λήθαργος: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(ἐπίθ.=[[νωθρός]], οὐσ.=[[βαθύς]] [[ὕπνος]]). Ἀπό τό [[λήθη]] + [[ἀργός]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[λανθάνω]]. | |mantxt=(ἐπίθ.=[[νωθρός]], οὐσ.=[[βαθύς]] [[ὕπνος]]). Ἀπό τό [[λήθη]] + [[ἀργός]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[λανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[lethargic]]=== | |||
Bulgarian: сънлив, отпуснат, апатичен; Catalan: letàrgic; Chinese Mandarin: 昏睡的; Finnish: unelias, veltto, vetelä; French: [[mollasson]], [[léthargique]]; Ancient Greek: [[λήθαργος]], [[ληθαργικός]]; Italian: [[letargico]]; Maori: ārangirangi; Portuguese: [[letárgico]]; Russian: [[вялый]], [[апатичный]]; Sanskrit: अलस; Spanish: [[tardo]], [[letárgico]]; Swedish: letargisk; Telugu: మందకొడి; Tocharian B: ālase | |||
}} | }} |
Revision as of 09:34, 28 January 2024
English (LSJ)
λήθαργον, (λήθη)
A forgetful, c.gen., ib.5.151 (Mel.), 12.80 (Id.): abs., Men. 1029, Phld.Rh.1.6 S.:—later word for ἐπιλήσμων, acc. to Phryn. 390.
2 lethargic, ἀλήθαργος (sic) εἰς ὕπνον ἐφερόμην POxy.1381.100 (ii A.D.).
II as substantive, ὁ and ἡ, lethargy, Hp.Morb.2.65, al., Lyc.241, Ant.Lib.23.2, Gal.10.931, Paul.Aeg.3.9: in plural, Arist. Somn.Vig.457a3, Chrysipp.Stoic.3.57; coupled with μελαγχολία, ibid.
b lethargic fever, Hp.Aph.3.30. Cf. λαίθαργος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. léthargique;
II. p. ext. 1 qui oublie, oublieux;
2 lent, paresseux (animaux);
3 sournois, perfide (chien).
Étymologie: λήθη, ἀργός².
German (Pape)
ον,
1 vergessend, nach Phryn. p. 418 bei Men. und andere Spätere, = dem älteren ἐπιλήσμων; vgl. Mel. 90 (V.152) λήθ. φιλούντων, auch κακῶν, 55 (XII.801, und Lobeck zu Phryn. a.a.O. – Von Hunden, tückisch, Zenob. 4.90, προσσαίνων μέν, λάθρα δὲ δάκνων, wie Schol. Ar. Eq. 1028 auch von Pferden, stätisch, οἱ νωθροὶ ἵπποι, s. λαίθαργος.
2 subst. ὁ λ., Schlafsucht, Hippocr.; Emp. adv.eth. 136; Lycophr. 241.
Russian (Dvoretsky)
λήθαργος:
I арх. λαίθαργος 2
1 погруженный в забвение, забывший, не помнящий (κακῶν Anth.);
2 исподтишка кусающийся, коварный (κυναλώπηξ Arph.).
II ὁ (sc. ὕπνος) глубокий сон, забытье Plut., Sext.: ἐν τοῖς ληθάργοις Arst. в глубоком сне, в полном забытьи.
Greek (Liddell-Scott)
λήθαργος: -ον, (λήθη) ὁ τῇ λήθῃ ταχύς, ἐπιλήσμων, Ἡσύχ. 2) μετὰ γεν., ἐπιλήσμων τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - λέξις μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ ἐπιλήσμων, Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ κατάστασις, ὁ λήθαργος, Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. λαίθαργος.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α λήθαργος)
νάρκη, βύθισμα
νεοελλ.
1. ιατρ. μη φυσιολογικά βαθύς και συνεχής ύπνος, από τον οποίο ο ασθενής αφυπνίζεται δύσκολα και μόνο προσωρινά και ο οποίος παρουσιάζεται σε ορισμένες νόσους που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα
2. βοτ. α) ανενεργό στάδιο που εμφανίζουν συχνά τα σπέρματα, τα σπόρια και οι οφθαλμοί τών φυτών και κατά τη διάρκεια του οποίου αναστέλλονται οι διαδικασίες αύξησης και ανάπτυξης
β) στάδιο μη βλαστητικότητας που εμφανίζεται στα σπέρματα τών περισσότερων φυτών και που είναι γνωστότερο ως λήθαργος τών σπερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρχ. επιθ. λήθαργος].
