προοράω: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> προόψομαι, <i>ao.2</i> [[προεῖδον]], <i>pf.</i> προεόρακα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> [[voir en avant]] :<br /><b>1</b> voir devant soi, acc.;<br /><b>2</b> prévoir, connaître d'avance, acc.;<br /><b>II.</b> [[pourvoir à]] ; prendre soin de, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προοράομαι]], [[προορῶμαι]];<br /><b>1</b> [[regarder devant soi]];<br /><b>2</b> [[prévoir pour soi]];<br /><b>3</b> pourvoir à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁράω]]. | |btext=<i>f.</i> προόψομαι, <i>ao.2</i> [[προεῖδον]], <i>pf.</i> προεόρακα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> [[voir en avant]] :<br /><b>1</b> [[voir devant soi]], acc.;<br /><b>2</b> prévoir, connaître d'avance, acc.;<br /><b>II.</b> [[pourvoir à]] ; prendre soin de, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προοράομαι]], [[προορῶμαι]];<br /><b>1</b> [[regarder devant soi]];<br /><b>2</b> [[prévoir pour soi]];<br /><b>3</b> [[pourvoir à]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:30, 7 December 2022
English (LSJ)
fut. πρόψομαι: pf. προεόρᾱκα: (cf. προεῖδον):—A see before one, look forward to, τὰ ἔμπροσθεν Id.HG4.3.23; see what is just before the eyes, Th.7.44: abs., look before one or forward, εἰς τὸ πρόσθεν Arist.HA524a14; ὀφθαλμοῖς π. X.Cyr.4.3.21. 2 foresee, τὸ μέλλον γίνεσθαι Hdt.5.24, etc.; π. ὀλίγα περὶ τοῦ μέλλοντος X.Cyr.3.2.15; ἑαυτοῖς τὸ ἐπιόν Id.Smp.4.5; πρὸ τῶν πραγμάτων π. οὐδέν D.4.41, cf. 54.19 (Pass.): abs., π. διανοίᾳ Arist.Pol.1252a32. 3 c. gen., take thought or care, make provision for…, σεωυτοῦ Hdt.5.39; τοῦ σίτου Id.3.159; ἐκείνων προορῶν, ὅκως… ἔχωσι Id.2.121. α': abs., τὸ προορᾶν… σευ your thoughtfulness, Id.9.79. 4 see previously, Act.Ap. 21.29. II Med., with pf. and plpf. Pass., look before one, δυοῖν ὀφθαλμοῖν προεωρᾶτο X.Cyr.4.3.21 (s. v.l.). 2 foresee, ἐς οἷα φέρονται Th.5.111; τὸν πόλεμον D.5.24. 3 provide for, τὸ ἐφ' ἑαυτῶν Th.1.17; ταῦτα Pl.R.499a; πάνθ' ἃ προσήκει D.6.8, etc.; make provision, περὶ τῶν μελλόντων Lys.33.7; πρός τι D.S.20.102; π. μή c.inf., cavere ne…, D.25.11.
German (Pape)
[Seite 737] (s. ὁράω), vorwärts od. vor sich hinsehen, in die Ferne sehen; Hom. nur im aor. II. προεῖδον, προϊδεῖν, προϊδών, Od. 5, 393, med., 13, 155 u. sonst, immer räumlich, in der Ferne sehen, wie auch Hes. Sc. 386; μὴ προορᾶν τοὺς ἔμπροσθεν, Xen. Hell. 4, 3, 15. – Von der Zeit, Zukünftiges vorhersehen, ἐσσόμενον προϊδεῖν, Pind. N. 1, 27; τὰ μέλλοντα προορῶν, Plat. Legg. III, 691 d; ἃ ἐγὼ πάλαι προορῶν ἐφοβούμην, Rep. V, 453 d; προορᾶτε πρὸ τῶν πραγμάτων οὐδέν, Dem. 4, 41, wo er hinzusetzt πρὶν ἂν ἢ γεγενημένον ἢ γιγνόμενόν τι πύθησθε; öfter, auch Folgde. – Dah. Vorsorge haben, vorsichtig sein, Her. 9, 17; Fürsorge tragen für Einen, für ihn sorgen, τινός, 2, 121; ἑωυτοῦ, für sich selbst, 5, 39; προείδετε ἡμέων, 8, 144; u. so auch im med., τὸ ἐφ' ἑαυτῶν, Thuc. 1, 17; προειδόμενοι, 4, 64 (mit dem augm., wie Aesch. 1, 165 u. als v.l. auch Dem. 19, 233); Xen. Cyr. 4, 3, 21. 8, 6, 1; προΐδηται, Xen. An. 6, 1, 4; τοῦ μὴ παθεῖν ταῦτα προϊδέσθαι, D. Hal.; Pol. u. a. Sp. ganz gewöhnlich im med.
