σκόπελος: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[rocher élevé]], [[cime de rocher]];<br /><b>2</b> <i>particul.</i> écueil en mer <i>ou</i> sur le bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' R. [[σκέπτομαι]] ; cf. <i>lat.</i> specula, speculum. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[rocher élevé]], [[cime de rocher]];<br /><b>2</b> <i>particul.</i> écueil en mer <i>ou</i> sur le bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' R. [[σκέπτομαι]] ; cf. <i>lat.</i> [[specula]], [[speculum]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:10, 9 December 2022
English (LSJ)
ὁ, prop. A lookoutplace: hence peak, headland, promontory, Hom., especially in Od., 12.73, 80,430, al.; προβλὴς σ. Il.2.396; φάραγγος σ. ἐν ἄκροις A.Pr.143 (lyr.); σ. πέτρας E.Ion 274; Θηβᾶν σ., of the Theban acropolis, Pi. Fr.196; ἐμοὶ (sc. Κρεούσης) σ., of the Athenian, E.Ion 871 (anap.), cf. 1434,1578; σ. νιφόεντα Μίμαντος Ar.Nu.273 (anap.). II watch-tower, PLips.70.2 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 903] ὁ, eigtl. jeder Ort. von dem aus man spähend um sich schauen kann (σκοπέω). Warte; – gew. ein hoher, einzeln stehender Felsenim od. am Meere, eine Klippe, ein ins Meer vorspringendes Vorgebirge, Hom. προβλής, Il. 2, 396; vgl. bes. Od. 12, 73. 80. 220. 430; übh. eine Bergspitze, scopulus, σκοπέλοις ἐν ἄκροις, Aesch. Prom. 142; σκόπελον ᾕμαξαν πέτρας, Eur. Ion 274, u. öfter; Ar. Nubb. 274; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 640.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 rocher élevé, cime de rocher;
2 particul. écueil en mer ou sur le bord de la mer.
Étymologie: R. σκέπτομαι ; cf. lat. specula, speculum.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκόπελος -ου, ὁ [σκοπός] kaap, klip, bergtop.
Russian (Dvoretsky)
σκόπελος: ὁ скала, утес (Σκύλλης σ. Hom.): σ. πέτρας Eur. скалистая гора.
Greek (Liddell-Scott)
σκόπελος: ὁ, ἴσως ἐξ ἀρχῆς ὡς τὸ σκοπιά, τόπος κατάλληλος ὅπως παρατηρῇ τις ἐξ αὐτοῦ· ὅθεν, ὑψηλός βράχος ἢ κορυφή, ἀπόκρημνον μέρος πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀκρωτήριον, Λατ. scopulus, Ὅμηρ., μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ., οἷον Μ. 73, 83, 430, κτλ.· προβλὴς σκ., Ἰλ. Β. 396· φάραγγος σκ. ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 142· σκ. πέτρας Εὐρ. Ἴων. 274· Θηβᾶν σκ., ἡ τῶν Θηβῶν ἀκρόπολις, Πινδ. Ἀποσπ. 209· Ἀθάνας σκ., ἡ τῶν Ἀθηνῶν, Εὐρ. Ἴων 1434, πρβλ. 871, 1578· σκ. νιφόοντα Μίμαντος Ἀριστοφ. Νεφ. 273, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
English (Slater)
σκόπελος rock ἤτοι καὶ ἐγὼ ς[κόπ]ελον ναίων διαγινώσκομαι (a chorus of Keans speaks) Πα. . 21. ]ιόν τε σκόπελον γείτονα πρύτανιν Δ. 3. 1. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. ψηλός απομονωμένος βράχος μέσα στη θάλασσα, ιδίως βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας και είναι επικίνδυνος για τη ναυσιπλοΐα
2. μτφ. σοβαρό ή και ανυπέρβλητο εμπόδιο (α. «η κυβέρνηση κατόρθωσε να παρακάμψει τον σκόπελο της γραφειοκρατίας» β. «τὸ τῆς ἀσεβείας κῡμα προσέκρουσεν τῷ σκοπέλῳ τῆς καθαιρέσεως», Νεστ.)
νεοελλ.
