πορθέω: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=portheo
|Transliteration C=portheo
|Beta Code=porqe/w
|Beta Code=porqe/w
|Definition=collat. form of [[πέρθω]] (more used in Prose),<br><span class="bld">A</span> [[destroy]], [[ravage]], [[plunder]], πόλεας καὶ τείχεα Il.4.308; ἀνδρῶν ἀγρούς Od.14.264; τοὺς χώρους [[Herodotus|Hdt.]]3.58; πόλιν A.''Th.''583, etc.; Φοινίκην Isoc.9.62; τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν X.''HG''6.5.27; τὴν ἤπειρον Th.8.57; τὴν χώραν λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι D.S.12.34; π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ath.12.523b:—Pass., πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο [[Herodotus|Hdt.]] 1.84; ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Isoc.10.49; τἀργύρια πορθεῖται [[is carried off]], Eup.155.<br><span class="bld">2</span> in pres. and impf., sometimes [[endeavour to destroy]], [[besiege]] a town, [[Herodotus|Hdt.]]1.162, Decr. ap. D.18.164, D.S.12.34, 15.4.<br><span class="bld">3</span> of persons, [[destroy]], [[ruin]], θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς A.''Th.''583; φίλους E.''Fr.'' 605: abs., [[do havoc]], Id.''Andr.''633: especially in Pass., αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν… πορθούμεθα. A.''Th.''194; κατ' ἄκρας… ὡς πορθούμεθα Id.''Ch.''691; of women, κόραι βία πρὸς ἀνδρῶν πορθούμεναι E.''Ph.''565; <b class="b3">σκόροδα πορθούμενος</b> [[robbed]] of them, Com. phrase in [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''164.
|Definition=collat. form of [[πέρθω]] (more used in Prose),<br><span class="bld">A</span> [[destroy]], [[ravage]], [[plunder]], πόλεας καὶ τείχεα Il.4.308; ἀνδρῶν ἀγρούς Od.14.264; τοὺς χώρους [[Herodotus|Hdt.]]3.58; πόλιν A.''Th.''583, etc.; Φοινίκην Isoc.9.62; τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν X.''HG''6.5.27; τὴν ἤπειρον Th.8.57; τὴν χώραν λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι [[Diodorus Siculus|D.S.]]12.34; π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ath.12.523b:—Pass., πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο [[Herodotus|Hdt.]] 1.84; ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Isoc.10.49; τἀργύρια πορθεῖται [[is carried off]], Eup.155.<br><span class="bld">2</span> in pres. and impf., sometimes [[endeavour to destroy]], [[besiege]] a town, [[Herodotus|Hdt.]]1.162, Decr. ap. D.18.164, [[Diodorus Siculus|D.S.]]12.34, 15.4.<br><span class="bld">3</span> of persons, [[destroy]], [[ruin]], θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς A.''Th.''583; φίλους E.''Fr.'' 605: abs., [[do havoc]], Id.''Andr.''633: especially in Pass., αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν… πορθούμεθα. A.''Th.''194; κατ' ἄκρας… ὡς πορθούμεθα Id.''Ch.''691; of women, κόραι βία πρὸς ἀνδρῶν πορθούμεναι E.''Ph.''565; <b class="b3">σκόροδα πορθούμενος</b> [[robbed]] of them, Com. phrase in [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''164.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθέω Medium diacritics: πορθέω Low diacritics: πορθέω Capitals: ΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: porthéō Transliteration B: portheō Transliteration C: portheo Beta Code: porqe/w

English (LSJ)

collat. form of πέρθω (more used in Prose),
A destroy, ravage, plunder, πόλεας καὶ τείχεα Il.4.308; ἀνδρῶν ἀγρούς Od.14.264; τοὺς χώρους Hdt.3.58; πόλιν A.Th.583, etc.; Φοινίκην Isoc.9.62; τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν X.HG6.5.27; τὴν ἤπειρον Th.8.57; τὴν χώραν λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι D.S.12.34; π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ath.12.523b:—Pass., πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο Hdt. 1.84; ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Isoc.10.49; τἀργύρια πορθεῖται is carried off, Eup.155.
2 in pres. and impf., sometimes endeavour to destroy, besiege a town, Hdt.1.162, Decr. ap. D.18.164, D.S.12.34, 15.4.
3 of persons, destroy, ruin, θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς A.Th.583; φίλους E.Fr. 605: abs., do havoc, Id.Andr.633: especially in Pass., αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν… πορθούμεθα. A.Th.194; κατ' ἄκρας… ὡς πορθούμεθα Id.Ch.691; of women, κόραι βία πρὸς ἀνδρῶν πορθούμεναι E.Ph.565; σκόροδα πορθούμενος robbed of them, Com. phrase in Ar.Ach.164.

German (Pape)

[Seite 683] (s. πέρθω), zerstören, verwüsten; πόλιας καὶ τείχε' ἐπόρθουν, Il. 4, 308; ἀνδρῶν ἀγρούς, Od. 14, 264; Τρωΐαν, Pind. N. 4, 20; πόλιν καὶ θεούς, Aesch. Spt. 565; αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα, 176; χρημάτων ἐκ δόμων πορθουμένων, Suppl. 438; τὰ Τροίας πεδία, Soph. Phil. 908, u. öfter, wie Eur., der auch vrbdt κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πεπορθημένας, mit Gewalt entehrt, geschändet, Phoen. 568; u. in Prosa, Her. u. A.; ὡς πορθουμένης τῆς πατρίδος, Plat. Legg. VII, 806 b; auch = eine Stadt belagern, Her. 1, 162, D. Sic. 15, 4; übtr. πορθεῖταί τις ὑπὸ τῆς τοιαύτης προλήψεως, S. Emp. adv. eth. 129.