(II)
λήθαργος, -ον (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που λησμονεί κάτι εύκολα, ταχύς στη λήθη, επιλήσμων
2. (κατά τον Ησύχ.) «λήθαργος
ὁ ἐπίβουλος, καὶ κύων ὁ προσαίνων μέν, λάθρα δὲ δάκνων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. λήθη) + ἀργός. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. ληθ- του λανθάνω αναλογικά προς το πόδαργος. Τέλος, η άποψη που ανάγει τον τύπο σε αρχικό αμάρτυρο λήθ-αλγος «αυτός που πάσχει από λήθη» φαίνεται ελάχιστα πιθανή. Μαρτυρείται και όν. σκύλου Λήθαργος, που ταιριάζει στην ερμηνεία που δίνει ο Ησύχιος].
Greek Monotonic
λήθαργος: -ον (λήθη)·
I. αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, ξεχασιάρης· με γεν., αυτός που λησμονεί κάτι ή κάποιον, σε Ανθ.
II. ως ουσ., η κατάσταση του λήθαργου, πολύ βαθύς ύπνος, νάρκη, κώμα, σε Αριστ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m., f., also pl.
Meaning: lethargy, lethargic fever (Hp., Arist., Chrysipp. Stoic.), also as adj. forgetful (Men., AP ).
Derivatives: ληθαργ-ικός affected by lethargy, lethargic (medic., AP), -ώδης id. (Dsc., Gal.), -ία lethargy (Kom. Adesp.), -έω be forgaful (pap., inscr.). Unclear ἀλήθαργος POxy. 1381, 100 (liter. text IIp).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. as prop. adjective (scil. νόσος, πυρετός). Analysed as λήθ-αργος, which would have meant "through forgetfulness inactive or slow", "was für die Krankheit nicht ganz einleuchtet" (Frisk). An original *λήθ-αλγος "suffering of forgetfulness' or "making forget the suffering' is also not immediately clear. - Cf. λαίθαργος, which shows that the word is Pre-Greek; so the considerations are useless.
Middle Liddell
λήθαργος, ον λήθη
I. forgetful: c. gen. forgetful of, Anth.,
II. as substantive lethargy, Arist.
Frisk Etymology German
λήθαργος: {lḗthargos}
Grammar: m., f., auch pl.
Meaning: schlummerähnlicher Zustand, Lethargie, lethargisches Fieber (Hp., Arist., Chrysipp. Stoik. usw.), auch als Adj. vergeßlich (Men., AP u. a.).
Derivative: Davon ληθαργικός von Lethargie betroffen, lethargisch (Mediz., AP), -ώδης ib.. (Dsk., Gal.), -ία Lethargie (Kom. Adesp.), -έω ‘ver- geßlich sein’ (Pap., Inschr.). Unklar ἀλήθαργος POxy. 1381, 100 (liter. Text IIp).
Etymology: Wohl als eig. Adjektiv (scil. νόσος, πυρετός) in λήθαργος zu zerlegen, das zunächst als "durch Vergeßlichkeit untätig od. träge" zu verstehen wäre, was für die Krankheit nicht ganz einleuchtet. Ein ursprüngl. *λήθαλγος "an Vergeßlichkeit leidend' oder "das Leiden vergessen machend' ist ebensowenig unmittelbar verständlich. — Vgl. λαίθαργος.
Page 2,115
Mantoulidis Etymological
(ἐπίθ.=νωθρός, οὐσ.=βαθύς ὕπνος). Ἀπό τό λήθη + ἀργός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λανθάνω.
Translations
lethargic
Bulgarian: сънлив, отпуснат, апатичен; Catalan: letàrgic; Chinese Mandarin: 昏睡的; Finnish: unelias, veltto, vetelä; French: mollasson, léthargique; Ancient Greek: λήθαργος, ληθαργικός; Italian: letargico; Maori: ārangirangi; Portuguese: letárgico; Russian: вялый, апатичный; Sanskrit: अलस; Spanish: tardo, letárgico; Swedish: letargisk; Telugu: మందకొడి; Tocharian B: ālase