φρ. «κοραλλιογενής σκόπελος»
γεωλ. μικρό χαμηλό νησί, συνήθως αμμώδες, το οποίο βρίσκεται πάνω σε μια κοραλλιογενή υφαλική τράπεζα
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε ψηλός βράχος ή κάθε απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται προς την πλευρά της θάλασσας, όπως κορυφή ή πλαγιά βουνού, ακρωτήριο ή και ακρόπολη (α. «τοιγὰρ θανοῦσαι σκόπελον ἥμαξαν πέτρας», Ευρ.
β. «Θηβᾱν σκόπελος», Πίνδ.)
2. τόπος κατάλληλος για να παρατηρεί κανείς από αυτόν, σκοπιά
3. μτφ. αντιξοότητα, κακοτυχία
4. φρ. «σκοπέλου τέλος» — ειδικός φόρος για τη συντήρηση τών πύργων παρατήρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το σκοπός «επιβλέπων, παρατηρητής» (βλ. λ. σκέπτομαι) με επίθημα -ελος (πρβλ. νέφος: νεφ-έλη). Η λ. είχε τη σημ. του υψώματος, του βράχου απ' όπου μπορούσε κάποιος να κατοπτεύει (πρβλ. σκοπιά)].
Greek Monotonic
σκόπελος: ὁ (σκοπέω), τόπος που είναι κατάλληλος για να παρατηρεί κάποιος απ' αυτόν, παρατηρητήριο, ψηλός βράχος ή κορυφή, κορφοβούνι, ακρωτήριο ή υπερυψωμένος και απόκρημνος παραθαλάσσιος τόπος, σκόπελος, Λατ. scopulus, σε Όμηρ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: cliff, rock, mountain-peak (mostly ep. poet. Β 396), watch-tower (pap.), -ον n. earth wall, hill (LXX).
Derivatives: σκοπελ-ίζω to set up a watch-tower with -ισμός m. (Ulp. in Dig.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The prob. later meaning watch-tower originated clearly through the association with σκοπ-ός, -ιά, -έω, but also in the sense of clif, rock one has since antiquity connected the word with σκοπός, -έω and interpreted as "look out", an etymolog, which because of its good achoring in the Greek vocabulary seems to earn preference above the connection with IE *skep- cut (Solmsen Wortforsch. 210 f.; cf. σκέπαρνος [but se s.v.] and κόπτω). Cf. also Chantraine Form. 244 w. lit. -- An agreeing Illyr. *skapela- cliff Krahe PBBeitr. 69, 486 ff. wants to find in the river-name Schefflenz (OHG Scaflenza from *Scapi-lantia); cf. on this Porzig Gliederung 150 f. Lat. LW [loanword] scopulus. -- An IE root *skep- cut seems not to exist. That a word for cliff, rock developed from watch-tower may be possible in reality but is linguistically not very probable.
Middle Liddell
σκόπελος, ὁ, σκοπέω
a look-out place, a peak, headland or promontory, Lat. scopulus, Hom., etc.
Frisk Etymology German
σκόπελος: {skópelos}
Grammar: m.
Meaning: Klippe, Fels, Bergspitze (vorw. ep. poet. seit Β 396), Warte, Wartturm (Pap.), -ον n. Erdwall, Hügel (LXX).
Derivative: Davon σκοπελίζω eine Warte einrichten mit -ισμός m. (Ulp. in Dig.).
Etymology: Die mutmaßlich spätere Bed. Warte, Wartturm wurde offenbar durch die Assoziation mit σκοπός, -ιά, -έω veranlaßt, aber auch im. Sinn von Klippe, Fels hat man seit dem Altertum das Wort mit σκοπός, -έω verbunden und als "Warte" gedeutet, eine Etymologie, die wegen ihrer guten Verankerung im griech. Wortschatz vor der Anknüpfung an idg. sqep- schneiden (Solmsen Wortforsch. 210 f.; vgl. σκέπαρνος und κόπτω) den Vorzug zu verdienen scheint. Vgl. noch Chantraine Form. 244 m. Lit. — Ein entsprechendes illyr. *skapela- Klippe will Krahe PBBeitr. 69, 486 ff. im Flußnamen Schefflenz (ahd. Scaflenza aus *Scapi-lantia) erkennen; vgl. dazu Porzig Gliederung 150 f. Lat. LW scopulus.
Page 2,737
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=τόπος γιά σκοπιά, ψηλός καί ἀπόκρημνος βράχος, ἀκρωτήρι). Πιθανόν ἀπό τό σκοπέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.