French (Bailly abrégé)
f. προόψομαι, ao.2 προεῖδον, pf. προεόρακα, etc.
I. voir en avant :
1 voir devant soi, acc.;
2 prévoir, connaître d'avance, acc.;
II. pourvoir à ; prendre soin de, gén.;
Moy. προοράομαι, προορῶμαι;
1 regarder devant soi;
2 prévoir pour soi;
3 pourvoir à, acc..
Étymologie: πρό, ὁράω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-οράω, aor. προεῖδον, inf. προιδεῖν, ptc. προϊδών, Aeol. inf. aor. act. προΐδην vóór zich zien, in de verte zien:; ὀξὺ μάλα προϊδών heel scherp in de verte turend Od. 5.393; π. τὰ ἔμπροσθεν zien wat voor je ligt Xen. Hell. 4.3.23; ook med.. ὁππότε κεν δὴ πάντες ἐλαυνομένην προΐδονται wanneer allen (het schip) in de verte zien varen Od. 13.155. eerder zien:; πολλὰ... φασι... ἵππον ἀνθρώπῳ τοῖς ὀφθαλμοῖς προορῶντα δηλοῦν men zegt dat een paard een mens veel dingen aanduidt met zijn ogen omdat hij ze eerder ziet Xen. Cyr. 4.3.21; voorzien:; τὸ μέλλον γίγνεσθαι π. voorzien wat gaat gebeuren Hdt. 5.24.1; εἰ δὲ προϊδεῖν ἦν τότε als men het toen had kunnen voorzien Plat. Lg. 691b; τὸ δυνάμενον τῇ διανοίᾳ προορᾶν het wezen dat met zijn verstand vooruit kan zien Aristot. Pol. 1252a32; ook med.. προορᾶσθαι... ἐς οἷα φέρονται tevoren zien waarin zij terecht zouden komen Thuc. 5.111.3. voorzieningen treffen, zorg dragen; met gen., met ὅπως + conj..; ἐκείνων προορῶν, ὅκως βίον ἄφθονον ἔχωσι zorg voor hen dragend, dat zij in overvloed konden leven Hdt. 2.121α2; ὅτι προείδετε ἡμέων οἰκοφθορημένων dat jullie voor ons hebt gezorgd nu we van huis en haard beroofd zijn Hdt. 8.144.3; ook med.. τὸ ἐφ’ ἑαυτῶν μόνον προορώμενοι alleen voor hun eigenbelang zorgend Thuc. 1.17; περὶ τῶν μελλόντων προορᾶσθαι voorzieningen treffen voor de toekomst Lys. 33.7.
Russian (Dvoretsky)
προοράω: тж. med. (impf. προεώρων, fut. προόψομαι, aor. 2 προεῖδον, pf. προεώρᾱκα - в знач. «знать заранее» πρόοιδα; ион. part. pf. προορέων; adj. verb. προοπτέος)
1 видеть раньше: ἐὰν μὴ τύχῃ προεωρακώς Arst. если ему не случалось видеть (этого) раньше;
2 глядеть вперед, разглядывать (τὰ ἔμπροσθεν Xen.; εἰς τὸ πρόσθεν Arst.): δυοῖν ὀφθαλμοῖν π. Xen. глядеть в оба;
3 видеть впереди, замечать перед собой (τὴν ὄψιν τοῦ σώματος Thuc.; τινα NT);
4 предвидеть, знать заранее (τὸ μέλλον Her. и τὰ μέλλοντα Arst., Plut.; διανοίᾳ τι Arst.);
5 предусматривать, заботиться, принимать меры (на будущее): π. ἑωυτοῦ Her. заботиться о себе самом; τὸ ἐφ᾽ ἑαυτῶν μόνον προορώμενοι Thuc. заботящиеся только о своих интересах; τοῦ σίτου προορέωντες Her. для сбережения продовольствия; περὶ τῶν μελλόντων προορᾶσθαι Lys. принимать меры на будущее.
