Eust.), μειλικτήριος = expiating (A. Pers. 610), -τικῶς adv. id. (sch.); μείλικτρα pl. = μειλίγματα (A. R.). Popular formation with χ-suffix as in νηπίαχος, ὁσσίχος (Dor.) a. o. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), firt to μείλια (s. v.), but without certain further connection. The diff. dialect forms μειλ-: μελλ-: μηλ- can be explained from μελ-ν-, whereby one thought partly of Lat. mel honey, gen. mellis (if really from *mel-n-és), partly of Lith. malóne mercy; see the lit. in W.-Hofmann s. mel, melior and mītis; old lit. also in WP. 2, 244 and in Bq. -- Folketymologically μείλιχος was no doubt connected with μέλι (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), but μειλισσέμεν H410 not with Schmid BphW 36, 1414ff. for *μελισσέμεν from μέλι, cf. Kretschmer Glotta 10, 242. On the coexistence of μειλιχίη and μειλίσσω Scheller Oxytonierung 40; observations on μείλιχος: μειλίχιος in Porzig Satzinhalte 207 f..

Middle Liddell

μείλῐχος, ον
gentle, kind, like μειλίχιος, Hom., etc.; c. gen., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων soother of pangs, Anth.; τὸ μείλιχον gentleness, Theogn.; τὰ μείλιχα joys, Pind.

Frisk Etymology German

μείλιχος: {meílikhos}
Forms: äol. μέλλιχος; auch μειλίχιος ib. (ep. poet. seit Il.); Μειλίχιος Bein., bes. des Zeus (ion. att.), att. auch Μιλίχιος (früher Itazismus, Schwyzer 193 m. Lit.), dor. Μηλ-, ark. Μελ-, mit Μειλιχιεῖον ‘Tempel des Zeus M.’ (Halaesa); Einzelheiten bei Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.
Meaning: sanft, mild, freundlich (ep. poet. seit Il., auch sp. Prosa);
Composita: Kompp., z.B. μελλιχόφωνος (Sapph.), ἀμείλιχος unfreundlich, unversöhnlich = ἀμείλικτος (ep. poet. seit Il.; vgl. Frisk Adj.priv. 7f.).
Derivative: Von μείλιχος: 1. μειλιχίη f. Sanftheit, Milde (O741, Hes., A. R.); 2. μειλιχώδης sanft (Kerk.); μειλίχη f. Art Boxhandschuh (Paus. 8, 40, 3; vgl. πυρρίχη); 4. μειλίσσω, Aor. -ίξαι begütigen, beschwichtigen, besänftigen (ep. poet. seit Il., sp. Prosa), auch mit ἐκ- (sp. Prosa); davon μείλιγμα (μέλιχμα Miletos VIa; Schulze Kl. Schr. 411 ) n. ‘Beschwichtigungsmittel, Sühngabe, -opfen’ (ep. poet. seit κ 217), (ἐκ-)μείλιξις Beschwichtigung (Anon. ap. Suid., Eust.), μειλικτήριος beschwichtigend (A. Pers. 610), -τικῶς Adv. ib. (Sch.); μείλικτρα pl. = μειλίγματα (A. R.).
Etymology: Volkstümliche Bildung mit χ-Suffix wie νηπίαχος, ὁσσίχος (dor.) u. a. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), zunächst zu μείλια (s. d.), aber ohne sichere weitere Anknüpfung. Die verschiedenen Dialektformen μειλ-: μελλ-: μηλ- lassen sich aus μελν- erklären, wobei man teils an lat. mel Honig, Gen. mellis (falls wirklich aus *mel-n-és), teils an lit. malóne Gnade gedacht hat; s. die reiche Lit. bei W.-Hofmann s. mel, melior und mītis; ältere Lit auch bei WP. 2, 244 und bei Bq. — Volksetymologisch wurde μείλιχος gewiß auf μέλι bezogen (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), aber μειλισσέμεν Η 410 nicht mit Schmid BphW 36, 1414ff. für *μελισσέμεν von μέλι, vgl. Kretschmer Glotta 10, 242. Über das Nebeneinander von μειλιχίη und μειλίσσω Scheller Oxytonierung 40; Beobachtungen über μείλιχος: μειλίχιος bei Porzig Satzinhalte 207 f. (μειλιχίη substantiviertes Fem. von μειλίχιος?).
Page 2,194-195

German (Pape)

ον, = μειλίχιος, freundlich, liebreich, mild, ἔπος, Od. 15.374, wie Hes. Th. 84; und von Personen, οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ, Il. 24.739; πᾶσιν, gegen Alle, 17.671; μείλιχος ὀργά, αἰών vrbdt Pind. P. 8.102, 9.44; μείλιχος Λητώ, Hes. Th. 406; μείλιχα μυθεῖσθαι, Opp. C. 3.219; ὠδίνων μειλίχῳ Ἀρτέμιδι, Crinag. 12 (VI.242); auch in sp. Prosa, πᾶσι μ. καὶ φίλος, Plut. consol. ad Apoll. p. 364; Cat. mai. 6.