ἐφορμίζω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] ιῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[bring]] a [[ship]] to its moorings (ὅρμοσ):—Mid. and Pass. to [[come]] to [[anchor]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. in Act. to [[seek]] [[refuge]] in a [[place]], c. dat., Anth.
|mdlsjtxt=Attic ιῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[bring]] a [[ship]] to its moorings (ὅρμοσ):—Mid. and Pass. to [[come]] to [[anchor]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. in Act. to [[seek]] [[refuge]] in a [[place]], c. dat., Anth.
}}
}}

Revision as of 13:11, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφορμίζω Medium diacritics: ἐφορμίζω Low diacritics: εφορμίζω Capitals: ΕΦΟΡΜΙΖΩ
Transliteration A: ephormízō Transliteration B: ephormizō Transliteration C: eformizo Beta Code: e)formi/zw

English (LSJ)

(ὅρμος)
A bring a ship to her moorings, bring to shore, in Med., ἀμφὶ ταύτην θῖνα AP7.636 (Crin.):—Med. and Pass., come to anchor, ἐς [λιμένα] Th.4.8:—in Med. also, = ἐφορμέω, -ορμιούμενος τοῖς πολεμίοις App.BC5.108.
II intr. in Act., seek refuge in, [ἔλαφοι] ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν AP9.244 (Apollonid.), cf. 254 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1123] das Schiff in die Bucht einlaufen lassen, u. med. in den Hafen einlaufen, ἐς λιμένα, Thuc. 4, 8; bei App. B. C. 5, 108, ὡς ἐφορμιούμενος τοῖς πολεμίοις, blokirend, = ἐφορμέω, auch wie das act., ἀμφὶ δὲ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρμίσατο Crinag. 39 (VII, 636). – Intr., ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, sie gingen zu den Flüssen, Apolldns. 15 (IX, 244); ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν ἐφώρμισα Philp. 65 (IX, 254), ich nehme zu fremden Kindern meine Zuflucht.

French (Bailly abrégé)

f. ἐφορμίσω, att. ἐφορμιῶ;
aborder : ἐς λιμένα THC à un port.
Étymologie: ἐπί, ὁρμίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφορμίζω: (fut. ἐφορμίσω - атт. ἐφορμιῶ)
1 подплывать, приплывать (ποταμοῖσιν Anth.);
2 med. (о судах) входить, становиться на якорь (ἐς λιμένα Thuc.);
3 med. (к берегу) прибивать, пригонять (τινα ἀμφὶ τὴν θῖνα Anth.);
4 искать убежища, прибегать (ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφορμίζω: φέρω τὸ πλοῖον εἰς ὅρμον, φέρω εἰς τὴν ἀκτήν, ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., ἔρχομαι εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. ἐφορμέω ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, = ἐφορμέω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ καταφύγιον ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.

Greek Monolingual

ἐφορμίζω) [[[έφορμος]] II]
1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω
2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι
εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω
αρχ.
1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι
2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἐφορμίζω: Αττ. -ιῶ,
I. φέρνω πλοίο στο λιμάνι, προσορμίζω (ὅρμος) — Μέσ. και Παθ., έρχομαι στο λιμάνι, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, προσλιμενίζομαι, σε Θουκ.
II. αμτβ., στην Ενεργ., αναζητώ καταφύγιο σ' έναν τόπο, προσφεύγω, καταφεύγω, με δοτ., σε Ανθ.

Middle Liddell

Attic ιῶ
I. to bring a ship to its moorings (ὅρμοσ):—Mid. and Pass. to come to anchor, Thuc.
II. intr. in Act. to seek refuge in a place, c. dat., Anth.