Greek (Liddell-Scott)
προοράω: μέλλ. προόψομαι· πρκμ. προεόρᾱκα· (πρβλ. ἀόρ. προεῖδον). Βλέπω ἔμπροσθέν μου, βλέπω πρὸς τὰ ἐμπρός, τὰ ἔμπροσθεν Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 23· βλέπω τὰ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, Θουκ. 7. 44· ἀπολ., βλέπω πρὸς τὰ ἐμπρός, εἰς τὸ πρόσθεν· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 12· ὀφθαλμοῖς πρ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21. 2) προβλέπω, τὸ μέλλον Ἡρόδ. 5. 24, καὶ ἐν τῷ πεζῷ, Ἀττικῷ λόγῳ, πρ. ὀλίγα περὶ τοῦ μέλλοντος Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15· ἑαυτοῖς τὸ ἐπιὸν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 5· πρ. τῶν πραγμάτων οὐδὲν Δημ. 52. 4, πρβλ. 1262. 28· πρ. τι διανοίᾳ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 2· ― ἀπολ., τὸ προορᾶν... σεῦ, ἡ πρόβλεψίς σου, Ἡρόδ. 9. 79. 3) μετὰ γεν. προνοῶ, φροντίζω, ἢ τοι σύ γε σεαυτοῦ μὴ προορᾷς, ἀλλ’ ἡμῖν τοῦτό ἐστιν οὐ περιοπτέον ὁ αὐτ. 5. 39 τοῦ σίτου ὁ αὐτ. 3. 159· ἐκείνων προορέων, ὅκως… ἔχωσι ὁ αὐτ. 2. 121, 1. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ. παθ., βλέπω ἐμπρός, δυοῖν ὀφθαλμοῖν προεορᾶτο (ἐπὶ κενταύρου) Ξεν Κύρ. 4. 3, 21. 2) προβλέπω, ἐς οἷα φέρονται Θουκ. 5. 111· τὸν πόλεμον Δημ. 63. 11. 3) προβλέπω, φροντίζω περί τινος, τὸ ἐφ’ ἑαυτῶν Θουκ. 1. 17· ταῦτα Πλάτ. Πολ. 499Β πάνθ’ ἃ προσήκει Δημ. 67. 24· περί τινος Λυσί. 915. 2· πρός τι Διόδ. 20. 102· πρ. μή..., cavere ne…, Δημ. 773. 1.
English (Slater)
προοράω foresee πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται (N. 1.27) τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (supp. Snell: προιδ[ὼ]ν G-H.) fr. 140a. 49 (23).
English (Strong)
from πρό and ὁράω; to behold in advance, i.e. (actively) to notice (another) previously, or (middle voice) to keep in (one's own) view: foresee, see before.
English (Thayer)
προορῶ; perfect participleπροεωρακως; imperfect middle (προωρώμην, and without augment (see ὁμοιόω, at the beginning) προορωμην L T Tr WH; from Herodotus down;
1. to see before (whether as respects place or time): τινα, to keep before one's eyes: metaphorically, τινα, with ἐνώπιον μου added, to be mindful of one always, Psalm 15:(xvi.)8.
Greek Monotonic
προοράω: μέλ. -όψομαι, παρακ. -εόρᾱκα· (πρβλ. αορ. βʹ προεῖδον),
I. 1. βλέπω πριν από κάποιον, βλέπω αυτά ακριβώς που είναι μπροστά στα μάτια μου, σε Θουκ.· προσβλέπω σε κάτι, σε Ξεν.· απόλ., κοιτάζω μπροστά ή προς τα εμπρός, στον ίδ.
2. βλέπω μπροστά, προβλέπω, τὸμέλλον, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., τὸ προορᾶν σευ, η πρόβλεψή σου, σε Ηρόδ.
3. με γεν., προνοώ ή κάνω πρόβλεψη για, στον ίδ.
II. 1. στην Αττ. επίσης σε Μέσ., με Παθ. παρακ. και υπερσ., κοιτάζω μπροστά, σε Ξεν.
2. προβλέπω, σε Θουκ., Δημ.
3. φροντίζω για, σε Θουκ., Δημ.
Middle Liddell
fut. -όψομαι perf. -εόρᾱκα [cf. aor2 προεῖδον
I. to see before one, see what is just before the eyes, Thuc.: to look forward to, Xen.:—absol. to look before one or forward, Xen.
2. to see before, foresee, τὸ μέλλον Hdt., attic:—absol., τὸ προορᾶν σευ your foresight, Hdt.
3. c. gen. to provide or make provision for, Hdt.
II. in attic also in Mid., with perf. and plup. pass., to look before one, Xen.
2. to foresee, Thuc., Dem.
3. to provide for, Thuc., Dem.
Chinese
原文音譯:proe‹don 普羅-誒端
詞類次數:連詞(2)
原文字根:前-覺察到
字義溯源:先見,預先看明,預知;由(πρό)*=前)與(οἶδα)*=看見)組成
出現次數:總共(2);徒(1);加(1)
譯字彙編:
1) 既然預先看明(1) 加3:8;
2) 他既預先看明(1) 徒2:31
原文音譯:proor£w 普羅-哦拉哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:前-看見
字義溯源:曾看見,看見;由(πρό)*=前)與(εἶδον / ὁράω)*=凝視)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 曾看見(1) 徒21:29;
2) 我看見(1) 徒2:25