French (Bailly abrégé)

πορθῶ :
1 saccager, piller, dévaster ; en parl. de pers. outrager, maltraiter, ruiner;
2 assiéger.
Étymologie: πέρθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορθέω [~ πέρθω] Ion. imperf. med. 3 sing. ἐπορθέετο met acc. v. zaak verwoesten, plunderen; praes. en imperf. soms ook conatief belegeren:. χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε door wallen op te werpen tegen de muren belegerde hij het Hdt. 1.162.2. met acc. v. pers. vernietigen:; θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς πορθεῖν de goden van onze stam vernietigen Aeschl. Sept. 583; spec. pass. verkracht worden:. ὄψει... κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας je zult zien dat jonge vrouwen door de vijand met geweld worden verkracht Eur. Phoen. 565.

Russian (Dvoretsky)

πορθέω:
1 разрушать, разорять (πόλιας καὶ τείχεα Hom.; πόλιν καὶ θεούς Aesch.);
2 опустошать (τοὺς χώρους Her.; τὰ πεδία Soph.; τὴν ἤπειρον Thuc.);
3 уничтожать, истреблять (θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Aesch.);
4 осаждать, брать приступом (sc. τὰς πόλιας Her.);
5 осквернять, насиловать (κόραι βίᾳ πορθούμεναι Eur.).

English (Autenrieth)

(πέρθω), ipf. (ἐ)πόρθεον, fut. πορθήσω: lay waste, devastate.

English (Slater)

πορθέω = πέρθω, destroy Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας (N. 4.26)

English (Strong)

prolongation from pertho (to sack); to ravage (figuratively): destroy, waste.

English (Thayer)

imperfect ἐπόρθουν; 1st aorist participle πορθήσας; (πέρθω, πεπορθα, to lay waste); from Homer down; to destroy, to overthrow (R. V. uniformly to make havock): τινα, τήν ἐκκλησίαν, τήν πίστιν, ibid. 23.

Greek Monotonic

πορθέω: μέλ. -ήσω, ισοδύν. τύπος του πέρθω,
1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, αφανίζω, λεηλατώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ.
2. σε ενεστ. και παρατ., προσπαθώ να καταστρέψω, πολιορκώ μια πόλη, σε Ηρόδ.· καταστρέφω, λεηλατώ, ερειπώνω, σε Αισχύλ. — Παθ., καταστρέφομαι, ερειπώνομαι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πορθέω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ πέρθω (ἐν μείζονι χρήσει παρὰ τοῖς πεζογράφοις) καταστρέφω, ἐξολοθρεύω, ἀφανίζω, λαφυραγωγῶ, πόλιας καὶ τείχεα Ἰλ. Δ. 308 ἀνδρῶν ἀγροὺς Ὀδ. Ξ. 264· τοὺς χώρους Ἡρόδ. 3. 58· πόλιν... καὶ θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 582· συχν. παρὰ τοῖς Τραγ.· τὴν Σελλασίαν κάειν καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 27· τὴν ἤπειρον Θουκ. 8. 57· π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ἀθήν. 523Α. ― Παθ., πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο Ἡρόδ. 84 ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Ἰσοκρ. 217D· τἀργύρια πορθεῖται, λῃστεύονται, Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 19. 2) κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐνίοτε, προσπαθῶ νὰ καταστρέψω, πολιορκῶ πόλιν τινά, Ἡρόδ. 1. 162, κτλ., πρβλ. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 282. 12, Διόδ. 12. 34., 15. 4. 3) καταστρέφω, ἀφανίζω, συλῶ, ἀπογυμνῶ, θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 583· φίλους Εὐρ. Ἀποσπ. 608· ― ἀπολ., ἐπιφέρω ὄλεθρον, φθοράν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 634· ― μάλιστα ἐν τῷ παθ., αὐτοὶ ὑφ’ αὐτῶν... πορθούμεθα Αἰσχύλ. Θήβ. 194· κατ’ ἄκρας ὡς πορθούμεθα! ὁ αὐτ. ἐν Χο. 691· ― ἐπὶ γυναικῶν, κόραι βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πορθούμεναι Εὐρ. Φοίν. 565, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 340Α· πορθούμενος σκόροδα, κωμικὴ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 164.

Frisk Etymological English

See also: s. πέρθω.

Middle Liddell

1. collat. form of πέρθω, to destroy, ravage, waste, plunder, Hom., Hdt., Trag.
2. in pres. and imperf. to endeavour to destroy, to besiege a town, Hdt.:—to destroy, despoil, ruin, Aesch.:—in Pass. to be ruined, undone, Eur.

Frisk Etymology German

πορθέω: {porthéō}
See also: s. πέρθω.
Page 2,580

Chinese

原文音譯:porqšw 坡而帖哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:蹂躪
字義溯源:蹂躪,荒廢,毀滅,強奪,殘害;源自(Πέργη)X*=劫掠)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(3);徒(1);加(2)
譯字彙編
1) 殘害(2) 徒9:21; 加1:13;
2) 他⋯殘害(1) 加1:23

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=καταστρέφω, ἐκπορθῶ). Εἶναι ἰσοδύναμο μέ τό πέρθω.
Παράγωγα: πόρθημα, πόρθησις, ἐκπόρθησις, πορθητής, πορθητήριος, πορθητικός, πορθήτωρ, πορθητός, ἀπόρθητος.

Translations

destroy

Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ‎; Egyptian Arabic: روح‎, خرب‎; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס‎; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن‎; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃‎; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا‎; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן‎